6/11/09

Ο φανατισμός οδηγεί σε ολοκληρωτισμό

Λέει ο σκηνοθέτης Μίκαελ Χάνεκε που τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες για την ταινία του «Λευκή κορδέλα»

«Δεν έχω να περάσω κανένα μήνυμα, δεν είναι αυτός ο σκοπός μου», ήταν η αυτόματη αμυντική απάντηση του Μίκαελ Χάνεκε στη συνομιλία μας στις Κάννες, δύο ημέρες πριν τιμηθεί με τον Χρυσό Φοίνικα της 62ης διοργάνωσης για τη «Λευκή κορδέλα», που ήδη προβάλλεται και στις ελληνικές αίθουσες. Η ταινία, που διαδραματίζεται σε ένα γερμανικό χωριό λίγο πριν από το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δείχνει ένα τυπικό παράδειγμα κινηματογραφικού έργου που προσπαθεί να περάσει ένα μήνυμα, έστω ένα σχόλιο, για τις ρίζες των ολοκληρωτικών ιδεολογιών και την ευκολία με την οποία βρίσκουν γόνιμο έδαφος σε κοινωνίες, όπου ευδοκιμούν, η μικρότητα, η κακία, η καχυποψία, η μοχθηρία. Με λίγα λόγια, σε όλες.
Το «μήνυμα» που αρνείται ο Χάνεκε ότι θέλει να περάσει, είναι ότι μέσα στην κοινωνία πάντα υπάρχουν οι δυναμικές εκείνες που ευνοούν την ανάπτυξη τέτοιων φαινομένων, ακραίων ιδεολογιών, είτε από τα δεξιά είτε από αριστερά, είτε στην πολιτική είτε στη θρησκεία. Αυτές οι ακραίες ιδεολογίες είναι που κατέστρεψαν την Ευρώπη στον Α΄ Παγκόσμιο, την ισοπέδωσαν στον Β΄ Παγκόσμιο, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα με τις τρομοκρατικές επιθέσεις που ντύνονται ένα θρησκευτικό / ιδεολογικό ένδυμα.

Είναι άραγε δυνατό κάθε κοινωνία να παράξει τέτοιες ολοκληρωτικές ιδεολογίες, ρωτήσαμε τον Μίκαελ Χάνεκε. «Πιστεύω ότι οι ρίζες του ολοκληρωτισμού μπορούν να βρίσκονται παντού. Αυτός είναι ο κίνδυνος που υπάρχει όταν παίρνεις μια ιδεολογία και επιχειρείς να τη μετατρέψεις σε απόλυτη αξία, την ντύνεις με φανατισμό. Είναι κάτι που παρατηρείται, για παράδειγμα, στον προτεσταντισμό, αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη ιδεολογία, σε κάθε άλλο ιδεολογικό σύστημα. Ολοι μας ζούμε σε κοινωνικά συστήματα όπου επικρατεί μια ιδεολογία, μια θρησκεία και αυτή η ιδεολογία και η θρησκεία έχουν κανόνες. Ομως είμαστε κανονικοί άνθρωποι, ζούμε και στην καθημερινή μας ζωή σπάμε αυτούς τους κανόνες. Αν δεν το κάναμε θα ήμασταν θεοί. Δεν είμαστε… Η διαστροφή δεν είναι να σπάει κανείς τους κανόνες. Κανείς μας δεν είναι τέλειος. Η διαστροφή είναι να προσπαθεί κάποιος να επιβάλει τους κανόνες, να κάνει την ιδέα ιδεολογία και να θεωρεί ότι μπορεί να τιμωρεί».
Παγερή ματιά
Γνωστός για τη χαρακτηριστική αποστασιοποιημένη κινηματογράφηση και το ψυχρό, σχεδόν παγερό στυλ αφήγησης, ο Χάνεκε ασχολείται συστηματικά με αυτή την πλευρά της ανθρώπινης ταυτότητας. Από το «Funny games», την ταινία που τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο, τον «Αγνωστο κώδικα», τη «Δασκάλα του πιάνου», την «Ωρα του λύκου» τον «Κρυμμένο» μέχρι και τώρα, με τη «Λευκή κορδέλα», ο Χάνεκε κινηματογραφεί τη σκοτεινή πλευρά της ψυχής. Εκεί όπου βρίσκονται οι ενοχές, οι τύψεις, η επιθετικότητα, ο φόβος. Οι ήρωές του είτε υποφέρουν είτε προκαλούν είτε βασανίζονται είτε βασανίζουν. Σε πολλές από τις ταινίες του, ο Χάνεκε έχει βάλει τους χαρακτήρες του να επιδίδονται σε σοκαριστικές πράξεις. Οι ήρωες της «Λευκής κορδέλας», όμως, προκαλούν ίσως μεγαλύτερο σοκ, επειδή πρόκειται για παιδιά, για τη γενιά που μεγαλώνει με απωθημένα και έτοιμη να βγάλει προς τα έξω τον χειρότερο εαυτό της.
Η ταινία βρισκόταν για περισσότερα από δέκα χρόνια στο στάδιο της ανάπτυξης ως μίνι σειρά, όμως η έλλειψη χρηματοδότησης οδήγησε τον Αυστριακό σκηνοθέτη να τη μετατρέψει σε ταινία διάρκειας δυόμισι ωρών. Ποια είναι, λοιπόν, η διαφορά από την αρχική τηλεοπτική μορφή της μίνι σειράς, με την οποία ο Χάνεκε ανέπτυξε το σενάριο; «Υπήρχαν πολύ περισσότερες αμαρτίες…», σημειώνει χαμογελώντας ο σκηνοθέτης, «αλλά λίγο - πολύ, με τους ίδιους χαρακτήρες. Υπήρχαν περισσότεροι χαρακτήρες, αλλά έπρεπε να κοπούν. Είναι πολύ δύσκολο να περιορίσεις ένα τόσο μεγάλο υλικό, έτσι απευθύνθηκα στον Γάλλο σεναριογράφο Ζαν - Κλοντ Καριέρ, ο οποίος με βοήθησε πολύ περισσότερο».
Μια ακόμη τηλεοπτική σειρά του σκηνοθέτη, το «Lemminge», που γυρίστηκε το 1979, έχει να κάνει με την οικογένεια και το πώς διαχειρίζεται τις εμπειρίες μετά τον πόλεμο. Ποια μπορεί να είναι η σχέση ανάμεσα σ’ αυτό και στη «Λευκή κορδέλα»; «Ολες μου οι δουλειές και στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, έχουν πάντα να κάνουν με την οικογένεια. Ολα από εκεί προέρχονται, εκεί βρίσκονται οι πρώτες μας αναμνήσεις και εμπειρίες. Δεν μπορώ όμως να πω ότι υπάρχει μια βαθύτερη συνειδητή σύνδεση ανάμεσα στα δύο. Ισως μόνο ότι και τα δύο προέρχονται από το ίδιο μυαλό».
Πηγή απωθημένων
Σε ό,τι αφορά τη δική του οικογένεια, ο 67χρονος σήμερα Χάνεκε, μεγάλωσε μέσα σε καλλιτεχνικό περιβάλλον. Ο πατέρας του και η μητέρα του ήταν ηθοποιοί, όμως ο γάμος τους δεν είχε διάρκεια. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε με έναν μουσικό και διευθυντή ορχήστρας, ο οποίος αποδοκίμαζε συστηματικά τις προσπάθειες του νεαρού Μίκαελ που λάτρευε τη μουσική. «Ηθελα πάντα να ασχοληθώ περισσότερο. Ηθελα να γίνω πιανίστας, αλλά δεν είχα αρκετό ταλέντο. Αγαπώ πραγματικά πολύ τη μουσική, αλλά έχω πάψει να παίζω και να ασχολούμαι περισσότερο ο ίδιος. Ο πατριός μου μού έλεγε ότι δεν είχα αρκετό ταλέντο για να γίνω μουσικός», λέει ο σκηνοθέτης, αποκαλύπτοντας μ’ αυτόν τον τρόπο και μια πιθανή πηγή των ενοχών και των απωθημένων που χαρακτηρίζουν τους ήρωές του.
Με επιτυχίες, αλλά και αποτυχίες όπως το αμερικανικό ριμέικ του «Funny games», θα περίμενε κανείς ότι ο Χάνεκε θα είχε κυρίαρχη θέση στο ευρωπαϊκό κύκλωμα του καλλιτεχνικού σινεμά και ιδιαίτερη ευκολία στη χρηματοδότηση των σχεδίων του. Ωστόσο δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πόσο απογοητευτικό είναι αυτό για έναν σκηνοθέτη; «Οχι και τόσο…», απαντά. «Εχω συνηθίσει να περιμένω. Ολα αυτά τα χρόνια που βρίσκομαι στον χώρο του κινηματογράφου, δεν έχω σταματήσει να εργάζομαι και δεν μπορώ να παραπονεθώ. Πάντα όμως υπάρχουν και εκείνα τα σχέδια που ελπίζεις να πραγματοποιήσεις και η ώρα τους δεν έρχεται ποτέ. Για παράδειγμα, στο συρτάρι μου έχω ένα σχέδιο για μια σειρά επιστημονικής φαντασίας σε δώδεκα μέρη, δεν νομίζω όμως ότι θα μπορέσω να την κάνω ποτέ».
Πηγή: Καθημερινή (Παναγιωτη Παναγοπουλου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου