Aπό το «Προξενιό της Αννας», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Παντελή Βούλγαρη έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια. Τι έχει απομείνει από τους νοικοκυραίους μικροαστούς της δεκαετίας του '60 - '70, τα σπίτια με αυλές και τις στέρεες οικογενειακές συνήθειες εκείνης της εποχής, είναι ένα ερώτημα. Από την ερχόμενη Πέμπτη, που θα αρχίσει να προβάλλεται στις αίθουσες ο βραβευμένος «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου, μια άλλη μορφή οικογενειακών δεσμών θα εισβάλει, παγιώνοντας ένα ρεαλισμό ακραίο, αμείλικτο, αποφορτισμένο συναισθηματικά. Θα μπορούσε να είναι ο νέος ρεαλισμός του 21ου αιώνα, με τα μάτια ενός 37χρονου δημιουργού που κατασκευάζει μια εικονική (;) πραγματικότητα χωρίς εξωραϊσμούς και ψευδαισθήσεις.
Τι κοινό μπορεί να έχει η μεσοαστική μονοκατοικία μιας γειτονιάς της Αθήνας του '70, το επικείμενο προξενιό της ψυχοκόρης - υπηρέτριας που δουλεύει στο σπίτι, με την παθολογία μιας πενταμελούς οικογένειας που ζει απομονωμένη σε βίλα και τα παιδιά της δεν έχουν διαβεί ποτέ τον φράχτη; Εκ πρώτης όψεως κανένα. Κινηματογραφικά πρόκειται για μια ταινία του 1972 και μια του 2009. Ο Π. Βούλγαρης γύρισε το «Προξενιό» τη χρονιά που γεννήθηκε ο Γ. Λάνθιμος (!) πληροφορούμαστε από την κοινή συνέντευξη των δύο σκηνοθετών στην «Κ» της περασμένης Κυριακής. Στο σημείο αυτό, θα μπορούσαμε να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια οποιασδήποτε προσέγγισης.
Από τη μία: το σπίτι με την αυλή και τα οικογενειακά τραπέζια της Κυριακής, τη θεία («θα πάρετε ένα γλυκάκι;»), το θείο («Να σας πω: όταν εγώ…»), τον ξάδελφο (άσο στο τάβλι), όλον αυτόν τον θίασο με σταθερούς και προδιαγεγραμμένους ρόλους, που «έπαιζε» σε παραλλαγές τις «παραδοσιακές συναντήσεις».
Από την άλλη: η βίλα με την μεγάλη πισίνα και τον κήπο με τον υψωμένο φράχτη, σε απροσδιόριστο τόπο και χρόνο.
Τα 25χρονα «παιδιά» με την ιδιόλεκτο που διδάσκονται από τη μητέρα (θάλασσα: δερμάτινη πολυθρόνα με ξύλινα μπράτσα, καραμπίνα: πολύ όμορφο λευκό πουλί). Μικρομέγαλα όντα που ζουν σαν ανδρείκελα, με όρους υποταγής και εξάρτησης από γονείς - κυρίαρχους που ελέγχουν κάθε ίντσα αντίδρασης, προσέχοντας να μην πάρουν τα παιδιά «τα λάθος ερεθίσματα». Ο κατασκευασμένος κόσμος ενός ριάλιτι, κλινικά οργανωμένου, όπου ο ξένος - εισβολέας τιμωρείται παραδειγματικά όταν παραβιάζει τους κανόνες της αποστειρωμένης διαβίωσης.
Στο «Προξενιό», η Αννα ζει στον περίκλειστο κόσμο της οικογένειας την οποία φροντίζει. Οταν διασχίζει το κατώφλι του σπιτιού για το πρώτο ραντεβού με τον υποψήφιο μνηστήρα, μια άλλη ζωή ανοίγεται μπροστά της, με χρώματα, χαμόγελα και συναισθήματα. Η οικογένεια αντιλαμβάνεται ότι απειλείται η «ιδιοκτησία» της και σπεύδει να επαναφέρει την Αννα στους τέσσερις ελεγχόμενους τοίχους. Με την ίδια ευκολία που αποφασίζουν να «φτιάξουν» τη ζωή της, την καταστρέφουν.
Αυταρχικά σχήματα, που αναπτύσσουν σαδομαζοχιστικές συνήθειες, αναπαράγοντας ρεαλιστικά και υπόκωφα στην μία περίπτωση, εξωπραγματικά και γκροτέσκα στην άλλη, την ίδια αλήθεια: οι οικογενειακοί δεσμοί για να διατηρηθούν χρειάζονται «θυσίες». Πώς ορίζονται όμως; Η μικροαστική πινακοθήκη του '70 τι δουλειά έχει με την καλπάζουσα παθολογία μιας ιδρυματικής οικογένειας που καταστέλλει τα «θέλω» και επιβάλλει τα «πρέπει»; Αλλά και πώς διαφοροποιούνται οι δεσμοφύλακες ψυχών του '70 από τους αντίστοιχους του 21ου αιώνα;
Οι εσωτερικές φυλακές που χτίζονταν δεκαετίες πίσω, πόσο αλλιώτικες είναι από τις σημερινές; Οι δύο ταινίες δεν μοιάζουν κατασκευαστικά. Συμπίπτουν όμως στη διάθεση καταγραφής: λιτή, ωμή, άμεση. Αλλά ώς εκεί. Οι γραφές και τα βλέμματα αποκλίνουν. Και οι δυο όμως αποτυπώνουν το βάσανο που βιώνεται σε σχέσεις κλειστές και λογοκριμένες. Κοινωνίες που εκτρέφουν απωθημένα και θυμούς, μεγαλομανείς φαντασιώσεις και ασυνείδητες διαταραχές.
Η μεσοαστική αυλή δόθηκε αντιπαροχή, η μεσαία τάξη στριμώχτηκε σε τριάρια και τεσσάρια σε όροφο, σε τάπερ και καλογυαλισμένα πατώματα. Η ψυχοκόρη αντικαταστάθηκε από τη Φιλιππινέζα ή τη Μολδαβή, οι παλιοί μπουφέδες από πρακτικές συνθέσεις μελαμίνης. Η μαζική παραγωγή επίπλων, η μαζική αισθητική, οδηγεί και σε μαζικές επιλογές.
Σαράντα χρόνια μετά, το προξενιό της Αννας έχει πάρει τη μορφή του κυνόδοντα…
Πηγή: Καθημερινή (Μαρία Kατσουνακη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου