Το 1951 ο τότε επιμελητής αρχαιοτήτων της περιοχής της Βεργίνας, Μανόλης Ανδρόνικος αποφάσισε να ερευνήσει συστηματικά το εκτεταμένο νεκροταφείο, με τους χαρακτηριστικούς τύμβους που απλωνόταν στην Βόρεια και Ανατολική πλευρά του χωριού.
Η ανασκαφή στο νεκροταφείο έδειξε πως στην περιοχή της Βεργίνας ήταν εγκατεστημένη μεταξύ 1000 και 700 π.Χ. μία ακμαία ανθρώπινη κοινωνία που συνήθιζε να συνοδεύει τους νεκρούς της με πλούσια χάλκινα κοσμήματα και σιδερένια όπλα και να σκεπάζει τους τάφους τους με χαμηλούς τύμβους, σύμφωνα με ένα πανάρχαιο έθιμο, που διαπιστώνεται στον Ελλαδικό χώρο από τα πανάρχαια χρόνια.
Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να ξεπεραστούν τα προβλήματα από τις μεγάλες διαστάσεις του Τύμβου και την χαλαρή σύσταση των χωμάτων, που απαιτούσαν τεράστια οικονομική δαπάνη και χρόνο.
Το καλοκαίρι του 1976 ο Μανόλης Ανδρόνικος ξεκίνησε τις συστηματικές ανασκαφές της Μεγάλης Τούμπας. Το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν ο τεράστιος όγκος χαλαρών χωμάτων όπου κανείς δεν γνώριζε την θέση του τάφου ή των τάφων και τα περιορισμένα κονδύλια του Πανεπιστημίου πού είχε στην διάθεσή του.
Τα πρώτα αποτελέσματα των ανασκαφών δεν ήταν εντυπωσιακά, αλλά έδωσαν πολύτιμα δεδομένα που ταύτιζαν τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας με τις Αιγές. Οι καταστρεμμένες επιτύμβιες στήλες που βρέθηκαν διάσπαρτες μέσα στην επίχωση της Μεγάλης Τούμπας και μία πληροφορία του Πλούταρχου οδήγησαν τον ανασκαφέα πως η Βεργίνα πρέπει να ταυτίζεται με την παλαιά πρωτεύουσα και μοναδική βασιλική νεκρόπολη των αρχαίων Μακεδόνων.
Το φθινόπωρο του 1977 κάτω από την επίχωση της Νοτιοδυτικής πλευράς του Τύμβου, αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια ενός υπέργειου οικοδομήματος , του ΗΡΩΟΥ, ένα συλημένος κιβωτιόσχημος τάφος , που συμβατικά ονομάζεται ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ (από το θέμα των Τοιχογραφιών που κοσμούν το εσωτερικό του) και ο ασύλητος Μακεδονικός τάφος που αργότερα αποδόθηκε στον πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Φίλιππο Β'.
Την επόμενη χρονιά ένας ακόμα ασύλητος Μακεδονικός Τάφος, ο Τάφος του Πρίγκηπα, σφράγισε το εντυπωσιακό μέρος της ανασκαφικής έρευνας στην Μεγάλη Τούμπα. Μόλις αφαιρέθηκαν εντελώς τα χώματα της επίχωσης, διαπιστώθηκε ότι με εξαίρεση τον πολύ καταστραμμένο τάφο με τους ελεύθερους κίονες που βρέθηκε στα όρια της Μεγάλης Τούμπας, κανένα άλλο ταφικό οικοδόμημα δεν υπήρχε κάτω από τον τεράστιο Τύμβο.
Με βάση τα κεραμικά ευρήματα που βρέθηκαν στην επίχωση, η κατασκευή του μνημειακού ταφικού τύμβου τοποθετείται γύρω στο 270 π.Χ. και αποδίδεται στον βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο Γονατά. Αντίθετα οι τάφοι που αποκαλύφθηκαν όχι μόνο είναι σημαντικά προγενέστεροι (β' μισό του 4ου π.Χ. αιώνα), αλλά ήταν αρχικά καλυμμένοι με το δικό του , ο καθένας, τύμβο, σύμφωνα με ένα πανάρχαιο έθιμο που διαπιστώνεται στον Ελλαδικό χώρο από τα προϊστορικά χρόνια.
Η χρονική διαφορά ανάμεσα στους τάφους και την μεγάλη Τούμπα, δηλώνει πως ο εντυπωσιακός τύμβος κατασκευάστηκε για να καλύψει τα παλαιότερα μνημεία που είτε είχαν συληθεί (όπως το Ηρώο και ο Τάφος της Περσεφόνης) είτε που είχαν παραμείνει άθικτα -προκειμένου να προστατευθούν- (όπως ο τάφος του Φιλλίπου και ο τάφος του Πρίγκηπα), έπειτα από μία μεγάλη καταστροφή στο νεκροταφείο των Αιγών.
Η καταστροφή αυτή οφείλεται σε Γαλάτες μισθοφόρους που είχε εγκαταστήσει ο Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, στις Αίγες, μετά την νίκη του επί του Αντίγονου Γονατά στα 274/3 π.Χ.. Οι Γαλάτες προκάλεσαν την εκτεταμένη καταστροφή και του νεκροταφείου των Αιγών που μαρτυρείται από τις θραυσμένες επιτάφιες στήλες, οι οποίες αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ως δομικό υλικό στην κατασκευή της επίχωσης.
Η σημασία του ευρήματος
Η ταύτιση του αρχαιολογικού χώρου της Βεργίνα με τις Αιγές, υπήρξε σταθμός για την εξέλιξη της ανασκαφικής έρευνας στην περιοχή, αλλά και σημείο αναφοράς για τα ευρήματα από τον ευρύτερο βορειοελλαδικό χώρο. Με την αποκάλυψη των Βασιλικών Τάφων, ή άγνωστη, μέχρι και πρίν από λίγα χρόνια Μακεδονική πόλη στις Βόρειες παρυφές των Πιερίων, με το εκτεταμένο νεκροταφείο των τύμβων και το επιβλητικό ανάκτορο που δέσποζε στο εμφανέστερο σημείο του οχυρωμένου οικισμού, βεβαιωμένα πια ταυτίζεται με το σημείο που επέλεξαν να στήσουν την έδρα τους οι Μακεδόνες, τον 7ο π.Χ. αιώνα.
Η σημασία της ανακάλυψης αυτής είναι τεράστια όχι μόνο για τον πλούτο των ευρημάτων, αλλά και για το πολυτιμότατο σύνολο στοιχείων και αποδείξεων που φωτίζει πολλαπλά την γνώση μας για την τέχνη και τα ταφικά έθιμα, των οπλισμό και την μεταλλοτεχνία των αρχαίων Μακεδόνων.
Τα επιτάφια μνημεία που βρέθηκαν στην επίχωση του Τύμβου και οδήγησαν τον Μανόλη Ανδρόνικο στην ταύτιση του χώρου με τις Αιγές, αντανακλούν ένα μέρος του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης που δεν σχετίζεται με τους βασιλιάδες, αλλά αναφέρεται στους πολίτες της παλιάς πρωτεύουσας.
Από την μορφή και τη διακόσμηση των μνημείων που σήμαιναν τους τάφους των νεκρών, κυρίως όμως από τις επιγραφές με τα ονόματά τους, τα συμπεράσματα που προκύπτουν για το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων της παλιάς πρωτεύουσας, ως εκδήλωση της Ελληνικής πολιτιστικής τους ταυτότητας, είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση και εντελώς φανερά.
Πιο αναλυτικά :
α) Μορφολογικά, οι επιτύμβιες στήλες και τα μαρμάρινα αγγεία, αντιστοιχούν στα είδη των επιτάφιων σημάτων που συναντώνται σε όλα τα αρχαία Ελληνικά νεκροταφεία.
β) Η διακόσμηση των επιτύμβιων στηλών με ανάγλυφες ή ζωγραφιστές παραστάσεις που εικονίζουν τον νεκρό, μόνο του ή με άλλες μορφές, επαναλαμβάνει εικονογραφικά θέματα κοινά σε όλο τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο.
Ιδιαίτερα οι ζωγραφιστές αντιπροσωπεύουν πρωτότυπα έργα ζωγραφικής που μας βοηθούν στην κατανόηση της τέχνης και της τεχνικής των αρχαίων Ελλήνων ζωγράφων.
γ) οι 38 επιγραφές που διατηρούνται στα μνημεία αυτά αποτελούν τον αντικειμενικότερο τρόπο για να προσεγγίσουμε το γλωσσικό ιδίωμα των αρχαίων Μακεδόνων και να διερευνήσουμε, μέσα από τα νεκρικά επιγράμματα και τα ονόματα των νεκρών, την σχέση του με τις άλλες ελληνικές διαλέκτους. καθώς τα τέσσερα έμμετρα κείμενα που περιγράφουν λυρικά τον πόνο για τον θάνατο του αγαπημένου νεκρού και κυρίως επειδή το σύνολο των 84 ονομάτων που διασώθηκαν στις επιγραφές της Βεργίνας εντάσσονται αναμφίβολα στο ελληνικό ονοματολόγιο, δεν υπάρχει λόγος να αναζητούμε τις ρίζες της Μακεδονικής διαλέκτου έξω από τα όρια της Ελληνικής γλώσσας.
Πηγή: "ΒΕΡΓΙΝΑ - Η Μεγάλη Τούμπα" - Αρχαιολογικός Οδηγός
εκδ. Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου