Toν γύρο του κόσμου έκανε το βίντεο με τη συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα ο Φίλιπ Ροθ στο «The Daily Beast», ένα «έξυπνο», όπως χαρακτηρίζεται, site με ειδήσεις και απόψεις. Στη συνομιλία του με την αρχισυντάκτρια του ιστότοπου, ο γνωστός και στην Ελλάδα Αμερικανός συγγραφέας υποστηρίζει ότι ζούμε τις τελευταίες ημέρες του μυθιστορήματος ως είδους πλατιάς κατανάλωσης. Προβλέπει επίσης ότι σε 25 χρόνια οι αναγνώστες μυθιστορημάτων θα είναι λίγο περισσότεροι από εκείνους που σήμερα διαβάζουν Λατίνους ποιητές. Το μυθιστόρημα έχει αμετάκλητα ηττηθεί από την οθόνη, καθώς ήδη κυριαρχεί η κουλτούρα (όχι μόνο το σύνδρομο) της ελλειμματικής προσοχής (short attention span). Ενα μυθιστόρημα που η ανάγνωσή του διαρκεί πάνω από δύο εβδομάδες έχει χάσει το παιχνίδι, λέει ο Ροθ. Μάλλον στην κατηγορία αυτή δεν ανήκουν τα μεγάλα μυθιστορήματα όπως ο «Δον Κιχώτης», αυτά που ξεπερνούν το όριο των δύο εβδομάδων και στα οποία μπορεί κανείς διαρκώς να επιστρέφει.
Υπάρχουν μυθιστορήματα που μας συνεπαίρνουν, που τα διαβάζουμε εκστατικοί, όπως υπάρχουν και μυθιστορήματα - γαριδάκια, που μασουλάμε τη μία σελίδα μετά την άλλη, όπως συνέβη, π. χ., με τον «Κώδικα Ντα Βίντσι» ή τη σειρά του Χάρι Πότερ. Τα αστυνομικά μυθιστορήματα πρέπει να διαβάζονται μέσα σε δυο - τρεις νύχτες το πολύ, όμως σημασία δεν έχει το πόσα μυθιστορήματα καταβροχθίζει κανείς στην καθισιά του, αλλά αυτό που μας αφήνουν... αν μας αφήνουν κάτι, ανεξάρτητα από το αν έχουν χάρτινη μορφή ή αν τα διαβάζουμε στο Κindle ή μια παρόμοια συσκευή ανάγνωσης.
Η ανάγνωση ενός μυθιστορήματος είναι πιο εύκολη από ό, τι ενός επιστημονικού βιβλίου, όμως δεν παύει να απαιτεί κάποιο βαθμό αφοσίωσης, την οποία είμαστε όλο και λιγότερο πρόθυμοι να χαλαλίσουμε. Π. χ., τα βιβλία του Ιουλίου Βερν αξίζουν ένα δυο ηρωικά εφηβικά ξενύχτια. Δεν μπορείς να σέρνεις ένα μυθιστόρημα, αλλά πρέπει να αφεθείς να σε σύρει αυτό, μόνο που καθώς μεγαλώνουμε και γινόμαστε πιο βιαστικοί, χρησιμοθήρες και κυνικοί, δυσκολευόμαστε να αφεθούμε, ενώ πολλές φορές εγκαταλείπουμε την ανάγνωση στις πρώτες δέκα σελίδες, έχοντας την αίσθηση ότι διαγράφουμε κύκλους που δεν οδηγούν πουθενά.
Οι οινογνώστες χρησιμοποιούν συχνά τη λέξη «επίγευση», τη γεύση που εμφανίζεται στον ουρανίσκο αρκετή ώρα αφού έχουμε πιει το κρασί - ένα φαινόμενο που εξηγείται από τη χημεία. Υπάρχουν μυθιστορήματα ή μάλλον βιβλία μυθοπλασίας με ισχυρή επίγευση, βιβλία που μας αφήνουν σημάδια, ενώ τα πιο πολλά δεν μας αφήνουν απολύτως τίποτα, όπως συμβαίνει με τα πλαστικά λογύδρια των πολιτικών. Πέρα από την κουλτούρα της ελλειμματικής προσοχής, κυρίαρχη σήμερα είναι και η κουλτούρα του «να περνάς καλά». Εγώ και κάποια βιβλία περνάμε καλά όσο είμαστε μαζί και ύστερα οι δρόμοι μας χωρίζουν για πάντα - και εννοώ τα βιβλία που είναι το ψυχαγωγικό ισοδύναμο των μούλτιπλεξ, των βιντεοκλίπ, των φαστφουντάδικων.
Δεν αποκλείεται η πρόβλεψη του Ροθ να επαληθευτεί. Οπως το θέατρο έχει πάψει να είναι λαϊκό θέαμα, έτσι και η «βαθιά» ανάγνωση μπορεί σύντομα να γίνει δραστηριότητα πολυτελείας - και όχι μόνο λόγω έλλειψης χρόνου (252 λεπτά ήταν η μέση ημερήσια τηλεθέαση το 2008). Η χέρσα, η έρημη, η σπαταλημένη γη (και όχι η «Ερημη χώρα», όπως γράφει στα ημερολόγιά του ο Ζήσιμος Λορεντζάτος) δεν βρίσκεται έξω και γύρω μας, αλλά σιωπηρά επεκτείνεται και μέσα μας. Η επίγευση του μυθιστορήματος γίνεται όλοι και πιο ασθενική, όχι γιατί λιγοστεύουν οι «πρόδρομες ουσίες», αλλά γιατί ο ουρανίσκος μας στεγνώνει, με αποτέλεσμα και το πιο καλό κρασί να κυλάει και η γεύση του να χάνεται σαν να ‘ταν κόκα κόλα.
Πηγή: Καθημερινή (Μαριάννας Τζιαντζή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου