13/8/09

Graham Greene: Ο μυστηριώδης συγγραφέας της οθόνης

Ο Γκράχαμ Γκριν είδε σχεδόν όλα τα μυθιστορήματά του να γίνονται ταινίες, με γοητεία που αντέχει στο πέρασμα του χρόνου

International Herald Tribune

Ο Βρετανός μυθιστοριογράφος Γκράχαμ Γκριν, βαθύς γνώστης των ανθρώπινων αδυναμιών, απολάμβανε το άρωμα της αμαρτίας. Ηταν, αντίθετα με τους περισσότερους συμπατριώτες του, ρωμαιοκαθολικός και, αντίθετα με τους περισσότερους ομοτέχνους του, πολύ άνετος με τον κινηματογράφο. Οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις ήταν γνωστές, σε σημείο που, στο απόγειο της φήμης του, να του κολλήσουν την ετικέτα «καθολικός συγγραφέας». Η σχέση του με τον κινηματογράφο ήταν επίσης πρόδηλη• σχεδόν όλα τα 25 μυθιστορήματά του και πολλά από τα διηγήματά του έγιναν κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες (αρκετά από αυτά πάνω από μία φορά) και σε μερικά από τα καλύτερα, όπως η κλασική ταινία του Κάρολ Ριντ «Ο τρίτος άνθρωπος», είχε γράψει ο ίδιος το σενάριο.
Τόσο ο καθολικισμός του όσο και η αγάπη του για τον κινηματογράφο φανερώνονται σ’ όλη τους την ένταση στο εκπληκτικό γκανγκστερικό φιλμ του Τζον Μπούλτινγκ «Brighton Rock» («Ταραγμένος παράνομος», 1947), όπου ο Γκριν έγραψε το σενάριο με βάση το δικό του μυθιστόρημα. Η ταινία προβλήθηκε πρόσφατα σε ειδικό αφιέρωμα στο Film Forum της Νέας Υόρκης. Κατά παράδοξο τρόπο, η θρησκευτική του πίστη και η ικανότητά του να αφηγείται ιστορίες στην οθόνη φαίνεται να είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η ταινία δείχνει πολύ ξεκάθαρα την εμμονή του στην εξιχνίαση του σκοτεινού προσώπου της αμαρτίας και ταυτόχρονα δείχνει γιατί ο κινηματογράφος ήταν τόσο ελκυστικός γι’ αυτόν. Σε ποια άλλη δραστηριότητα θα μπορούσε να χαρεί τόσο πολύ τις γκρεμισμένες ελπίδες, τους αηδιαστικούς συμβιβασμούς και την ενοχλητική επίγνωση της αποτυχίας, που για εκείνον χαρακτήριζαν τον εκπεσόντα τούτο κόσμο;
Ο πρωταγωνιστής του «Μπράιτον Ροκ», ένας 17χρονος κακοποιός ονόματι Πίνκι Μπράουν (Ρίτσαρντ Ατένμπορο), είναι ένας αδίστακτος αμαρτωλός αλλά και ένας αφοσιωμένος καθολικός, κατά το σκοτεινό πρότυπο του συγγραφέα. «Αυτοί οι άθεοι δεν ξέρουν τίποτα», λέει ο Πίνκι, προσπαθώντας να εξηγήσει τη θεολογία του στη γλυκιά, αφοσιωμένη φιλενάδα του, τη Ρόουζ (Κάρολ Μαρς). «Και βέβαια υπάρχει κόλαση, φλόγες, καταδίκη, μαρτύρια». Η κοπέλα προσθέτει με ελπίδα «Και παράδεισος, Πίνκι». Και εκείνος απαντά «Ισως», χωρίς να δείχνει καμιά σιγουριά.
Ο Πίνκι είναι ένας ανελέητος φονιάς, που σκοτώνει χωρίς ίχνος τύψεων. Φλερτάρει την αθώα Ρόουζ μόνο και μόνο για να την εμποδίσει να δώσει κατάθεση που θα γκρέμιζε το άλλοθί του. Τι βλέπει η κοπέλα σ’ εκείνον είναι μυστήριο – ή μάλλον θα ήταν οπουδήποτε αλλού εκτός από τις ιστορίες του Γκράχαμ Γκριν, όπου η αρετή δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον και η ηθική αδυναμία, ακάθαρτη και επίμονη, ασκεί ισχυρή έλξη, ακαταμάχητη σαν τα γλυκά θέλγητρα ενός παραθαλάσσιου αγγλικού θερέτρου όπως το Μπράιτον. Η σκληρή σοκολάτα «Μπράιτον Ροκ» χρησιμεύει στον Γκριν σαν βολική παρομοίωση: «Δάγκωσε όσο βαθιά θέλεις», λέει ένας τύπος, «κι ακόμα θα γράφει Μπράιτον». Ετσι είναι ο Πίνκι – όσο βαθιά κι αν κοιτάξεις στην εφηβική ψυχή του, θα υπάρχει κάτι πεισματικά κακό εκεί μέσα.

Γεύση διαφθοράς
Η συμμετοχή του Γκριν στη δημιουργία της ταινίας κουβαλάει κι αυτή μιαν αμυδρή γεύση διαφθοράς. Επτά χρόνια νωρίτερα, γράφοντας κριτική στον Spectator, είχε επικρίνει μια ταινία με τίτλο «21 μέρες», στην οποία το όνομά του περιλαμβανόταν στους σεναριογράφους. Την κατεδάφισε, καταλήγοντας με αυτά τα λόγια: «Τέλος πάντων, επιτρέψτε σε έναν από τους ενόχους να σταθεί όρθιος και να ορκιστεί: Ποτέ, ποτέ, ποτέ δεν θα το ξανακάνω!»
Βοηθώντας λοιπόν να γυριστεί ταινία το «Μπράιτον Ροκ», είχε παραβεί έναν όρκο. Και αντιστάθμισε το αμάρτημα, μαλακώνοντας το σκληρό τέλος της ιστορίας. Φαίνεται να μην είχε τύψεις ούτε για την αθέτηση του όρκου του ούτε για το ότι βίασε λιγάκι το ίδιο το μυθιστόρημά του. Ο Γκριν έκανε με άνεση συμβιβασμούς και φαινόταν σχεδόν να απολαμβάνει τον κυνικό επαγγελματισμό με τον οποίο έβγαζε πέρα τη βρώμικη δουλειά της μετατροπής της λογοτεχνίας σε φιλμ.
Στην επόμενη σεναριογραφική του προσπάθεια, στο κομψό και αιχμηρό «Fallen Idol» του Κάρολ Ριντ («Η πρώτη απογοήτευση», 1948), ο Γκριν παραβίασε ακόμα πιο αδιάντροπα ένα δικό του γραπτό – σ’ αυτή την περίπτωση ένα διήγημα με τίτλο «The Basement Room». Μετέτρεψε την ιστορία ενός μοναχικού αγοριού που βλέπει να διαπράττεται ένα έγκλημα από τον καλύτερό του φίλο, τον μπάτλερ της οικογένειας, στην ιστορία ενός παιδιού που κατά λάθος αντιλαμβάνεται ένα ατύχημα ως έγκλημα. Και παρόλο που η προφανής πρόθεση είναι να κάνει τον μπάτλερ (Ραλφ Ρίτσαρντσον) πιο συμπαθητικό, το αποτέλεσμα είναι να καταστήσει το αγόρι, που φαντάζεται το χειρότερο για τον φίλο του, λιγάκι πιο αντιπαθητικό.
Η προθυμία του αγοριού να πιστέψει ότι ένας καλόκαρδος άνθρωπος μπορεί να είναι δολοφόνος, ωστόσο, ταιριάζει πιο πολύ στο «στυλ Γκριν» απ’ ό,τι ο πρωταγωνιστής στον «Τρίτο άνθρωπο», ένας Αμερικανός συγγραφέας φτηνών γουέστερν ονόματι Χόλι Μάρτινς (Τζόζεφ Κότεν), ο οποίος αργεί υπερβολικά να συνειδητοποιήσει ότι ο παλιός συμφοιτητής του, ο Χάρι Λάιμ (Ορσον Ουέλς), είναι ένα τέρας. «Ο τρίτος άνθρωπος» είναι η πιο διάσημη από τις τρεις ευτυχείς συνεργασίες του Γκριν με τον Ριντ ( η τρίτη είναι η μαύρη κωμωδία «Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα», του 1959). Είναι επίσης η ταινία που αποκαλύπτει πιο καθαρά από κάθε άλλη τα πάθη του και τις βαθύτερες προκαταλήψεις του.
Ιδανική συνταγή ενός θρίλερ
Ο Γκριν ήξερε καλύτερα από άλλους μυθιστοριογράφους πώς να χτίζει ένα θρίλερ, πώς να ξετυλίγει το μυστήριο και να εντείνει την αγωνία, μια διαβρωτική αίσθηση τρόμου, και ήξερε, επίσης, ότι τα καλύτερα καθάρματα, σαν τον Χάρι Λάιμ στον «Τρίτο άνθρωπο», είναι γοητευτικοί τύποι, εύστροφοι διαφημιστές του κακού. Εκείνο που ο Γκριν λόγω ταμπεραμέντου αδυνατούσε να κάνει ήταν να δημιουργήσει έναν πειστικό αθώο: η αντίληψή του για την αθωότητα έπαιρνε σχεδόν πάντα τη μορφή ενός φλύαρου, ανόητου και απελπιστικά αφελούς γιάνκη, σαν τον Χόλι Μάρτινς, ο οποίος φαίνεται γενετικά ανίκανος να κατανοήσει τον κατεστραμμένο και απελπισμένο Παλαιό Κόσμο της μεταπολεμικής Βιέννης.
Ή σαν τον Ολντεν Πάιλ, τον πρωταγωνιστή του τοποθετημένου στο Βιετνάμ μυθιστορήματός του «Ο ήσυχος Αμερικανός», του οποίου η αφέλεια είναι αναμενόμενη, ο ιδεαλισμός του όμως –θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις μια πιο ενεργή μορφή αθωότητας– είναι, κατά την άποψη του Γκριν, άξιος περιφρόνησης. Γενικά ο Γκριν ήταν ανεκτικός απέναντι στην τάση των σκηνοθετών να αλλάζουν τη δουλειά του• δεν είχε αντίρρηση, π.χ., για την «αφαίρεση» της αυτοκτονίας του ήρωα στο τέλος της ωραίας κινηματογραφικής διασκευής του μυθιστορήματος «The Heart of the Matter» από τον Τζορτζ Ο’ Φέραλ («Η εκδίκηση», 1953). Ωστόσο, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του (πέθανε το 1991) βυσσοδομούσε εναντίον του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, ο οποίος μετέφερε τον «Ησυχο Αμερικανό» στην οθόνη το 1957 και μετέτρεψε τον επικίνδυνο ιδεαλιστή του Γκριν σε συμπαθητικό ιδεαλιστή.
Αυτό ήταν ασυγχώρητο (ευτυχώς που ο Γκριν δεν έγινε ιερέας• ποτέ δεν θα έδινε άφεση αμαρτιών). Παραδόξως, όμως, ο «Ησυχος Αμερικανός» του Μάνκιεβιτς είναι καλή ταινία. Ενώ παρακάμπτει τις πολιτικές θέσεις του μυθιστορήματος, προχωράει περισσότερο από τον Γκριν στην εξερεύνηση των ορίων ενός ορισμένου είδους ευρωπαϊκού κυνισμού, όπως ενσαρκώνεται από τον μπλαζέ, μεσήλικο Αγγλο ρεπόρτερ, που τον ερμηνεύει με τέλεια ισορροπημένη αμφιθυμία ένας κομψός και απέραντα βαριεστημένος Μάικλ Ρεντγκρέιβ.
Ανθεκτικές ιστορίες
Ενα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της πρόζας του Γκριν, από δραματουργική άποψη, είναι οι ευκαιρίες που προσφέρει σε ένα ιδιαίτερο είδος Βρετανού ηθοποιού με μπλαζέ γοητεία και έξυπνο, θλιμμένο βλέμμα: ο Ρεντγκρέιβ εδώ, ο Τρέβορ Χάουαρντ στον «Τρίτο άνθρωπο» και στον «Εκβιασμό», ο Μάικλ Κέιν στο ριμέικ του «Ησυχου Αμερικανού», που γύρισε το 2002 ο Φίλιπ Νόις, ο Ρέιφ Φάινς στο «Τέλος μιας σχέσης» του Νιλ Τζόρνταν (1999), που ήταν κι αυτό ριμέικ: στην ταινία του 1955, ο ρόλος του Φάινς είχε δοθεί στον ροδομάγουλο Αμερικανό σταρ Βαν Τζόνσον.
Εκείνο που δύσκολα σου διαφεύγει, όταν βλέπεις ταινίες γραμμένες από τον Γκριν ή βασισμένες σε βιβλία του, είναι πόσο ανθεκτικές είναι αυτές οι ιστορίες, ακόμα κι όταν έχουν προδοθεί οι προθέσεις του συγγραφέα. Αλλωστε, η μυθοπλασία του έχει πάντα να κάνει με προδοσίες κάποιου είδους. Ο Γκριν, ερωτευμένος με τη διαφθορά, τις καταλάβαινε πολύ καλά. Ο κινηματογράφος είναι συναρπαστικός και ακάθαρτος, με τρόπους που προφανώς τον γοήτευαν έως τα βάθη της καρδιάς του. Οι ταινίες δεν είναι αθώες. Γι’ αυτό τις αγαπούσε σαν την αμαρτία.
Πηγή: Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου