Ο Βελισάριος ή Βελισσάριος (λατ. Flavius Belisarius, Γερμανίκεια Θράκηςμεταξύ 500 και 505 μ.Χ.- Κωνσταντινούπολη 565) ήταν Βυζαντινός στρατηγός επί Ιουστινιανού Α΄. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους στρατιωτικούς της βυζαντινής και μεσαιωνικής περιόδου και ένας από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες όλων των εποχών. Διακρίθηκε σε όλα τα μέτωπα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους εκείνης της εποχής (Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Ιταλία, Βαλκάνια) με την εξαίρεση της Ισπανίας. Επίσης εισήγαγε πολλές καινοτομίες στην εκπαίδευση και οργάνωση του ρωμαϊκού στρατού της εποχής, καθώς και στην τακτική των επιχειρήσεων. Υπήρξε ένας από τους στενούς συνεργάτες του Ιουστινιανού, στην προσπάθεια του τελευταίου να ανασυστήσει την αρχαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η ζωή και η σταδιοδρομία του παρουσιάζουν εντονότατες εναλλαγές της τύχης, από τον θρίαμβο και τη δόξα στον παραμερισμό και την απώλεια κάθε εύνοιας, αξιωμάτων και περιουσίας και αντιστρόφως. Ο βίος και τα κατορθώματά του τροφοδότησαν πολλές λαϊκές αφηγήσεις αλλά και λογίους και καλλιτέχνες από τη βυζαντινή μέχρι την νεότερη εποχή, καθώς ο Βελισάριος έγινε παράδειγμα τραγικού ήρωα.
Εναντίον των Οστρογότθων
Στις αρχές του 535 η φιλοβυζαντινή βασίλισσα των Οστρογότθων Αμαλασούνθα, συνελήφθη, φυλακίστηκε και τον Απρίλιο του ιδίου έτους δολοφονήθηκε με την ανοχή του νέου συζύγου της, Θευδάτου. Η αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στην Ιταλία έδωσε στον Ιουστινιανό το πρόσχημα που ζητούσε για να κινηθεί εναντίον των Οστρογότθων. Η ταχεία και απροσδόκητα εύκολη κατάλυση του βανδαλικού βασιλείου συνέβαλε προς την απόφαση του Ιουστινιανού να επιδιώξει με στρατιωτικά μέσα την προσάρτηση της Ιταλίας.
Την υλοποίηση των σχεδίων του αυτοκράτορα ανέλαβαν οι στρατηγοί Βελισάριος, που κινήθηκε με στόλο εναντίον της Σικελίας με 12.000 άνδρες, και ο Μούνδος, που προέλασε προς τη γοτθική Δαλματία με 4.000 άνδρες. Η Σικελία ήταν σχεδόν αφύλαχτη από γοτθικές φρουρές, με συνέπεια μέσα σε επτά μήνες να αποτελεί τμήμα της ανατολικής αυτοκρατορίας. Μόνον η Πάνορμος (σημ. Παλέρμο) πρόβαλε αντίσταση, χωρίς αποτέλεσμα.
Η απώλεια ενός τόσο μεγάλου τμήματος της επικράτειάς του, πανικόβαλε τον Θευδάτο. Ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον Ιουστινιανό, αλλά πολύ σύντομα άλλαξε γνώμη. Αιτία ήταν η εσπευσμένη αναχώρηση του Βελισάριου για την Αφρική, όπου είχε εκδηλωθεί μεγάλη στάση μεταξύ των απλήρωτων στρατιωτών, και ο θάνατος του στρατηγού Μούνδου στη Δαλματία.
Όμως ο Βελισάριος κατάφερε σε ελάχιστο χρόνο να επαναφέρει την πειθαρχεία στις ρωμαϊκές δυνάμεις της Αφρικής και να επιστρέψει στην Ιταλία. Αποβιβάστηκε στο νότιο άκρο της Καλαβρίας (αρχές καλοκαιριού του 536) και προέλασε ταχύτατα προς Βορρά. Οι ελληνόφωνοι κατά κύριο λόγο πληθυσμοί υποδέχονταν τους Βυζαντινούς σαν ελευθερωτές. Ακόμη και οι γοτθικές δυνάμεις της περιοχής, υπό την ηγεσία του γαμβρού τού Θευδάτου, παραδόθηκαν στον Βελισάριο χωρίς καν να προβάλουν αντίσταση. Η προέλαση διακόπηκε κάτω από τα τείχη τηςΝεάπολης. Η πόλη αυτή διέθετε ισχυρή γοτθική φρουρά, ίση με τη δύναμη του Βελισάριου. Επίσης η οχυρή θέση της ενθάρρυνε τους κατοίκους της να αντισταθούν στον Βυζαντινούς. Πράγματι, η πόλη αντιστάθηκε επιτυχώς για έναν μήνα περίπου, σε σημείο που ο Βελισάριος ετοιμάστηκε να άρει την πολιορκία για να μην χρονοτριβήσει περαιτέρω. Τότε όμως, κάποιοι στρατιώτες του βρήκαν τυχαία μία δίοδο προς το εσωτερικό των τειχών μέσα από το υδραγωγείο της πόλης. Ένα απόσπασμα 400 επίλεκτων ανδρών εισήλθε στην πόλη και άνοιξε τις πύλες για τον υπόλοιπο στρατό.[18]
Η πτώση της Νεάπολης (536) συγκλόνισε τους Οστρογότθους. Υπεύθυνος θεωρήθηκε ο Θευδάτος που δεν είχε πράξει κάτι σημαντικό στον στρατιωτικό τομέα για την αναχαίτιση του Βελισάριου. Ο ηγεμόνας των Γότθων εκθρονίστηκε και λίγο αργότερα εκτελέστηκε, ενώ τη θέση του κατέλαβε ένας γηραιός στρατηγός τού Θευδέριχου, ο Ουΐτιγγης ή Βίτιγκ. Ο τελευταίος άφησε ισχυρή φρουρά στη Ρώμη και έφυγε για τηΡαβέννα, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος των γοτθικών στρατευμάτων. Επιπλέον αντιμετώπιζε μια φραγκική εισβολή στη βόρειο Ιταλία, για την οποία, όπως και στην περίπτωση της επαναστατημένης εναντίον του Γελίμερου Σαρδηνίας, ευθυνόταν οι διπλωματικοί χειρισμοί του Ιουστινιανού.[19]
Ο Ουΐτιγης εξαγόρασε την αποχώρηση των Φράγκων από την Ιταλία με χρυσό και εδαφικές παραχωρήσεις και σύντομα ήταν έτοιμος να αντεπιτεθεί στους Βυζαντινούς. Ενόσω βρισκόταν στην Ραβέννα, παντρεύτηκε την κόρη της Αμαλασούνθας, Ματασούνθα για να νομιμοποιήσει την εξουσία του. Εν τω μεταξύ ο Βελισάριος είχε γίνει κύριος της Αιώνιας Πόλης αναίμακτα. Η παλαιά Ρώμη άνοιξε τις πύλες της στους στρατιώτες της Νέας Ρώμης μετά από σύντομες διαπραγματεύσεις, την ίδια ώρα που η γοτθική φρουρά εγκατέλειπε την πόλη (9 Δεκ. 536). Για τον Ιουστινιανό η ανάκτηση της Ιταλίας είχε επιτευχθεί το ίδιο εύκολα και γρήγορα όπως η βανδαλική Αφρική. Όμως ο Βελισάριος άρχισε να ετοιμάζεται πυρετωδώς για μακρά πολιορκία, καθώς γνώριζε ότι οι Γότθοι θα έκαναν το παν για να ανακτήσουν τη Ρώμη όπως και όλες τις απολεσθείσες περιοχές. Για την υπεράσπιση της Ρώμης δεν διατίθεντο περισσότεροι από 5.000 άνδρες, αφού οι υπόλοιποι επάνδρωναν φρουρές στη Σικελία και την νότιο Ιταλία.[20]
Οι Γότθοι έφθασαν κάτω από τα τείχη της Ρώμης τον Μάρτιο του 537 με στρατό 150.000 θωρακισμένων ιππέων, κατά κύριο λόγο, όπως μας πληροφορεί ο Προκόπιος.[21] Οι Ρωμαίοι είχαν προλάβει να προετοιμαστούν αρκετά καλά, αλλά ο Βελισάριος, όπως συνήθιζε, δεν αρκέστηκε σε μια παθητική άμυνα. Κάθε τόσο καταπονούσε τους πολιορκητές του με γρήγορες και ξαφνικές εξόδους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν άφηνε ποτέ τους εχθρούς του να αναπαυτούν, καταφέρνοντας επιπλέον να διατηρήσει ανοικτές τις θαλάσσιες επικοινωνίες του για μεγάλο διάστημα. Από την άλλη πλευρά των τειχών, οι Γότθοι ταλαιπωρούνταν και από επιδημίες. Όσο και αν δυσκόλευαν τους Ρωμαίους, αυτοί βρίσκονταν πάντα σε χειρότερη θέση. Συνέχιζαν όμως να στενεύουν τον κλοιό, και όταν κατάφεραν να αποκλείσουν τη Ρώμη και από θαλάσσης, οι πολιορκημένοι βρέθηκαν σε απόγνωση. Η δυσφορία των κατοίκων εκφράστηκε κυρίως από τους συγκλητικούς και την αριστοκρατία, αρκετοί εκ των οποίων συνελήφθησαν από τον Βελισάριο. Μεταξύ αυτών ήταν και ο πάπας Σιλβέριος. Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του Βελισάριου λόγω του αξιώματος τού Σιλβέριου, καθαιρέθηκε και εξορίστηκε στην Ανατολή, επειδή θεωρήθηκε ύποπτος συνεργασίας με τους Γότθους.[22]
Οι πολυπόθητες ενισχύσεις, περί τις 5.000, έφτασαν τον Νοέμβριο του επόμενου έτους. Τώρα ο Βελισάριος είχε τη δυνατότητα να επιχειρήσει τολμηρότερες ενέργειες. Με όλο και αυξανόμενες επιδρομές στα μετόπισθεν των Γότθων, έπληττε τις γραμμές ανεφοδιασμού τους, καταλαμβάνοντας μάλιστα κάποιες πόλεις και οχυρά σε καίρια σημεία. Έτσι οι Γότθοι μετατράπηκαν από πολιορκητές σε πολιορκημένους και τον Μάρτιο του 538, μετά από ένα χρόνο και εννέα ημέρες, έλυσαν την πολιορκία. Κατευθύνθηκαν βόρεια με τους Βυζαντινούς στο κατόπι τους. Οι τελευταίοι, με ευκίνητες δυνάμεις ιππικού, ενεργούσαν σε μεγάλη ακτίνα, τόσο απασχολώντας τους εχθρούς τους όσο και καταλαμβάνοντας διάφορες πόλεις. Τον Ιούνιο του 538 αφίχθησαν στην Ιταλία νέες ενισχύσεις (7.000) υπό τον Ναρσή, οι οποίες όμως δεν είχαν τα αποτελέσματα που ανέμενε ο Ιουστινιανός. Ο Ναρσής δεν έδειχνε διάθεση να αναγνωρίσει την αρχιστρατηγία του Βελισάριου. Ο τελευταίος αξίωνε απ’ όλους απόλυτη υπακοή στις διαταγές του, αφού είχε διοριστεί από τον Ιουστινιανό αρχιστράτηγος του μετώπου στην Ιταλία. Από την άλλη ο Ναρσής, έχοντας την εύνοια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, έβρισκε προσχήματα για να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του Βελισάριου.[23]Αποτέλεσμα των διαφωνιών των δύο στρατηγών ήταν η πτώση της μεγάλης και εύρωστης πόλης των Μεδιολάνων (σημ. Μιλάνο, αρχές του 539) στους συνασπισμένους Γότθους και Βουργουνδίους. Η πόλη λεηλατήθηκε άγρια με αποτέλεσμα να καταστραφεί τελείως, ο ανδρικός πληθυσμός σφαγιάστηκε και τα γυναικόπαιδα πουλήθηκαν ως δούλοι στους Βουργουνδίους.
Η καταστροφή των Μεδιολάνων, που από τις σύγχρονες πηγές περιγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα, προκάλεσε βαθιά εντύπωση, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός δεν επέρριψε ευθύνες σε κάποιον, ωστόσο ανακάλεσε τον Ναρσή, αφήνοντας τον Βελισάριο μοναδικό αρχηγό των δυνάμεων στην Ιταλία. Η κατάσταση στη χερσόνησο είχε γίνει ιδιαίτερα δύσκολη και πολύπλοκη. Επιπλέον οι Φράγκοι εισέβαλαν ξανά στη βόρειο Ιταλία καταστρέφοντας και λεηλατώντας. Μάλιστα λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης, Γότθοι και Βυζαντινοί σκέπτονταν σοβαρά το ενδεχόμενο σύμπραξης εναντίον των Φράγκων.[24] Τελικά οι τελευταίοι, αφού ερήμωσαν μεγάλες εκτάσεις της βορειοϊταλικής υπαίθρου, υπέκυψαν στον λιμό που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει και αποσύρθηκαν πέρα από τις Άλπεις.[25]
Ως εκ τούτου, οι εχθροπραξίες μεταξύ Γότθων και Βυζαντινών ξανάρχισαν. Τώρα όμως οι Βυζαντινοί διέθεταν ενιαία ηγεσία και σύντομα περιόρισαν τον Ουΐτιγγη στη Ραβέννα. Αλλά και αυτός δεν έμεινε άπραγος. Ενώ είχε προετοιμαστεί όσο καλύτερα γινόταν για πολιορκία, απέστειλε πρέσβεις στην Περσία με την ελπίδα ότι μια αναζωπύρωση του ανατολικού μετώπου της αυτοκρατορίας, θα μείωνε την πίεση των Βυζαντινών εναντίον του. Όταν μαθεύτηκαν οι διπλωματικές κινήσεις των Γότθων, ο Ιουστινιανός ειδοποίησε τον Βελισάριο να εγκαταλείψει την Ιταλία και να σπεύσει στην Κωνσταντινούπολη, εν όψει ενός νέου πολέμου με τους Πέρσες. Αλλά ο Βελισάριος δεν ήθελε να αφήσει την πολύμηνη πολιορκία να πάει χαμένη. Αντ’ αυτού, επέσπευσε τις προσπάθειές του, με αποτέλεσμα η Ραβέννα να παραδοθεί κατόπιν τεχνάσματος (Μάιος του 540). Αρκετοί ευγενείς (Γότθοι και Ρωμαίοι) είχαν προτείνει στον Βελισάριο το στέμμα της Ιταλίας. Ακόμη και ο Ουΐτιγγης είχε έρθει σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Βυζαντινό στρατηγό με ανάλογες προτάσεις. Ο Βελισάριος συμφώνησε με όλες τις πλευρές και όταν εισήλθε στη Ραβέννα, ανακοίνωσε ότι καταλαμβάνει την πόλη στο όνομα του Ιουστινιανού. Ακολούθως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με αιχμαλώτους τον Ουΐτιγγη, την Ματασούνθα και άλλους επιφανείς Γότθους, καθώς φυσικά και με πολλά λάφυρα, μεταξύ αυτών και τους βασιλικούς θησαυρούς.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου