2/8/09

Μέτρα για αναβάθμιση της Παιδείας

Του Θεμιστοκλη Ξανθοπουλου*

Aναγνωρίζω εκ προοιμίου και τιμώ τον διαχρονικό μόχθο και το έργο εκπαιδευτικών, υπαλλήλων και πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας. Οι θέσεις μου ως εκπαιδευτικού στα πολύ κρίσιμα θέματα Παιδείας είναι γνωστές από το παρελθόν, τις συνόψισα στο βιβλίο μου που παρουσίασα το 2005 και καταθέτω σήμερα τις εξ αυτών επίκαιρες, ως συμβολή στον δημόσιο διάλογο.
Το δημόσιο σχολείο και η απόγνωση της νεολαίας: Η συνεχιζόμενη επί τριάντα και πλέον χρόνια απαξίωση του δημόσιου σχολείου είναι δυστυχώς γεγονός. Κατανοώ, λοιπόν, την απόγνωση και την αγανάκτηση της νεολαίας μας προς όλους εμάς του κατεστημένου συστήματος και τις συνακόλουθες συχνές εξεγέρσεις της.
Η δημοκρατία θεμελιώθηκε στην ισότητα των ευκαιριών εισόδου στην κοινωνική αρένα, μέσω ενός προσιτού σε όλους δημόσιου σχολείου, από το νηπιαγωγείο έως και το πανεπιστήμιο. Το σχολείο αυτό πρέπει να είναι σε θέση να προσφέρει όλα τα αναγκαία εφόδια για τη, χωρίς περιθωριοποίηση και έμμεσους αποκλεισμούς, διεκδίκηση της επιθυμητής από τον καθένα επαγγελματικής σταδιοδρομίας.
Η μόνιμη και καταφανής ανεπάρκεια της πολιτείας στην κάλυψη αυτής της αρχής έχει ως συνέπεια να αισθάνονται μαθητές και φοιτητές παγιδευμένοι ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη: Σε ένα παρόν χωρίς τη γενναιόδωρη κρατική προσφορά στο δημόσιο σχολείο και σε ένα μέλλον χωρίς αρχές, αξίες και στοιχειώδεις εγγυήσεις.
Ας ξεκινήσουμε από τα μέτρα για το παρόν. Προφανώς προέχει η καθημερινότητα, η αναβάθμιση των ανεπαρκών υποδομών του εκπαιδευτικού μας συστήματος: Πρέπει πριν απ’ όλα τα παιδιά μας να διαθέτουν επαρκείς και εξοπλισμένες αίθουσες διδασκαλίας και εργαστήρια, αξιοπρεπείς κοινόχρηστους χώρους, επαρκείς αριθμούς καλά καταρτισμένων, αλλά και αξιοπρεπώς αμειβόμενων εκπαιδευτικών, πολλά και ελκυστικά βιβλία, ουσιαστική πρόσβαση σε αξιόλογες πολιτιστικές και αθλητικές δράσεις. Γίνονται έργα προς αυτήν την κατεύθυνση. Πιστεύω ότι η κρισιμότητα της κατάστασης απαιτεί πολύ περισσότερα.
Το δεύτερο ζητούμενο από την εκάστοτε κρατική εξουσία είναι να ιεραρχήσει με σαφήνεια και πληρότητα τα δομικά και λειτουργικά προβλήματα του δημόσιου σχολείου και τις θέσεις της για την επίλυσή τους. Εδώ πρέπει να θυμίσω ότι όσον αφορά τη Ν. Δ., το έργο αυτό έχει ήδη γίνει από το 2004, στο πρόγραμμά της, διά χειρός ενός τολμηρού και επιτυχημένου υπουργού Παιδείας, του Γιώργου Σουφλιά.
Η κατ’ απονομή πανεπιστημιοποίηση των επαγγελματικών σχολών: Μετά την ανωτατοποίηση των Polytechnics στην Αγγλία επί Θάτσερ, περιορίστηκαν και οι κρατικές δαπάνες για τα πανεπιστήμια της Ε. Ε., με τη Διακήρυξη της Μπολόνια: Εφευρέθηκε η διάσπαση της ενιαίας κεντροευρωπαϊκής δομής των σπουδών σε δύο κύκλους και περιορίστηκαν οι υποχρεώσεις χρηματοδότησης της πολιτείας στον πρώτο κύκλο, το επίπεδο του οποίου είναι επιστημονικά ανεπαρκές λόγω δομής και χρονικής διάρκειας.
Η Ελλάδα έσπευσε να εφαρμόσει, ήδη από το 2001 την πολιτική Θάτσερ και τη Διακήρυξη της Μπολόνια, με την «κατ’ απονομή ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ (Ν. 2916/2001), χωρίς την ουσιαστική αξιολόγηση και αναβάθμιση όσων πληρούσαν τις προϋποθέσεις.
Εν όψει της συζήτησης του νέου νομοσχεδίου για τη ρύθμιση θεμάτων πανεπιστημιακού και τεχνολογικού τομέα, καταθέτω το αιτιολογικό της υποβληθείσας στις 8 Μαΐου 2001 παραίτησής μου στον τότε υπουργό Παιδείας από τη θέση του πρύτανη ΕΜΠ:
«Ολα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας προσπαθούν επί μήνες να πείσουν την ηγεσία του ΥΠΕΠΘ για το αυτονόητο: Η επιθυμητή σε όλους αναβάθμιση του επιπέδου των ΤΕΙ από τη σημερινή “ανώτερη” στην “ανώτατη” εκπαίδευση θα είναι ψευδεπίγραφη αν συντελεστεί μόνο στο χαρτί ενός νόμου. Κάθε νέα ένταξη στον χώρο των ΑΕΙ προϋποθέτει την αξιολόγηση των γνωστικών αντικειμένων, της υλικοτεχνικής υποδομής, των προγραμμάτων σπουδών και του ανθρώπινου δυναμικού με ακαδημαϊκούς όρους, έτσι ώστε να εντοπισθούν οι αναγκαίες για την ουσιαστική αναβάθμιση βελτιώσεις και να δρομολογηθεί με σαφές χρονοδιάγραμμα η υλοποίησή τους».
Κολέγια και εμπόριο πανεπιστημιακών πτυχίων: Ως παλαιός πανεπιστημιακός δάσκαλος, είμαι αντίθετος επί της αρχής με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και μάλιστα με τη μορφή (!!!) παραρτημάτων διάθεσης «εκπαιδευτικών προϊόντων» της αλλοδαπής. Το ελάχιστο καθήκον του κράτους, λόγω και της πρόσφατης αδειοδότησης 33 κολεγίων, είναι, κατά την άποψή μου, προφανές:
Θέσπιση αυστηρών και σαφών προδιαγραφών λειτουργίας των κολεγίων και δημιουργία ισχυρών μηχανισμών εποπτείας από τις αρχές, υπηρεσίες και εκπαιδευτικά όργανα της Ελλάδας και της Ε. Ε. για τη διασφάλιση της παροχής υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακών σπουδών.
Το τελικό προς απάντηση ερώτημα: Η Ευρωπαϊκή Ενωση επιβάλλεται να απαντήσει με ξεκάθαρη γλώσσα στο θεμελιώδες πολιτικό ερώτημα: Εξακολουθεί να διασφαλίζει προς τους οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερους πολίτες της την παροχή θεμελιωδών για την ένταξη στον κοινωνικό ιστό και την επαγγελματική επιβίωση δημόσιων αγαθών όπως είναι η Παιδεία;
Με ποιες οδηγίες η Ε. Ε. στηρίζει πράγματι, σε όλες του τις βαθμίδες, το δημόσιο σχολείο, κύριο φορέα της εθνικής μνήμης και της δημοκρατικής συνείδησης, της ισότητας, της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης;
* Το άρθρο του υφυπουργού ΠΕΧΩΔΕ κ. Θεμ. Ξανθόπουλου (και πρώην πρύτανη ΕΜΠ) αποτυπώνει απόψεις του για εκπαιδευτικά θέματα επί των οποίων ρωτήθηκε από την «Κ».
Πηγή: Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου