Tης Mαριαννας Tζιαντζη
Το σύνθημα «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» δείχνει αξιοσημείωτη αντοχή στον χρόνο, πέρασε με άνεση από τον προηγούμενο αιώνα στον τωρινό και παραμένει ζωντανό στη συλλογική μνήμη, κάτι που δεν οφείλεται στον ρυθμό και τα σημαινόμενά του, αλλά στις πράξεις που το επέβαλαν και στη μυθολογία που το συντηρεί.
Το ψωμί δεν είναι απλώς ο άρτος ο επιούσιος, αλλά ταυτίζεται με ένα επίπεδο διαβίωσης που εξελίσσεται ιστορικά και σε σύγκριση με άλλες κοινωνίες ή γενιές. Σήμερα η παιδεία δεν εκφράζει τόσο τη δίψα για γνώση, όσο τη λαχτάρα για απαλλαγή από το βάρος των ιδιωτικών δαπανών για την εκπαίδευση, το οποίο συχνά ξετινάζει τον προϋπολογισμό όχι μόνο των φτωχών αλλά και των σχετικά εύπορων οικογενειών.
Η εργασία είναι το νήμα που σήμερα συνδέει, κρυφά και φανερά, και τις τρεις συνιστώσες του ιστορικού συνθήματος του Πολυτεχνείου. Η εργασία που γίνεται όλο και πιο επισφαλής, πιο προσωρινή, πιο κακοπληρωμένη, πιο απατηλή, η εργασία που δεν συνοδεύεται από τα δικαιώματα που ήταν αυτονόητα για τις προηγούμενες γενιές. Η εργασία, και όχι μόνο ο έρωτας, γίνεται το άπιαστο, το ανυπότακτο πουλί (οiseau rebelle) στην πασίγνωστη άρια της Κάρμεν.
Βουνό τα βιογραφικά που φτάνουν στις επιχειρήσεις, τις μικρές και τις μεγάλες, ακόμα και στα συνοικιακά φροντιστήρια ξένων γλωσσών που βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Χιλιάδες βιογραφικά διαγράφουν ομόκεντρες τροχιές στο Διαδίκτυο χωρίς να σκαλώσουν κάπου, χωρίς κάποιος να μπει στον κόπο να ανοίξει το αρχείο. Κολέγια, μεταπτυχιακά και σεμινάρια, ευγενή χόμπι και εθελοντική δράση γίνονται προσόντα αχρείαστα και αζήτητα, ενώ σε ορισμένες κατηγορίες επαγγελμάτων πολλοί είναι πρόθυμοι να εργαστούν όχι απλώς μέσω των stage, αλλά και χωρίς καθόλου μισθό, ώστε να έχουν να επιδείξουν κάποια προϋπηρεσία.
Μέχρι και τα τέλη του 20ού αιώνα, συζητούσαμε για την αντίθεση ανάμεσα στους αραχτούς υπαλλήλους του Δημοσίου και τους πιο παραγωγικούς του ιδιωτικού τομέα. Αργότερα, με τις ιδιωτικοποιήσεις, προστέθηκε και η αντίθεση ανάμεσα στους διορισμένους προ και μετά το 1993. Σήμερα οι αντιθέσεις πολλαπλασιάζονται: ανάμεσα σε αυτούς που έχουν δουλειά (μια οποιαδήποτε δουλειά) και σε εκείνους που την έχασαν ή τη χάνουν ή δεν τη βρήκαν ποτέ, ανάμεσα σε εκείνους που ελπίζουν κι εκείνους που δεν ελπίζουν πια.
Το 1954 ο Μίμης Τραϊφόρος είχε γράψει ένα έξοχο επιθεωρησιακό νούμερο για τους «Παλιούς και τους συγχρόνους δημόσιους υπαλλήλους» που το ερμήνευαν δύο τριάδες λαμπρών ηθοποιών (ανάμεσά τους ο Κωνσταντάρας, ο Τσαγανέας, ο Κεδράκας). Οι παλιοί «με κέφι τότε αμείωτον/ επερνούσαν κάθε πρώτη απ’ το ταμείο των/ και με ύφος δικτατόρων αδαμάστων/ παρελάμβανον τας είκοσι δραχμάς των». Ωστόσο, «οι υπάλληλοι οι σύγχρονοι μπατίρανε» και, «παρόλες τις... απέργες, γίνανε όλοι σαν τι βέργες». Ηταν μια παραλλαγή του θρυλικού προπολεμικού «Ευχαριστημένου» με τον Κυριάκο Μαυρέα («Ολους τώρα στην Αθήνα/ μας ξελίγωσε η πείνα/ πλην των παχυτάτων φίλων/ δημοσίων υπαλλήλων…») Σήμερα στην κατηγορία των προνομιούχων «παλιών» δεν ανήκουν μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά οι προηγούμενες γενιές, ανάμεσά τους και αυτή του Πολυτεχνείου.
Ανάκαμψη με ανεργία (jobless recovery) προβλέπουν αρκετοί οικονομικοί αναλυτές για την επόμενη δεκαετία, γεγονός που σημαίνει όχι μόνο ότι τα νέα Πολυτεχνεία είναι αναπόφευκτα αλλά και ότι θα τα τροφοδοτεί η απόγνωση και όχι η δίψα της ελευθερίας. Ωστόσο, μόνο η ελευθερία μπορεί να δώσει νόημα και στο ψωμί (ή μάλλον στην εργασία που παράγει το ψωμί) και στην παιδεία, να την απαλλάξει από τη σκουριά του ατομικού συμφέροντος ή σωτηρίας.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου