Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Εάν κάποιος χρήστης της Νεοελληνικής, φυλλομετρώντας το ογκώδες Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του καθηγητή Μπαμπινιώτη, φτάσει στη σελίδα 497, θα συναντήσει το λήμμα «διαπραγματεύομαι». Πολύ ορθά το εν λόγω λεξικό διακρίνει τη σημασιολογική διαφορά του απλού ρήματος «πραγματεύομαι» και του σύνθετου «διαπραγματεύομαι».
Αντιγράφω: «Οι δύο λέξεις έχουν διαφορετική σημασία. Η χρήση του διαπραγματεύομαιαντί του πραγματεύομαι είναι λανθασμένη. Συγκεκριμένα, πραγματεύομαι (με αιτιατική ή περί + γεν.) σημαίνει εξετάζω λεπτομερώς, αναλύω διεξοδικά (π.χ. “Στη διδακτορική διατριβή του πραγματεύεται το θέμα των ελληνοτουρκικών διαφορών”). Αντιθέτως, τοδιαπραγματεύομαι (+ αιτ.) σημαίνει διεξάγω συνομιλίες για τη διεκπεραίωση ενός θέματος, συζητώ για την επίλυση ενός προβλήματος (“Οι δύο εταιρείες διαπραγματεύονται με το Δημόσιο την ανάληψη μεγάλων κατασκευαστικών έργων σε συνεργασία με ξένες εταιρείες”). Είναι λάθος να πούμε: “Στο βιβλίο του διαπραγματεύεται το θέμα των θεσμών της δημοκρατίας”….». Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για τα ουσιαστικά: πραγμάτευση – διαπραγμάτευση.
Πολύ ορθά όλα αυτά και οφείλουμε να τα γνωρίζουμε ή τουλάχιστον να τα μαθαίνουμε, ώστε με τις λέξεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας να αποτυπώνουμε με τη μέγιστη ακρίβεια τις σκέψεις και τις προθέσεις μας. Βεβαίως, αυτοί που οφείλουν να γνωρίζουν τη λεπτή – αλλά ουσιώδη - σημασιολογική διαφορά του ανωτέρου ζεύγους λέξεων είναι οι εκπαιδευτικοί, ως δημόσιοι χειριστές του λόγου αλλά και ως παιδαγωγοί.
Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, η άγνοια της γλώσσας λειτουργεί αποπροσανατολιστικά και διαστρεβλωτικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια ενός παιδαγωγικού «εξισωτισμού» οι αποστάσεις και οι ρόλοι μέσα στη σχολική κοινότητα ολοένα και συγχέονται. Έτσι, βλέπουμε συναδέλφους να ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΝΤΑΙ με ομάδες μαθητών για τις καταλήψεις, για τις εκδρομές, για τις ποινές, για τα κτηριακά προβλήματα. Και μάλιστα, οι ίδιοι καμαρώνουν γι’ αυτό, γιατί λένε πως τάχα είναι «κοντά» στα παιδιά και στα προβλήματά τους. Δυστυχώς, δεν καταλαβαίνουμε πως οι διαπραγματεύσεις γίνονται - κυρίως για οικονομικά θέματα – μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, μεταξύ επιχειρήσεων ή ακόμη και μεταξύ του κύριου Κόκκαλη και ενός προπονητη ή παίκτη. Ποτέ όμως ο δάσκαλος δεν ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΕΤΑΙ με το μαθητή για κανένα θέμα. Η διαπραγμάτευση υπονοεί μια συνεννόηση για αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, ώστε να εξευρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση.
Ο εκπαιδευτικός, ως παιδαγωγός και διανοούμενος, μονάχα ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΕΤΑΙ τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου και επιχειρεί να γίνει ο ίδιος γέφυρα, ώστε να περάσουν οι μαθητές του από τη «α-πορία» στη γνώση.
Τις δύο τελευταίες ημέρες (24 και 25/11) είδαν το φως της δημοσιότητας τα αποτελέσματα μιας έγκυρης και αξιόπιστης έρευνας για το σχολείο.
Η έρευνα της ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ ανέδειξε μείζονα προβλήματα. Σταχυολογώ: «Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι αναποτελεσματικό επειδή αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της κοινωνίας και αδύναμο επειδή δεν διαθέτει μηχανισμό να εντοπίζει τις εκάστοτε αδυναμίες… Το εκπαιδευτικό σύστημα έχει αναπτυχθεί με βασικές κατευθυντήριες γραμμές και δεν ακολουθεί συγκεκριμένες και δομημένες σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού επιλογές που να αναγνωρίζουν οριζόντιες και κατακόρυφες συνιστώσες (συστημική προσέγγιση). Όμως οι βασικές αυτές γραμμές απομονώνουν τις βαθμίδες και τα μεγέθη και αδυνατούν να τα συνδυάσουν προκειμένου να προσεγγίσουν το στόχο. Ο στρατηγικός σχεδιασμός και η πλατιά κοινωνική συναίνεση που θα τον στηρίξει είναι ακόμα ζητούμενα. Η πολύχρονη ανάγκη για διαχείριση του συστήματος έχει προ πολλού αντικαταστήσει την όποια στρατηγική (ως πρόθεση) από μια αναδυόμενη στρατηγική (μέσα από τη διαχείριση του συστήματος) η οποία καταδικάζει εκ των προτέρων την όποια προσπάθεια αλλαγής».
Και παρακάτω: «Σύμφωνα με την έρευνα οι μαθητές στα ιδιωτικά Γυμνάσια, Λύκεια και ΤΕΕ αποδίδουν πολύ καλύτερα από τους συμμαθητές τους στα δημόσια σχολεία Ειδικά στο Λύκειο, όπου λόγω των Πανελληνίων Εξετάσεων δεν είναι εύκολο να αποδώσει κανείς τη διαφορά σε υποκειμενική βαθμολόγηση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, βλέπουμε ότι «καλά» και «άριστα» αποδίδει το 56,5% των μαθητών στα ιδιωτικά σχολεία, ενώ στα δημόσια μόλις ένας στους τρεις (33,3%)... Επιπλέον, από την έρευνα προκύπτουν μεγάλες γεωγραφικές ανισότητες στην εκπαίδευση μεταξύ των διαφόρων περιοχών της χώρας, όπου σε άλλες υπάρχει μεγάλη μαθητική διαρροή και υψηλή αποτυχία στις εισαγωγικές και σε άλλες εμφανίζονται μεγαλύτερες ιδιωτικές επενδύσεις στην εκπαίδευση».
Μήπως κανείς έχει τώρα την οποιαδήποτε αμφιβολία για την καταχρηστική αλλά εσφαλμένη χρήση των ρημάτων «πραγματεύομαι – διαπραγματεύομαι»; Ο ρόλος μας είναι η διαρκής πραγμάτευση των εκπαιδευτικών θεμάτων και η επιτέλεση του έργου μας ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Ο διαπραγματευτικός λαϊκισμός είναι μέθοδος πολιτικάντικη και όχι παιδαγωγική.
Για όσο διάστημα, ωστόσο, η εκπαιδευτική κοινότητα θα αντιμετωπίζει τα παιδιά σαν συνδικαλιστές και εργαζομένους, τα προβλήματα του δημόσιου σχολείου θα οξύνονται. Ο δάσκαλος εμπνέει, πείθει, καθοδηγεί, πραγματεύεται το γνωστικό του αντικείμενο. Ο Δημήτρης Γληνός είχε πει: “non scola et scolae sed vita et vide discimus” (δε διδασκόμαστε με το σχολείο για το σχολείο παρά με τη ζωή για τη ζωή). Και αυτή τη διδασκαλία δεν τη διαπραγματευόμαστε…
Καιρός, λοιπόν, να ξεφυλλίσουμε το λεξικό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου