9/12/09

Γιατί διχάζει η βάση του 10

Κανένας, φυσικά, δεν μπορεί να αισθάνεται ευχαριστημένος με το γεγονός της πρόσβασης στα πανεπιστήμια υποψηφίων που δεν μπορούν να γράψουν περισσότερο από 2, 3 ακόμη και 5 μονάδες στην κλίμακα του 20. Αλλά οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε, ξύνοντας το λούστρο του επίσημου λόγου, ότι η ρύθμιση της βάσης του 10 δεν αποτέλεσε παρά μια ταξική φραγή, αλλά και έναν παραπλανητικό επίδεσμο στο χαραγμένο σώμα του σχολείου της ακριβοπληρωμένης αμάθειας.
Ωστόσο, ας μην κρυβόμαστε, υπάρχει πρόβλημα που ακριβώς η καθιέρωση της βάσης του 10 ήρθε όχι να φωτίσει και να επιχειρήσει μια λύση, αλλά να καλύψει, να θάψει στη σκιά της.
Να το κάνουμε λιανά. Εδώ και κάμποσα χρόνια φαίνεται να ανασυγκροτείται ένας πρώιμος αναλφαβητισμός μέσα σε μια γενιά που υποστηρίζεται ότι κολυμπάει στις δυνατότητες και τις ευκαιρίες των υπερλεωφόρων της πληροφορίας.
Βαθύ το χάσμα. Ανάμεσα στην «έκρηξη της πληροφορίας» και στην «αγραμματοσύνη». Αυτό ακριβώς το χάσμα αποτυπώθηκε και στην ανακοίνωση των βαθμολογιών των τελευταίων πανελλαδικών εξετάσεων φέτος όπου 11.000 αριστούχοι (ο μεγαλύτερος αριθμός από το 2001 και μετά) πήγαν χέρι χέρι με το 33% των υποψηφίων που έγραψαν κάτω από τη βάση και από αυτούς περισσότεροι από τους μισούς έδωσαν σχεδόν λευκή κόλλα! Τι συμβαίνει;

Σαν να αντανακλά η ίδια η κοινωνία πάνω στην κίνηση των βάσεων. Μια κοινωνία όπου οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Και στη μέση σμπαραλιασμένα τα μεσαία στρώματα. Δίπλα στα «άλογα κούρσας» με τα 18άρια και τα 19άρια που τινάζουν τις βάσεις στον αέρα διαμορφώνονται οι ουραγοί, μια μεγάλη ομάδα (ίσως η μεγαλύτερη μετά τη μεταπολίτευση) παιδιών, κυρίως από λαϊκά στρώματα (γόνοι αγροτών, εργατών, μικροϋπαλλήλων κ.λπ.) οι οποίοι έχουν γυρίσει την πλάτη στη σχολική εκπαίδευση σαν απάντηση στο γεγονός ότι η τελευταία δεν έχει πλέον να τους προσφέρει αυτό που απλόχερα στο πεδίο των επαγγελματικών προοπτικών προσέφερε στο παρελθόν. Πριν από περίπου 30 χρόνια, την ακαδημαϊκή χρονιά 1981/82, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της συντριπτικής πλειονότητας των φοιτητών/τριών που απάντησαν στην ερώτηση «νομίζετε ότι στη σημερινή ελληνική κοινωνία τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να μεταπηδούν σε μια κοινωνική τάξη ανώτερη από αυτή στην οποία βρίσκονται οι γονείς τους;» η καταφατική απάντηση συγκέντρωσε συνολικά το 95% των φοιτητών/τριών. Στην ίδια έρευνα τονίζεται κι ένα άλλο εξίσου σημαντικό εύρημα. Στην ερώτηση «με ποιους τρόπους επιτυγχάνεται η κοινωνική άνοδος στη σημερινή ελληνική κοινωνία;» φοιτητές και φοιτήτριες θεωρούσαν την περίοδο αυτή τη μόρφωση ως κύριο μέσο κοινωνικής ανόδου, εννοώντας, βέβαια ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές, ειδικότερα, συντελούν σε αυτό. Πρόκειται, βέβαια, για πεποίθηση που χρωστούσε τα δομικά υλικά σχηματισμού της σε εκείνη την περίοδο (και ακόμη προγενέστερα) στην οποία, πράγματι, η εκπαίδευση διαδραμάτιζε αποφασιστικό ρόλο στην ένταξη εκατοντάδων χιλιάδων νέων από όλα τα κοινωνικά στρώματα στις πολλαπλές νέες θέσεις εργασίας που τότε αναφύονταν κατά χιλιάδες. Η εκπαίδευση για τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες της εποχής ήταν μια επένδυση για τα παιδιά τους προστατευμένη από τον πληθωρισμό που φλόγιζε την ελπίδα να τα δουν να περάσουν στην άλλη όχθη, στα μεσαία και ανώτερα στρώματα. «Να φύγει», «να σπουδάσει», «να γίνει δάσκαλος, γιατρός, καθηγητής, δημόσιος υπάλληλος», «χορτάρι να βοσκήσω, αλλά να σπουδάσει»...
Είκοσι οκτώ χρόνια αργότερα, σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά. Μιλάμε για ανατροπή στις καταστάσεις, στα δεδομένα και στις πεποιθήσεις. Το «κλειδί του παραδείσου», το πανεπιστήμιο, που την προηγούμενη περίοδο προέβαλε σαν το σκαλοπάτι που έπρεπε ν΄ ανέβουν τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών για να «αποκατασταθούν - εξασφαλιστούν», δεν υπάρχει πια. Τα πτυχία έχουν χάσει την αποτελεσματικότητα που είχαν στο παρελθόν ως μέσα επαγγελματικής προώθησης καθώς η ολοένα και αυξανόμενη ανεργία σαρώνει όλων των ειδών τους τίτλους, ιδιαίτερα όταν δεν συνοδεύονται από υψηλή καταγωγή, «δίκτυο σχέσεων- γνωριμιών» και «κληρονομικά δικαιώματα». Ακυρώνεται έτσι ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών προσδοκιών, συγκροτημένο εδώ και αρκετές δεκαετίες για τη δυνατότητα εργασιακής απασχόλησης μέσα από την πρόσβαση στην εκπαίδευση και τα διαπιστευτήριά της.
Φυσικά, το σχολικό σύστημα δεν είναι άμοιρο ευθυνών. Ωστόσο πρέπει να γίνει σαφές ότι το πραγματικό δίλημμα δεν είναι να επιλέξει κανείς αν θα εισάγονται ή δεν θα εισάγονται μαθητές με βαθμολογίες κάτω από τη βάση, αλλά το πώς θα οικοδομηθεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο θα «ανοίγει τα μάτια» των διδασκομένων. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο θα μπορεί να απαντήσει πειστικά στο βασανιστικό ερώτημα των μαθητών μας: «Και γιατί να διαβάσουμε δάσκαλε;».
Πηγή: Τα Νέα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου