29/7/09

Το ηφαίστειο της Νισύρου

Η Νίσυρος βρίσκεται στο ανατολικότερο άκρο του ενεργού ηφαιστειακού τόξου του Ν. Αιγαίου, το οποίο περιλαμβάνει μία γεωγραφική ζώνη που αρχίζει από τον Ισθμό της Κορίνθου, διασχίζει τη χερσόνησο των Μεθάνων, τη Μήλο, τη Θήρα και καταλήγει στη Νίσυρο. Η ζώνη αυτή, που φιλοξενεί όλα τα ενεργά ηφαίστεια της Ελλάδας, δημιουργήθηκε από τη διέξοδο του μάγματος προς την επιφάνεια της γης. Το μάγμα είναι λιωμένο πέτρωμα, πλούσιο σε αέρια μετά το κενό που προκλήθηκε κάτω από την περιοχή του Αιγαίου, λόγω της καταβύθισης της λιθοσφαιρικής πλάκας της Αφρικής.
Το ηφαίστειο της Νισύρου είναι το νεώτερο από όλα τα ηφαίστεια του αιγαιακού χώρου, καθώς τα παλαιότερα πετρώματα αναδύθηκαν στην επιφάνεια σχηματίζοντας την κορυφή του κεντρικού χερσαίου κώνου, χαρακτηριστικό του σημερινού αναγλύφου του νησιού, περίπου πριν από 160.000 χρόνια, μετά από μία αργή και μακροχρόνια υποθαλάσσια ηφαιστειακή δράση. Στα επόμενα 120.000 χρόνια ολοκληρώνεται η δημιουργία του τεράστιου κώνου (διαμ.: 7 χλμ, ύψος: 600 μ.) μέσω διαδοχικών εκρήξεων ηφαιστειακής λάβας και τέφρας. Οι δύο μεγαλύτερες καταστροφικές εκρήξεις, πριν από 25.000 και 15.000 χρόνια, προκάλεσαν την ισχυρή εκτόξευση μάγματος και μεγάλης ποσότητας ελαφρόπετρας και στάχτης και τη συνακόλουθη πτώση της κορυφής του ηφαιστείου, με αποτέλεσμα το σχηματισμό της καλδέρας της Νισύρου και των περιφερειακών θόλων λάβας, που κατακλύζουν την επιφάνεια του νησιού.
Κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων, όλες οι εκρήξεις του ηφαιστείου έχουν υδροθερμικό χαρακτήρα και προέρχονται από την πίεση που εξασκεί στο έδαφος ο ατμός που δημιουργείται από την υπερθέρμανση του βρόχινου και θαλασσινού νερού μετά την επαφή του με το λιωμένο μάγμα του υπεδάφους. Αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής είναι η εμφάνιση σε διάφορα σημεία της καλδέρας περίπου είκοσι κρατήρων, από τους οποίους ο "Στέφανος", ηλικίας 3.000-4.000 χρόνων, είναι ένας από τους μεγαλύτερους, επιβλητικότερους και καλύτερα διατηρημένους υδροθερμικούς κρατήρες του κόσμου (βάθος: 27 μ., διαμ.: 330 μ.), και ταυτόχρονα η ύπαρξη άφθονων θερμών πηγών που αναβλύζουν θειούχα αέρια και ζεστό νερό (30-60 βαθμοί Κελσίου), ζωντανοί μάρτυρες ότι το μάγμα βρίσκεται συνεχώς εν κινήσει στο υπέδαφος του νησιού. Οι τελευταίες υδροθερμικές εκρήξεις του ηφαιστείου έγιναν το 1871 και το 1877, δημιουργώντας τους κρατήρες του "Πολυβώτη" και του "Αλέξανδρου".
Τα γεωλογικά αποτελέσματα της ηφαιστειακής δραστηριότητας καθόρισαν την πολιτιστική εξέλιξη της Νισύρου διαχρονικά. Συνήθως επικρατεί η εντύπωση ότι τα ηφαίστεια προκαλούν μόνο καταστροφές και αποτελούν εμπόδιο για την πρόοδο των περιοχών, τις οποίες πλήττουν. Η εικόνα αυτή ισχύει μόνο για όσους υφίστανται τις συνέπειες τη στιγμή της έκρηξης. Αν, όμως, κανείς παρατηρήσει διαχρονικά το φαινόμενο, θα διαπιστώσει πως η ηφαιστειακή δραστηριότητα, ιδιαίτερα στη Νίσυρο, είχε και θετικές συνέπειες.
Αρχίζοντας από τα Προϊστορικά Χρόνια, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο υαλώδες και σκληρό ηφαιστειακό πέτρωμα του οψιανού από το Γυαλί, το οποίο αποτελούσε πρώτη ύλη για την κατασκευή κοπτικών εργαλείων ήδη από τη Νεολιθική Περίοδο και βρίσκεται επεξεργασμένο σε πολλά νησιά του Αιγαίου, συναγωνιζόμενο τον οψιανό της Μήλου, από τον οποίο διέφερε λόγω των λευκών στιγμάτων του. Ταυτόχρονα, η ελαφρόπετρα (κίσσηρη) αποτέλεσε, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αντικείμενο συστηματικής εκμετάλλευσης, μετατρέποντας το νησί σε σημαντικό κέντρο εξαγωγής, ενώ ένα από τα σκληρότερα πετρώματα του κόσμου, ο βασαλτικός ανδεσίτης, έχει αποδειχθεί κατάλληλο υλικό οικοδόμησης, καθώς εξαιρετικά ικανοί λιθοξόοι κατασκεύασαν εξ ολοκλήρου από αυτό το ηφαιστειακό υλικό τόσο τις δύο πλευρές, όσο και το ενδιάμεσο γέμισμα ενός από πιο καλά σωζόμενα οχυρωματικά έργα στο Αιγαίο, του τείχους της αρχαίας πόλεως στο Μανδράκι.
Ένας άλλος τομέας που επηρέασε τη ζωή των κατοίκων και συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική ενίσχυση του νησιού είναι η τουριστική εκμετάλλευση της μοναδικής φυσικής ομορφιάς της καλδέρας και των κρατήρων, οι οποίοι ακόμα αναβλύζουν θερμό ατμό, και ταυτόχρονα η μετατροπή πολλών πηγών σε ιαματικά λουτρά. Η δραστηριότητα αυτή έχει την αφετηρία της στα ρωμαϊκά χρόνια, όπως αποδεικνύεται από τα ερείπια στον Κόλπο των Πάλων, τα οποία στα τέλη του 19ου αι. με πρωτοβουλία ιδιωτών έγιναν το επίκεντρο ενός οργανωμένου και πολυτελούς συγκροτήματος προσέλκυσης επισκεπτών και μαζί με την ταυτόχρονη λειτουργία κοινοτικών λουτρών στο Μανδράκι προσέφεραν οικονομική ανάσα στους λιγοστούς κατοίκους του νησιού.
Τα διαδοχικά στρώματα λάβας και τέφρας δεν απογύμνωσαν το νησί από τη βλάστησή του, αλλά αντίθετα, μέσω των αναβαθμίδων βοήθησαν στην ανάπτυξη της δενδροκαλλιέργειας (βελανιδιές, ελιές, αμυγδαλιές) και της οργανωμένης εξαγωγής αμύγδαλου, βελανιδιάς (το κέλυφος του καρπού είναι πολύτιμο στη βυρσοδεψία) και σύκου. Παράλληλα διαμόρφωσαν την πράσινη εικόνα του νησιού, σε αντίθεση με το άγονο τοπίο που συναντά κανείς επισκεπτόμενος τα υπόλοιπα ηφαιστειακά νησιά του Αιγαίου, όπως η Μήλος και η Θήρα. Η γεωργία έδωσε εργασία στους κατοίκους και ενίσχυσε την οικονομική ζωή του νησιού.
Τα δεδομένα αυτά αποτελούν ζωντανή απόδειξη της ανθρώπινης προσαρμοστικότητας και ευρηματικότητας. Ο άνθρωπος μαθαίνει να ζει με το απρόοπτο, να εκμεταλλεύεται και το παραμικρό πλεονέκτημα, αναζητώντας νέους τρόπους επίλυσης των προβλημάτων διαβίωσης. Από το παράδειγμα της Νισύρου διαπιστώνεται ότι το σχήμα ηφαίστειο - πρόοδος είναι μόνο φαινομενικά οξύμωρο, καθώς η ιστορία αποδεικνύει πως κάθε καταστροφή μπορεί να είναι ένα τέλος, αλλά ταυτόχρονα θέτει τις βάσεις για μία νέα αρχή.
Στα Γεωγραφικά του Στράβωνα (Χ, 489) αναφέρεται ο μύθος της δημιουργίας της Νισύρου από τον Ποσειδώνα, όταν κατά τη διάρκεια της καταδίωξης του γίγαντα Πολυβώτη από τον θεό, ο τελευταίος έσπασε με την τρίαινά του ένα τμήμα της Κω και το έριξε πάνω του, με συνέπεια τη βύθιση του γίγαντα και το σχηματισμό της Νισύρου. Η διήγηση αυτή αποδεικνύει πως οι αρχαίοι είχαν επίγνωση της ηφαιστειακής δραστηριότητας του νησιού, ενώ η μυθολογική σύνδεσή του με την Κω απηχεί την κοινή γεωλογική προέλευση των δύο νησιών, τα οποία μαζί με τις νησίδες Περγούσα, Στρογγυλή και Γυαλί, δημιουργήθηκαν μετά από αλλεπάλληλες εκρήξεις πριν από περίπου 2,5 εκατομμύρια χρόνια.
Πηγή: ΙΜΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου