Tου Παντελή Μπουκάλα
Mακάρι η ανάταση, η προσωπική και η συλλογική, να ήταν τόσο εύκολη όσο τη θέλει ο αιφνίδιος λυρισμός των αξιωματούχων της πολιτικής κι από κοντά τα ρεπορτάζ και τα σχόλια που συνόδευσαν τα εγκαίνια του νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Μακάρι δηλαδή να αρκούσε ένα κτίσμα, όσο επιβλητικό, και μια τελετή, όσο λαμπρή, για να απειληθεί με ένα μικρό έστω ρήγμα το καθεστώς της κοινωνικής απαισιοδοξίας και της μελαγχολίας, η εγκαθίδρυση του οποίου έχει πολιτικότατη την αιτία της, άρα μόνο πολιτική θα μπορούσε να είναι και η ανατροπή του• πώς όμως να εμπνεύσουν οι ανέμπνευστοι, οι αναξιόπιστοι και οι δραματικά ανεπαρκείς, και πώς να συγκινήσουν όσοι, όταν δηλώνουν «βαθύτατα συγκινημένοι», δεν καταφέρνουν να εμφανίσουν τρέμουσα ούτε μία συλλαβή τους. Γνωρίζουμε άλλωστε και από το «χρυσό 2004» των Ολυμπιακών, που κι αυτοί είχαν παρασταθεί σαν όραμα δήθεν πάγκοινο, ότι τα ψυχοτρόπα αυτού του είδους δρουν λίγο και για λίγο• δεν χρειάζεται πολύς καιρός ώσπου να αποδειχθεί πως αυτό που θεωρείται «νέα αρχή» ή «λαμπρή αφετηρία» δεν έχει την ποιότητα και το βάθος που θα του επέτρεπαν να αντέξει. Τέτοιες ενέσεις «εθνικής αυτοπεποίθησης» όχι απλώς δεν βοηθάνε αλλά βλάπτουν σοβαρά, αποπροσανατολίζουν και παγιδεύουν. Ο,τι έλειπε το 2004, ό,τι λείπει και τώρα, είναι η συνέπεια ανάμεσα σε ρητορική και πράξη, η αρμονία ανάμεσα στο αυτοθαυμαστικά δηλούμενο πάθος για την αρχαιότητα (o altra cosa, για να μνημονεύσουμε τον Διονύσιο Σολωμό) και την πραγματική ένταση αυτού του πάθους. Εύκολο μοιάζει να κηρύσσεις, όπως έπραξε ο υπουργός Πολιτισμού, ότι «μας συνδέουν ακατάλυτοι δεσμοί» με κάθε κομμάτι της αρχαιότητας, «από το πιο απλό θραύσμα ώς την πιο περίτεχνη παράσταση». Εύκολο είναι επίσης να παραπέμπουμε στον Μακρυγιάννη ή σε όποιον άλλον έχει πει κάτι όμορφο για τα μάρμαρα και να εμφανιζόμαστε σαν σεβαστικοί τηρητές της διαθήκης τους. Δυστυχώς όμως για τη ρητορική μας, υπάρχει πάντοτε κάποια λυδία λίθος, που μετράει αυστηρά την αλήθεια των διακηρύξεών μας και ελέγχει τη γνησιότητα των αισθημάτων μας, άρα και την ποιότητα και το βαθμό επεξεργασίας της πολιτικής μας. Στην τωρινή πανηγυρική περίπτωση η λυδία λίθος θα μπορούσε να έχει το όνομα «Αγροτέρα Αρτεμις». Εξηγούμαι. Το νέο Μουσείο της Ακρόπολης χρησιμοποιείται ήδη ως απτό αντεπιχείρημα στους ισχυρισμούς των Αγγλων ιθυνόντων, οι οποίοι, σαν κληρονόμοι μιας ληστρικής αυτοκρατορίας που είναι, αδιαφορούν βέβαια για την ηθική πτυχή του ζητήματος• αδιαφορούν επίσης για την εκπεφρασμένη γνώμη των συμπατριωτών τους, οι οποίοι τάσσονται στην πλειοψηφία τους (ένα 69% σταθερό επί πολλά χρόνια) υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων, κι όχι επειδή χρειάζεται να τους συγκινήσουν όσα σωστά λέγονται για την ακεραιότητα του μνημείου αλλά, αρκεί αυτό, επειδή δεν θέλουν να νιώθουν κλεπταποδόχοι. Με το φόβο, ωστόσο, ότι δίνω κακές ιδέες, σκέφτομαι το εξής: Αν, την ώρα των εγκαινίων του νέου Μουσείου, ένα συνεργείο του BBC προτιμούσε, αντί της Ακροπόλεως, να αναζητήσει τη λυδία λίθο κάνοντας ρεπορτάζ ένα μόλις χιλιόμετρο μακριά, στο ναό της Αγροτέρας Αρτέμιδας, στην οδό Αρδηττού, τι θα συνέβαινε; Αν δηλαδή βλέπαμε και σε τηλεοπτικές εικόνες, οι οποίες πιθανόν θα αναμεταδίδονταν σε πολλές χώρες του κόσμου, την κατάντια του συγκεκριμένου αρχαιολογικού χώρου, που, επαναλαμβάνω, στέκεται απέναντι από την Ακρόπολη, μια ανάσα μακριά της, και όπου ούτε η ειδική πινακίδα δεν φαίνεται καθαρά αφού φέρει μήνες και μήνες τώρα ένα σωρό καλικαντζούρες πάνω της, καθώς και ποικίλα διαφημιστικά αυτοκόλλητα, τι θα κάναμε για να κρύψουμε την ντροπή μας, αν βέβαια νιώθαμε ντροπή σαν κληρονόμοι και διαχειριστές μιας βαρύτατης προίκας; Μάλλον, όπως το έχουμε εξυπηρετικό του ανεύθυνου ναρκισσισμού μας συνήθειο, θα καταγγέλλαμε δριμύτατα τους «ανθέλληνες», οι οποίοι, αντί να απαθανατίσουν με τις κάμερές τους και να διαλαλήσουν με τα μικρόφωνά τους τα σπουδαία και τα επίσημα, αποκαλύπτουν τη μικρότητά τους ασχολούμενοι με τα μικρά, με όσα έχουν αποβληθεί από τη βιτρίνα, για να μην τη βαραίνουν. Ναι αλλά δεν ισχυριζόμαστε επισήμως, υπουργικώς, ότι «κάθε κομμάτι» της αρχαιότητας είναι «κομμάτι του εαυτού μας»; Διαθέτει λοιπόν το θάρρος και την εντιμότητα ο εαυτός μας να προσέξει στον καθρέφτη πόσες ραγισματιές έχει το είδωλό του, πόσο απέχει από το ιδεώδες που επιμελώς κατασκευάζει η βολική ψευδαίσθηση; Πολύ φοβάμαι πως όχι. Προτιμούμε, από γενιά σε γενιά, να θεωρούμε απολύτως δεδομένο το ζητούμενο ή το πιθανολογούμενο, προτιμούμε να μετράμε σαν βεβαιότητες αποδεδειγμένες τις αυταπάτες μας, κυρίως δε προτιμούμε να μένουμε τη φλούδα των πραγμάτων. Προτάσσοντας, επί παραδείγματι, την αιματική συγγένεια με τους αρχαίους, δεν πολυδίνουμε σημασία στην πολύ κοπιώδη είναι η αλήθεια καλλιέργεια μιας πνευματικής σχέσης μαζί τους, με τα έργα των χεριών και του μυαλού τους. Αποσπασματικά και περιστασιακά, με το πρόσχημα συνήθως κάποιας τελετής ή πανηγύρεως, δηλώνουμε την αγάπη μας για ό,τι κληροδότησαν σ’ εμάς αλλά και στην ανθρωπότητα όλη, αλλά, πώς να το κάνουμε, ούτε τα έργα των χεριών τους τα προστατεύουμε με την ίδια προσοχή ούτε τα έργα του μυαλού τους, τα κείμενά τους, έχουμε βρει ακόμα τρόπο να τα εκδώσουμε όλα, με μέριμνα πολιτειακή• παραμένουμε έτσι, σχεδόν δύο αιώνες από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, εισαγωγείς γραπτών που εδώ συντάχθηκαν και εδώ πρωτοακούστηκαν. Αναίτια καμαρώνουμε όσο η (δηλούμενη, έστω) αγάπη μας παραμένει αμέθοδη και, κυρίως, διαβλητή. Θέλω να πω ότι ώρες ώρες υποχρεώνεσαι να πιστέψεις πως η πολιτειακή αντίληψη και στάση απέναντι σε ό,τι εννοούμε ως κληρονομιά δεν διαφέρει σε πολλά από την κερδοθηρική αντίληψη του πρώτου επιχειρηματία που, αρχαιοκαπηλικά, ποντάρει στο φολκόρ, στη μυθολογία ή στον εξερεθισμό των σχολικών αναμνήσεων του τουρίστα και ονομάζει ως εκ τούτου «Μίνωα» το ξενοδοχείο του, «Μεγαλέξανδρο» το ουζερί του, «Μούσες» το μουσικό του κατάστημα και «Θησέα» το γραφείο ταξιδίων του. Πρόκειται δηλαδή για μια αντίληψη εκμετάλλευσης και εξαργύρωσης, για τη στάση της ιδιωφέλειας, φιλοχρήματη και συμφεροντολόγα. Αν η αρχαιότητα είναι για μας κάτι παραπάνω από τουριστικό δέλεαρ, ή, στο ιδεολογικό επίπεδο, κάτι σοβαρότερο από πιστοποιητικό φυλετικής ευγένειας και αποδεικτικό πολιτισμικών πρωτείων, οφείλουμε να νοιαζόμαστε για την άσημη Αγροτέρα Αρτεμη όσο και για τον Παρθενώνα, διότι, μιας και μιλάμε για μνημειακή ακεραιότητα και την προβάλλουμε σαν επιχείρημα, αποτελούν τα δυο τους μέλη της ίδιας εικόνας, της ίδιας κληρονομιάς, και απαιτούν την ίδια συμπεριφορά. Ωστε λοιπόν, ποιο επίρρημα θα ταίριαζε; Ευτυχώς που οι «ανθέλληνες» του BBC δεν πήγανε στην Αρδηττού ή μήπως δυστυχώς;
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου