17/11/09

Η 17 Νοέμβρη στην ποίηση

Ηλία Γκρή:«Το μελάνι που φωνάζει»

Μια πράξη ανατρεπτική. Παράλογη. Πάνω από την καθεστηκυία λογική. Η εξέγερση του Νοέμβρη, μια πράξη ποιητική, δεν θα μπορούσε ν’ αφήσει ανεπηρέαστη τη λογοτεχνία μας.
Το Πολυτεχνείο ενέπνευσε και εμπνέει ακόμη και σήμερα την ποίηση και τη λογοτεχνία.
Ο ποιητής δημοσιογράφος Ηλίας Γκρης εξέδωσε το 2003, από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, ένα ανθολόγιο με ποιήματα και πεζογραφήματα που αναφέρονται σ’ εκείνη τη νύχτα της φωτιάς.
«Το μελάνι που φωνάζει - Η 17 Νοέμβρη 1973 στη λογοτεχνία».
«Εκείνα τα μακρύμαλλα παιδιά με τα παντελόνια καμπάνες, που φώναζαν στο οδόστρωμα, στις κολόνες, πίσω από τα κάγκελα, στις σκάλες η στο γρασίδι εκτάδην γράφοντας συνθήματα σαν αυτοσχέδιοι γραφίστες, σκορπούσαν ένα φως που όμοιό του δεν ξανάδα» γράφει ο Ηίας Γκρης, ο οποίος συμμετείχε στην εξέγερση, φοιτητής τότε και εργάτης στις οικοδομές για να σπουδάσει.
Ο ανθολόγος, με το δικαίωμα που του δίνουν οι έξη ποιητικές του συλλογές, τα τρία πεζογραφήματά του και οι δύο ανθολογίας του, κάνει μια φιλολογική αναφορά στα κείμενα, με ιδιαίτερη επι - κριτική στάση στην πολλά υποσχόμενη γενιά του ΄70 γενιά της λεγόμενης αμφισβήτησης.
«Το βαθύτερο νόημα της εξέγερσης προδήλως κατέχουν λέξεις ιδιαίτερης φόρτισης όπως ανιδιοτέλεια, αυτοθυσία, συμπόνια, γενναιοψυχία, καρτερικότητα» σημειώνει.
Από την έκδοση αυτή επιλέγουμε «ποιήματα του Πολυτεχνείου»:

ΚΡΙΤΩΝ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ - ΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Νεκρός ο καιρός,
τον σκότωσαν
ραγιάδες έλληνες,
πολύτιμος
για τη Ελλάδα που αιωρείται
πιο κάτω από τη δόξα που της πρέπει.
Από τάφο σε τάφο την κυνήγησαν
από ουρανό σε ουρανό,
αιωρείται και δεν την φθάνουν.
Νεκροθάφτες και νεκροπομποί
απ ‘ όλη τη Σφαίρα
δάκρυα πολλά και κτερίσματα
και επιτύμβιες πλάκες.
Από το φέρετρο χάνεται
απομακρύνεται πέρα
απ ‘το κιγκλίδωμα
εκεί προς τα ‘ακοίμητα παλικάρια
και τις Κόρες τις άμωμες
που ετοιμάζαν γαλάζια Ανάσταση.


ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ - ΑΝΩΝΥΜΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΦΩΤΕΙΝΟΥ ΑΪ ΓΙΑΝΝΗ
Να σκουπίσεις αναγνώστη τον ιδρώτα
τα δάκρυα που κυλάνε
απ ‘τα μάγουλα απ ‘τα μάτια
εκείνων που χάσανε στην εξέγερση
τα παιδιά τους.
Να κλείσεις τ ‘ αυτιά σου για λίγο στο θρήνο
στον ψίθυρο και στη διάδοση
που εξογκώνει τον αριθμό των θυμάτων
τη φριχτή λεπτομέρεια
τους νεκρούς στα ψυγεία
τη διανομή τους
κατ ‘οίκον με απειλές και φοβέρες και μυστικότητα
την παραλαβή
σε σφραγισμένες κασέλες άλλων νεκρών
τη μακάβρια ατμόσφαιρα
σου δίνω δέκα λεπτά αναγνώστη να την ξεχάσεις να γεμίσεις
το νου σου με χαρούμενες σκέψεις.
Της ανυπόστατης διάδοσης
τη μαύρη σκιά ν ‘αποβάλεις.
Και να δεις τη φωτισμένη μεριά
το αισιόδοξο μέλλον την καλύτερη αύριο τον αριθμό των γεννήσεων
που αυξάνεται σ ‘αναλογία με τον αριθμό των θανάτων


ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ - ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ
Τόποι της ώχρας που όλο σκουραίνει.
Φίδι ο χρόνος κι αλλάζει το πετσί του
Φυσάει ένα μαύρο από ψηλά,
Ξαναγυρίζει άσπρο κόκαλο,
-αρχαίοι κυνηγοί και φεύγουνε στο χιόνι.
Λύκος με σκάγια στο λαιμό
υγρά βαριανασαίνει
να βάψει της Λαμπρής τ’ αυγά
όταν ξανάρχεται
ο χρόνος.
Φίδι ν’ αλλάξει πάλι το πετσί του
Ν’ αλαφιάζει τα ζούδια και τα ζωντανά
στον ύπνο σου
μαύρο κριάρι γίνεσαι
μπρος στην Ωραία Πύλη σε λιανίζουν
εδώ στο Μέγα Πανελλήνιον
γενέτειρα χρωμάτων, οραμάτων κι εχιδνών.
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
ΚΟΙΤΑ ΜΕ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ
Κοίτα με στα μάτια κι έλα πιο κοντά
Άγια μου καρδιά κι αγαπημένη
Άκουσα κι απόψε πόρτα να χτυπά
Πέτρες θα κυλάν οι πεθαμένοι.
Πως να το ξεχάσω
κείνο το παιδί
στο περιβολάκι τ’ Άϊ Νικόλα
έπινε τον ήλιο σαν χλωρό κλαδί
πριν το θυμηθούν τα πολυβόλα.
Κοίτα με στα μάτια και με το σουγιά
πάρε απ’ τη φλέβα μου μελάνι
γράψε τ’ όνομά του στην αστροφεγγιά
χέρι φονικό να μην το φτάνει.
Που είσαι Πέτρο; Που είσαι Γιάννη;
Στου κάτω κόσμου το συντριβάνι
Νεράκι πίνω να λησμονήσω.
Γύρισε πίσω. Γύρισε πίσω.


ΗΛΙΑΣ ΓΚΡΗΣ - ΤΟ ΕΡΠΕΤΟ ΠΟΥ ΞΥΠΝΑΕΙ
Θητεύσαμε παιδιά στη νύχτα με ένα σταφύλι θυμού ατρύγητο.
Τι αμόλυντη υπερηφάνεια είχαν τα λόγια μας φωτίζοντας το θαύμα
που θαύμα δεν έγινε.
Είναι από τότε που η μνήμη ερπετό ξυπνάει και τρώει απ’ τη θλίψη
Και ύστερα λουφάζει σε τάφο συλημένο,
γιατί πάντα θα ανθίζει η στοργή για τα ναυάγια
που επιστρέφουν παράδοξα
όπως σκιές του φονιά μέσα στα όνειρα.
Και είναι από τότε που βγάζουν στο σφυρί τα κουρέλια εκείνου του πάναγνου έρωτα. Του πάναγνου έρωτα.
Και όσοι τάχθηκαν πρώτοι, εξαργύρωσαν την κραυγή μας ερήμην.
Από κείνη τη νύχτα, ό,τι και να πω, φωνάζει σαν αίμα.
ΝΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
ΤΟ ΣΟΥΡΑΥΛΙ
Κατάκοπο από το κυνηγητό
αυτό το εικοσάχρονο κορίτσι
που πυροβολούσε συνθήματα
μες στη σκοτεινή φυλλωσιά
της διαδήλωσης
ακούει τώρα
ξαπλωμένο στο φοιτητικό ντιβάνι του
το αόρατο σουραύλι
να περνά παιγνιδίζοντας
πάνω απ’ την γαληνεμένη πόλη


ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ - Ο ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Ο λόγος έβγαινε απ’ το στήθος μου μ’ όλα τα αρώματα
των στοχασμών
και με τη θλίψη μιας γιορτής που έσβηνε τα μεσάνυχτα
θλίψη μιας ώρας με χιλιάδες άσπρα μάτια
που κρεμάστηκε στα κάγκελα της νύχτας
κι ο αρχάγγελος του ολέθρου να περνά
σ’ ‘όλες τις πόρτες
και να στέκεται στην κεντρική την πύλη
μ’ ένα στεν αμίλητος
εκεί που ασύλληπτη η ψυχή του χρόνου ανέβαινε
κι ακούστηκε η ανθρώπινη φωνή μιας τελευταίας πέρδικας
«Αγόρια
αγόρι μου
σ’ έφερε η μνήμη όπως ο αγέρας φέρνει το χνούδι απ’ τα κυπαρισσόμηλα
σας είδα μέσα απ’ τις βελόνες των κυπαρισσιών».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ
ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ
Εδώ παλαίψανε οι φοιτητές με το μεγάλο δράκο
Τα χρόνια πέρασαν κι οι πρώτοι τη βολέψανε.
άλλος στο βουλευτήριο,
άλλος στη δημαρχία,
άλλος κλειδούχος στο κοινό ταμείο
κι’ άλλος παρατρεχάμενος στου αρχηγού τη βίλλα.
Οι δεύτεροι παρέμειναν ανώνυμοι,
σαν τους λοιπούς οπλίτες,
της επταετίας αγωνιστές,
κορόιδα της μεταπολίτευσης
σαν τα σφαχτάρια κρέμονται
απ’ το τσιγκέλι των ιδανικών τους

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΝΟΣ - ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ ΑΠΟ ΜΟΛΥΒΙΑ
Χτύπησε αχάραγο το φεγγίτη του ύπνου μου
Και με κοίταξε λυπημένη από ψηλά
Τη γνώρισα απ’ το τριμμένο τζιν
και το βυσσινί ινδικό φουλάρι με τα κρόσσια
Η ομορφιά της πλισέ
καρφωμένη στα ανελέητα κάγκελα της πόρτας
«Ήθελα από μικρή να γίνω ποιήτρια»
μου είπες με παράπονο παιδιού
που δεν πρόλαβε ν’ αφομοιώσει το μάθημά του
«Εκείνο το βράδυ μπέρδεψα την ποίηση με την πραγματικότητα
νόμισα πως τα τανκς είναι πουλιά που μου φέρνουν λέξεις
πέρασα τους στρατιώτες για εραστές
που κρατούσαν ανθοδέσμες μολύβια
κι έτρεξα ν’ ανοίξω ανύποπτη την καγκελόπορτα».

ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΑΡΝΕΡΟΣ - ΑΕΡΟΣΤΕΓΩΣ
Τον έφεραν ματωμένο
πάνω σε φορείο.
Ο πρώτος γιατρός
κάτι μουρμούρισε.
Ο δεύτερος τράβηξε
δυο γραμμές
πάνω στο στήθος.
Ένας τρίτος
του έραψε το στόμα.
Αεροστεγώς


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ
Μετά τα τανκς η σιωπηλότερη σιωπή
Μάζεψαν τα καμένα οχήματα
Τις στάχτες
Έπλυναν το αίμα χαράματα χαράματα
Φυγάδευσαν τους νεκρούς
Την καγκελόπορτα τα τσακισμένα δέντρα
Τα παιδιά δεν γύρισαν σπίτια τους
Σκιές περιφέρονται γύρω στους τηλεφωνικούς θαλάμους
Από τζάμι σε τζάμι το πρόσωπο της σβησμένης φωτιάς
Βρήκαν τον έναν κρεμασμένον στο νοικιασμένο δωμάτιο
Τον άλλον στην κλειδωμένη ντουλάπα
Ο άλλος το μέτωπο στα γόνατά του σα να διάβαζε το τελευταίο βιβλίο


ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ - ΔΟΚΙΜΙΟ’ 73 –74
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα
ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο.
Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.
Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι
αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.
Μόνο το χέρι τους υψώνεται
και δείχνει τη μεριά που περπατάνε οι δολοφόνοι.
Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους.


…Ιδού λοιπόν πως επηρέασε η μια ποιητική πράξη την άλλη. Και, μην ξεχνάμε τα λόγια του Στέφαν Μαλλαρμέ:

«Ποίηση είναι η γλώσσα μιας κρίσιμης κατάστασης»…

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (Κώστας Μαρδάς)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου