21/11/09

Η υπέρβαση της μικρόχαρης ζωής

Η οικονομική διαστρωμάτωση στην Πάτμο, η πολιτισμική κίνηση και η έξοδος των κατοίκων της σε Αδριατική και Μεσόγειο

Του Σπ. Ι. Ασδραχα*

Εκείνοι οι «οικοκυροί» της Πάτμου, για τους οποίους μιλούσαμε στο προηγούμενο σημείωμα, ανήκουν σε μια δίσημη πληθυσμική κατηγορία: αν στο φοροτεχνικό επίπεδο δηλώνουν απλώς τους εγγάμους, στο κοινωνικο-οικονομικό δηλώνουν παράλληλα και τους εύπορους, αυτούς που στο τρέχον γλωσσάρι φέρονται ως «νοικοκυραίοι» – με άλλα λόγια «μικρομεσαίοι» και «πλούσιοι». Οι πλούσιοι συμβαίνει, όχι βέβαια μόνο στη Πάτμο, να φέρονται ως «άρχοντες» ή «άρχοι» – η τελευταία λέξη έχει γίνει και οικογενειακό επίθετο. Είδαμε, ως προς την έγγεια κτήση, την κλιμάκωση της οικονομικής διαφοροποίησης στο νησί του Οσίου Χριστοδούλου ή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, της Αποκάλυψης. Αν, αντί για τη κυριότητα στη γη, αναφερόμαστε στην εισοδηματική κατάσταση, όπως την εκφράζει το ύψος «της τάνσας», θα καταλήγαμε σε μιαν ισοδύναμη οικονομική διαστρωμάτωση• το ίδιο θα προέκυπτε αν ως βάση παίρναμε τον κεφαλικό φόρο, το χαράτσι (ή «τζιζιγιέ», όπως φέρεται στην επίσημη ορολογία). Δεν θα ήθελα να ξαναναρκώσω και σήμερα τον αναγνώστη με απόλυτους και σχετικούς αριθμούς, αλλά να κορφολογήσω κάτι από τα σήματα του πλούτου.
Πρίν απ’ αυτό, ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω ότι οι Πάτμιοι (οι «Πατινιώτες», όπως τους έλεγαν) από τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν επανεξοικίζεται το νησί τους από τον Οσιο Χριστόδουλο, δεν είναι αποκλειστικά «εμπεπηγμένοι τη βόλω», δηλαδή καλλιεργητές, όπως ήταν και εκείνοι του μικρασιατικού εξαρτήματος του μοναστηρίου, αλλά ήταν συγχρόνως και ταξιδευτές με τα δικά τους πλεούμενα, αρχικώς τα «σανδάλια» • ότι με την πάροδο του χρόνου έγιναν μετανάστες, από τη Μινόρκα και τα ιταλικά λιμάνια ώς την Ολλανδία και ότι οι μετανάστες αυτοί ήταν κυρίως μετανάστες εμπορικοί• ότι εμπορεύονται με τα δύο κομμάτια της Μεσογείου κι ακόμη ότι θεωρούν οικονομικό κέντρο τη Δύση, την Αδριατική – γι’ αυτό και αποκαλούν «μέσα ταξίδι» τους πλόες τους προς τα λιμάνια της Αδριατικής, πρωτίστως τη Βενετία. Μετέχουν στο μετρικό και νομισματικό σύστημα της Ανατολής – μετρούν σε «καφίδια» που τα βρίσκουμε στο Ιράκ, και με «μαϊδία» και όχι με «παράδες» (υιοθετούν συνεπώς το αιγυπτιακό νομισματικό σύστημα) • παρουσιάζουν, επίσης, αξιοσημείωτες πολιτισμικές (θρησκευτικές) ωσμώσεις, υπαγορευόμενες μάλλον από λόγους συγκυριακούς.

Tο εμπόριο
Με δυο λόγια, είναι ένα νησί της Ανατολής που «εκπολιτίζεται» από τη Δύση (θα μιλούσαμε μια αρμονική, όχι αποδιαρθρωτική acculturation ή για transculturation, για να εκφραστούμε στα φραγκοχιώτικα. Transculturation: τι μεταδίδει σ’ αυτό που σημαίνει η λέξη, δηλαδή την αμφίδρομη πολιτισμική κίνηση; Εξυπακούεται, προϊόντα που όλα τους δεν είναι μεταποιήσιμα, ανάμεσά τους γεύσεις και θερμίδες, αλλά και έτοιμα ενδύματα για τους φτωχούς. Οχι μόνο την εμμονή στους τόπους υποδοχής στα πάτριά του: αμφίδρομη, λοιπόν, πολιτισμική κίνηση και στο εσωτερικό ενός πολιτισμικού συνόλου. Δεν επεκτείνομαι σ’ αυτό το «κεφάλαιο» που το έχει οριοθετήσει ο Φίλιππος Ηλιού γράφοντας για τον Κοραή του Αμστερνταμ ή τον Πάτμιο Σταμάτη Πέτρου.
Δεν διαθέτουμε επακριβή στοιχεία, ώστε να καθορίσουμε το δημογραφικό βάρος των ανθρώπων του εμπορίου και της θάλασσας. Ωστόσο, μια απογραφή της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα είναι αποκαλυπτική. Το ψυχομέτρι (χωρίς τους μοναχούς) έδωσε 2.815 άτομα: ο ενεργός αρσενικός πληθυσμός, 644. Απ’ αυτόν, οι έμποροι και οι θαλασσινοί αντιπροσωπεύουν το 56,7% (οι ναύτες το 37% περίπου) οι γεωργοί το 10,5%, ενώ οι «κτηματίες», μόλις οχτώ, το 1,2%. Προφανώς, οι τελευταίοι είναι όσοι διαθέτουν σχετικώς αξιόλογη έγγεια κτήση. Ο διακινούμενος και συγχρόνως εδραίος πληθυσμός φέρνει τον πλούτο, χωρίς, όπως έχουμε υπομνήσει, ο πλούτος αυτός να έχει ως αξιοσημείωτο έδρασμα το εγχώριο προϊόν.
Ας επιμείνουμε λίγο στα στοιχειώδη δημογραφικά. Στις 2.815 ψυχές, το μερίδιο των γυναικών ανέρχεται στο 54%, οχτώ εκατοστιαίες μονάδες πάνω από τον αρσενικό πληθυσμό (46%). Ηδη από παλιά οι παρατηρητές είχαν επισημάνει την υπεροχή του γυναικείου πληθυσμού. Το ποσοστό του εξαρτημένου πληθυσμού (όπου είναι επόμενο να κυριαρχεί η βαθμίδα της παιδικής ηλικίας) είναι επίσης υψηλό, περίπου το 50%. Το υψηλό ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού υποδεικνύει το αντίστοιχο των χηρών (κατά τα έτη 1671, 1677, 1681): κατά μέσον όρο 25,5% έναντι 14,4% των αγάμων. Τα ποσοστά δεν μεταβάλλονται αν συνυπολογισθεί και ο αριθμός των μοναχών. Γιατί αυτή η γυναικεία υπεροχή που, μετριότερα, παρουσιάζεται και αλλού; Καθώς λείπουν τα στοιχεία για τον έλεγχο της γεννησιμότητας κατά φύλο, απομένουν δύο εύλογες υποθέσεις: ανδρική μετανάστευση και οι κίνδυνοι της θάλασσας• το ποσοστό των χηρών οφείλεται, ίσως, περισσότερο σ’ αυτούς τους κινδύνους παρά στη διαφορά της γαμήλιας ηλικίας των δύο φύλων. Ή και στις δυο αιτίες.
O πλούτος
Αυτός ο μικρόκοσμος είχε συνείδηση της σύνθεσης του πλούτου του, της πηγής του, δηλαδή της ναυτεμπορικής διακίνησης και μάλιστα τον περιοδολογεί.
Ενα χρονικό του 1751 (που αναπαράγει προφανώς προγενέστερα) εξιστορεί τον όλεθρο της Πάτμου: οφείλεται στον βενετοτουρκικό πόλεμο που κατέληξε (1669) με την κατάληψη της Κρήτης: ο πόλεμος αυτός τους έκοψε το «νεγότζιο» με τη Βενετία και την Κρήτη, που αυτό ήταν η ζωή του νησιού• επιπροσθέτως, διπλή φορολογία, στους Βενετούς (επαχθέστερη) και στους Τούρκους• λεηλασίες, σκλαβιές και εξαγορές των κατοίκων, άνοδος της τιμής των σιτηρών (ο κόσμος τρεφόταν με ρύζι), αχρηματία (έλειπαν τα «άσπρα») υπήρχε, ωστόσο ο αποκτημένος πλούτος και μ’ αυτόν αντεπεξήλθαν. Τι ήταν, κατά το χρονικό, αυτός ο πλούτος; Χρυσάφι, ασήμι, μαργαριτάρι – τον κουβαλούσαν με τα σακιά στις γαλέρες. Αυτόν τον πλούτο (ό, τι απέμεινε) τον σκόρπισαν στην Αίγυπτο, στη Ρόδο, στην Κω, στη Χίο, στη Θεσσαλονίκη, για να αποκτήσουν τα προς το ζην. Τον ανέκτησαν τον επόμενο αιώνα με τους ίδιους τρόπους, με το νεγότζιο, ανάμεσα στα δυο τμήματα της Μεσογείου με προεξάρχουσα την Αδριατική – όχι μόνο τη Βενετία, αλλά και τα άλλα λιμάνια.
Αυτός ο πλούτος, τα χρυσάφια (πολλά «φάλτσα»), τα ασήμια, τα μαργαριτάρια και μάλιστα τα υφάσματα ήταν διαδεδομένος σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ανισομερώς, βέβαια. Διεδραμάτιζε οικονομικούς και κοινωνικούς ρόλους: διατήρηση των αξιών ανταλλαγής, σύμβολο του κοινωνικού κύρους, αλλά και καταφύγιο σε ώρα ανάγκης (γινόταν ενέχυρο προς ιδιώτες και προς τις κοινοτικές αρχές έναντι της αποπληρωμής της φορολογικής υποχρέωσης• ενέχυρα αλλιώς αμανέτια ή «ταμάχια».
Αν απαριθμούσαμε τα είδη που συνθέτουν αυτόν τον πλούτο, έναν πλούτο κατ’ εξοχήν οικιακό, ο κατάλογος θα ήταν μακρύς: πρόκειται για τη σκευή του σπιτιού, για την ένδυση και τον στολισμό του σώματος. Πόσες ήταν οι ευκαιρίες για την τελευταία χρήση που αφορούσε κυρίως τις γυναίκες; Πόσες ήταν οι ευκαιρίες για τη «σωματοποίηση» του επιδεικτικού μοντέλου; Αν τα στολίδια (βραχιόλια, δαχτυλίδια, «λαιμοί» – δηλαδή χρυσά και ασημένια κολιέ, αν τα μαργαριτάρια και τα όσα μύρια μπορούσαν να φορεθούν, δεν εντάσσονταν στην καθημερινή αλλά πρωτίστως στην τελετουργική επιδεικτικότητα, αποτελούσαν ένα κεφάλαιο που καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την προίκα που μεταδιδόταν από θηλυκό σε θηλυκό και μπορούσε επίσης να γίνεται χαρά των ματιών, όταν τα αναμετρούσαν ή τα σκέφτονταν οι γυναικείοι συντελεστές της καλοπορευόμενης κοινωνίας.
Η οικιακή σκευή, από τον «απομπατόρο» (το διαχωρισμένο χώρο του κρεβατιού) με τις κεντητές κουρτίνες του – τις «πρεσβερόπορτες») ώς τα φωτιστικά και τα διάφορα δοχεία και πιατικά, απορροφούσε (στο μέτρο όπου μπορούμε να υπολογίσουμε) σημαντικό τμήμα των χρηματικών διαθεσιμοτήτων της οικογένειας. Κι αυτά τα πλούτη δεν ήταν μόνο κληροδοτημένα, αλλά αποκτήματα των «οικοκυρών». Μεγάλο τους τμήμα πήγαινε, μαζί με τα μητρικά αγαθά, στις θυγατέρες• οι πλουσιότερες θα δίνονταν σε πλούσιους συζύγους.
Τούτο δεν είναι χωρίς σημασία: αν οι Πάτμιοι το 1767 διατείνονται ότι οι θυγατέρες προικίζονται από τα μητρικά αγαθά και δεν προικοδοτούν (προφανώς με χρήματα – «τράχωμα» – τον γαμπρό, η πρακτική τους διαψεύδει: χωρίς την πατρική συμβολή στην προίκα των θηλυκών, η κοινωνική διαφοροποίηση θα είχε ανακοπεί και, σε μια κοινωνία που συνδύαζε την οριζόντια με την κάθετη κινητικότητα, η διαφοροποίηση αυτή θα επαφιόταν μόνο στο οικογενειακό όνομα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν οι φεουδαλικού τύπου σχέσεις που θα μπορούσαν να το στηρίξουν, όπως, λόγου χάρη, συνέβαινε στη Νάξο.
Eξαγωγές
Αυτόν το μέτριο, συγκριτικά, πλούτο τον έφερναν οι διακινούμενοι έμποροι, οι άνθρωποι της θάλασσας. Στη σύνθεσή του αναλογεί στην αντίστοιχη του βενετικού εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο κατά τον φθίνοντα 18ο αιώνα, γιατί η μήτρα του ήταν η βενετσιάνικη βιοτεχνική παραγωγή με τις τοπικές εξακτινώσεις της βέβαια. Για να τον αποκτήσουν, δεν περίμεναν να τους τον φέρουν, αλλά πήγαιναν οι ίδιοι στις πηγές του, μεταφέροντας τα προϊόντα της Ανατολής: νήματα, μαλλιά και βαμβάκια, σφουγγάρια, ακόμη και χαλκώματα και τα λιγοστά προϊόντα της οικοτεχνίας τους, τις πατινιώτικες «κάλτσες». Δεν μετείχαν στο σύνολο (τουλάχιστον όσο ξέρω) των εξαγόμενων προϊόντων της Ανατολής, τα δημητριακά, λόγου χάρη, και το λάδι ή τη σταφίδα. Κοντά στα σύμβολα του πλούτου, έφερναν εργαλεία. Με ένα λόγο γίνονταν αγωγοί ευρύτερων ωσμώσεων, τελικώς πολιτισμικών. Δίπλα στ’ αγκίστρια, τα δίχτυα, τα τακούνια για γόβες, τέλια του ταμπουρά και τόσα άλλα, έφερναν και βιβλία – όχι μόνο εκκλησιαστικά. Δίπλα στις εικόνες έφερναν και στάμπες ή ζωγραφιές με κοσμικά θέματα. Δεν ήταν, εξυπακούεται, οι μόνοι.
Αλλά οι Πάτμιοι (και όχι μόνον αυτοί) είχαν διασπαρεί στη Μεσόγειο και πέρα απ’ αυτήν. Η διασπορά αυτή διαφοροποίησε και τα «γούστα», ενοφθαλμίζοντας σ’ αυτά αντικείμενα που υπερέβαιναν ή κυριολεκτικότερα συμπλήρωναν την πολιτισμική ώσμωση που είχε ως κύρια κοιτίδα την Αδριατική: και πάλι όμως μέσα στο πλαίσιο του αρμονικού «εκπολιτισμού». Αλλά για το ζήτημα αυτό θα κορφολογήσουμε ένα ατομικό παράδειγμα στο επόμενο σημείωμα.
*Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.
Πηγή: Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου