Ο Γάλλος σχεδιαστής Ερβέ Νταρμεντόν μιλάει για τον Αστερίξ και τον Λούκι Λουκ
Tου Σπυρου Γιανναρα
Ο Γάλλος σεναριογράφος και σχεδιαστής κόμικ Ασντέ (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ερβέ Νταρμεντόν) επισκέφθηκε πρόσφατα τη χώρα μας, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη εμφάνιση του Αστερίξ του στο περιοδικό «Pilote» το 1959. Ο Ασντέ, ο οποίος από το 2001 συνεχίζει επιτυχημένα το έργο του Μορίς, δημιουργού του Λούκι Λουκ, μίλησε για τα δύο πασίγνωστα γαλλικά κόμικς, τα οποία έχουν πουλήσει εκατοντάδες εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ κατέθεσε τη δική του οπτική για την 7η τέχνη ως δημιουργός.
Ολα τα μεγάλα έργα έχουν ένα τέλος.
– Πιστεύετε ότι ο Αστερίξ κι ο Λούκι Λουκ πρόκειται να γεράσουν ή να πεθάνουν;
– Οι χάρτινοι ήρωες δεν γερνούν εξ ορισμού. Ακόμα κι όταν ορισμένοι δημιουργοί επιλέγουν αυτή τη λύση, όπως π.χ. ο Ζαν Ζιρό με τον «Μπλούμπερι», μια εξαιρετικά δημοφιλή σειρά στη Γαλλία. Από την άλλη πλευρά άνθρωποι όπως ο Μορίς και πρόσφατα ο Ουντερζό αποφάσισαν, λόγω και της οικουμενικότητας των ηρώων τους, να τους παραχωρήσουν στους αναγνώστες. Για αυτό και ανέθεσαν σε κάποιους σχεδιαστές να συνεχίσουν το έργο τους. Στη Γαλλία υπήρξαν πολύ επιτυχημένες συνέχειες όπως του «Μπλέικ και Μόρτιμερ» και του «Μπουλ και Μπιλ». Συνειδητοποιήσαμε λοιπόν ότι η έννοια της συνέχειας εξαρτάται από την παγκόσμια απήχηση και προφανώς από την οικονομική επιτυχία του κόμικ.
Μ’ αρέσει να υπενθυμίζω ότι οι πάντες γνωρίζουν τον Αστερίξ, αλλά όχι τον Ουντερζό. Οπως γνωρίζουν τον Λούκι Λουκ κι όχι τον Μορίς. Κανείς δεν αναγνώρισε ποτέ στον δρόμο τον Ουντερζό, τον Γκοσινί ή τον Μορίς. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι οι ήρωες των κόμικς δεν μπορούν να πεθάνουν. Νομίζω όμως ότι είναι θέμα προσωπικής στάσης.
– Πώς εξηγείτε την παγκόσμια επιτυχία του Αστερίξ, ενός τόσο τυπικού γαλλικού προϊόντος σε ένα αμερικανοκρατούμενο κόσμο τουλάχιστον όσον αφορά τα κόμικς;
– Πιστεύω ότι οι χαρακτήρες είναι οικουμενικοί. Εκεί οφείλεται η επιτυχία... Οσον αφορά τον Αστερίξ, πρόκειται για ένα χωριό αντιπροσωπευτικό κάθε χωριού. Οι κάτοικοί του τσακώνονται, ζηλεύουν ο ένας τον άλλο, αλλά ενώνονται μεταξύ τους όταν έχουν να αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημα. Το είδαμε στους σεισμούς της Ιταλίας ή στις πυρκαγιές της Ελλάδας. Τα χωριά ενώθηκαν προσωρινά και μετά ξανάρχισαν τους τσακωμούς και τις έχθρες. Αλλά είμαστε όλοι ίδιοι. Μας αρέσει η διασκέδαση. Είναι παγκόσμιο. Ο Λούκι Λουκ είναι λιγότερο της διασκέδασης και περισσότερο ο τύπος του χολιγουντιανού ήρωα, αλλά διαθέτει κι εκείνος οικουμενικές αξίες. Το κουράγιο, την αφοσίωση, την εντιμότητα... Αυτά τα στοιχεία καθιστούν αξιαγάπητους τους ήρωες και οι άνθρωποι αναγνωρίζουν σε αυτούς τον εαυτό τους. Για τον Λούκι Λουκ αυτό σχετίζεται περισσότερο με την περιπέτεια. Πρόκειται για τον μύθο του Φαρ Ουέστ που είναι ακόμα ζωντανός. Ο Αστερίξ λειτουργεί περισσότερο ως καθρέφτης. Κι όταν δεν τους αρέσει αυτό που αντικρίζουν, λένε πάντα δεν είμαι εγώ, αλλά μοιάζει με τον γείτονά μου.
– Το να συνεχίζει κανείς να δίνει ζωή σε ήρωες όπως ο Αστερίξ κι ο Λούκι Λουκ πρέπει να αποτελεί μεγάλη πρόκληση. Το να μπορεί να αντιγράφει άπταιστα τον ήρωά είναι αρκετό;
– Οχι, δεν πρόκειται απλώς για μια δουλειά αντιγραφέα. Συγκρίνω συχνά τη δουλειά μου με εκείνη του δρομέα. Παίρνω τη σκυτάλη και ζωγραφίζω τον Λούκι Λουκ για κάποια χρόνια και ελπίζω ότι τη μέρα που δεν θα μπορώ να συνεχίσω θα αναλάβει κάποιος άλλος. Κι αυτό είναι κάτι καλό, γιατί ο ήρωας ανήκει περισσότερο στον αναγνώστη και λιγότερο στον δημιουργό. Σε ξεπερνάει. Ο πραγματικός πατέρας παραμένει βέβαια πάντα ο Μορίς.
Επιστροφή
Εικονογραφικά επέστρεψα στην περίοδο μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του ’50 και τις αρχές του ’70, η οποία με αγγίζει οπωσδήποτε περισσότερο, διότι τότε ήταν που τον διάβαζα. Κι από την άλλη είναι αλήθεια πως όταν εξετάζουμε συνολικά το έργο του Μορίς είναι η περίοδος που το σχέδιό του έχει φτάσει στο απόγειό του. Ενα σχέδιο πραγματικά εξαιρετικής ποιότητας.
Σε κάθε άλμπουμ προσθέτουμε ένα μικρό λιθαράκι, το οποίο προσδίδει όγκο και υπόσταση στον ήρωα. Αυτό θέλω να κάνω. Διαφορετικά πέφτουμε στη λούμπα του «Σπιρού και Φαντάζιο», όπου εδώ και μια δεκαετία θέλουν να αλλάξουν τα πάντα μονομιάς, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να μην αναγνωρίζει τίποτα. Χάνει την αίσθηση του οικείου.
Σε ό,τι με αφορά τον εξελίσσω εικονογραφικά σιγά σιγά γιατί το σχέδιό μου αλλάζει. Κάνω όπως έκανε κι ο Μορίς: σε κάθε άλμπουμ προσθέτουμε κάτι, αφαιρούμε κάτι. Η ουσία όμως του ήρωα μένει ανέγγιχτη. Το ίδιο ισχύει και στον Αστερίξ.
– Εχετε την αίσθηση ότι αφήνετε το δικό σας ίχνος;
– Πάντα συνεισφέρουμε κάτι. Οταν ζωγραφίζουμε ή όταν διηγούμαστε την περιπέτεια ενός ήρωα, προσθέτουμε πάντα κάτι δικό μας. Κάτι που είδαμε ή κάτι προσωπικό: ένα αντικείμενο, μια κατάσταση, μια εικόνα. Σε όλα μου τα κόμικς θα βρείτε αντικείμενα που έχω σπίτι μου.
– Φοβάστε πως ενώ μέχρι τώρα σας διέκρινε μια ποικιλία στο έργο σας κινδυνεύετε να «εγκλωβιστείτε» στον Λούκι Λουκ;
– Είναι αλήθεια ότι ζωγραφίζοντας τον Λούκι Λουκ επέστρεψα στο αρχικό μου σχέδιο, γιατί έτσι είχα ξεκινήσει να σχεδιάζω. Οι έκδοτες μου έλεγαν τότε μόνο ένας Μορίς υπάρχει, η δουλειά σας δεν μας ενδιαφέρει. Και δεδομένου ότι δεν έφτιαχνα καουμπόικες ιστορίες το σχέδιό μου ξένιζε πολύ. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι ο Μορίς δεν έφτιαξε «σχολή». Υπάρχει μόνο ο Μορίς. Το σχέδιό του είναι ένα μείγμα ρεαλιστικού και αμερικανικού σχεδίου. Και σ’ αυτό προσθέτετε ένα ίχνος τεχνοτροπίας Γουόλτ Ντίσνεϊ, π.χ. στα μάτια. Τα μάτια των ηρώων του Μορίς είναι τυπικά των ηρώων του Ντίσνεϊ της δεκαετίας του ’40: δυο γραμμές. Αντιθέτως το πιο γελοιογραφικό στυλ, της καρικατούρας έφτιαξε «σχολή». Η σχολή του Μαρσινέλ, την οποία αναγνωρίζει κανείς στον Ουντερζό, στον Φρανκέν κ.ά. Εγώ επέστρεψα στο σχέδιο που έκανα παλιά, αν και μια εποχή πλησίασα την καρικατούρα, αλλά εξακολουθώ και χαίρομαι να «ζωγραφίζω» πρόσωπα.
Σαν ορειβασία
Οταν τελείωσα το πρώτο μου άλμπουμ του Λούκι Λουκ, το οποίο επιπλέον σημείωσε μεγάλη επιτυχία, ένιωσα σαν τον ορειβάτη που φτάνει στην κορυφή του βουνού. «Και μετά τι κάνουμε», αναρωτήθηκα. Επρεπε όμως να θέσω νέους στόχους. Ο πρώτος ήταν το επόμενο άλμπουμ να είναι εφάμιλλο του πρώτου. Το δυσκολότερο ήταν ξεπεράσω τον φόβο ότι μετά την εκπλήρωση του μεγαλύτερου πόθου μου δεν θα έχω όρεξη για τίποτα.
Δεν κάνω copy paste στο Photoshop. Oταν μου ζητάνε μια σκηνή, μπορώ να την κάνω. Μπορεί να μου πάρει καιρό αν είναι περίπλοκη, όμως την κάνω. Σχεδίασα σκηνές που δεν είχαν ξαναγίνει. Μετέφερα στο χαρτί αμιγώς κινηματογραφικές εικόνες. Προσπαθώ να μπω στη θέση του Μορίς, ο οποίος «έκανε» πολύ σινεμά. Ο τρόπος που κάνω το ντεκουπάζ είναι πολύ κινηματογραφικός και προσωπικός. Ακόμα και εικονογραφικά υπάρχουν πράγματα που δεν έχουν ξαναγίνει, όπως π.χ. η άμαξα. Οταν κάνω κάτι που είναι σχεδόν σαν επανάληψη κάποιας σκηνής του Μορίς βάζω την Ντόλι να λέει: έχω την εντύπωση ότι αυτό το έχω ξαναζήσει. Δεν μπορώ να αλλάξω τη σκηνή γιατί είναι μια σκηνή που έχει ήδη γίνει. Στο κάτω κάτω πρόκειται για το έργο ανθρώπων που δούλεψαν 60 χρόνια πάνω σ’ αυτό.
Η επιλογή του σχεδιαστή
– Πώς έγινε η επιλογή των νέων σχεδιαστών του Λούκι Λουκ;
— Τυχαία. Πριν από δέκα χρόνια συμμετείχα μαζί με άλλους σχεδιαστές σε ένα άλμπουμ φόρο τιμής στον Μορίς: έφτιαξα τέσσερις σελίδες Λούκι Λουκ. Ηταν το όνειρο που είχα από μικρός, έλεγα: θα γίνω σχεδιαστής του Λούκι Λουκ. Κάτι τελείως τρελό στην ηλικία των έξι ετών. Ο Μορίς επεσήμανε τις σελίδες μου. Ηταν εξαιρετική τιμή γιατί ο Μορίς δεν έκανε καθόλου κομπλιμέντα. Τέσσερα χρόνια αργότερα δέχθηκα ένα τηλεφώνημα όπου μου ζήτησαν να δουλέψω πάνω στον Ρανταπλάν, τον σκύλο. Σε κόμικ στριπ, κατά τον αμερικανικό τρόπο, φτιάχνοντας μικρά αυτοτελή γκαγκ τριών, τεσσάρων δηλαδή εικόνων το πολύ που διηγούνται μια ιστορία.
Την εποχή που τα δούλευα με προοπτική την έκδοση ενός πρώτου άλμπουμ ο Μόρις έχασε τη ζωή του σε δυστύχημα. Οπότε σταμάτησα τα πάντα. Θυμάμαι ότι σχεδίαζα έναν Ρανταπλάν όταν άκουσα στο ραδιόφωνο ότι πέθανε κι έμεινα με το χέρι μετέωρο πάνω από το χαρτί. Εξι μήνες αργότερα μου τηλεφώνησαν για να μου πουν ότι ο Μορίς είχε δηλώσει πως ήθελε να συνεχιστεί το έργο του. Οπότε μου ζήτησαν να κάνω ένα δοκιμαστικό. Το έκανα. Πέρασαν όμως οι μήνες κι έπαψα να το πιστεύω. Και μια μέρα δέχομαι ένα άλλο τηλεφώνημα και μου λένε ότι θα είσαι ο νέος σχεδιαστής του Λούκι Λουκ. Ετσι έγινε. Χρειάστηκα βέβαια πολύ χρόνο για να το συνειδητοποιήσω. Στην αρχή, το πρωί όταν έφτανα στο ατελιέ, όπου για ένα εξάμηνο ξαναδούλευα τα σχέδια του Μορίς, δεν μπορούσα πιστέψω ότι ήμουν εγώ που το έκανα. Επρεπε να φτάσω στη μέση του «Οι Ντάλτον στην κρεμάλα» για να αρχίσω να παραδέχομαι ότι ήμουν ο νέος σχεδιαστής του Λούκι Λουκ. Είχα φοβερούς ενδοιασμούς που σε έναν βαθμό παραμένουν μέχρι σήμερα.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου