Μια μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε τα βασιλικά ανάκτορα, τα αίτια της οποίας δεν εξακριβώθηκαν ποτέ
Πριν από έναν ακριβώς αιώνα, παραμονή Χριστουγέννων του 1909, η Αθήνα «φωταγωγούνταν» και έλαμπε η πλατεία Συντάγματος, με αλησμόνητο τρόπο για πολλά χρόνια. Λαμπάδιασαν τ’ βασιλικά ανάκτορα! Οι φλόγες μαίνονταν για ώρες και όταν διαλύθηκαν ανήμερα οι καπνοί πρόβαλε μια θλιβερή εικόνα. Στη θέση του κτιριακού κοσμήματος έμεινε ένας κατάμαυρος σκελετός. Από τότε έπαψε να λειτουργεί ως βασιλική κατοικία.
Ολα τα μέλη της οικογένειας των Γλίξμπουργκ απουσίαζαν από το παλάτι. Βρίσκονταν στα θερινά ανάκτορα του Τατοΐου. Κατά σύμπτωση και σε μια άλλη μεγάλη φωτιά, που είχε απειλήσει τα ανάκτορα 25 χρόνια νωρίτερα, πάλι απουσίαζαν. Ετσι δεν υπήρξαν θύματα από την αυλή και από το υπηρετικό προσωπικό, το οποίο επίσης είχε μεταφερθεί στη Δεκέλεια. Σημειώθηκαν μόνο μερικοί τραυματισμοί κατά τις προσπάθειες για κατάσβεση της φωτιάς και τη μεταφορά των βασιλικών αντικειμένων από τα φλεγόμενα σε ασφαλή μέρη.
Η κατάσβεση
Για τη σωτηρία των ανακτόρων έσπευσαν μεγάλες δυνάμεις στρατιωτικών δυνάμεων από την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Με πρώτη την περίφημη για την εποχή όσο και για την ανεπάρκεια σε μέσα Διλοχία Σκαπανέων και Πυροσβεστών (λίγο αργότερα καταργήθηκε και πήρε τη θέση της η «Μοίρα Πυροσβεστών»). Παρόντες και «εποπτεύοντες» ήταν ο βασιλιάς και οι πρίγκιπες, που έσπευσαν από το Τατόι, ολόκληρη σχεδόν η πολιτική ηγεσία. Ακόμη και ο Ν. Ζορμπάς, αρχηγός του Στρατιωτικού Συνδέσμου, που εξακολουθούσε να ασκεί την εξουσία, μέσω της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, μετά το κίνημα της 15ης Αυγούστου του 1909 στο Γουδί.
Χωρίς τα στοιχειωδώς απαραίτητα πυροσβεστικά μέσα, με δεδομένη τη χρόνια ανεπάρκεια νερού στην πρωτεύουσα επιδιώχτηκε να περιοριστεί η φωτιά, κυρίως, με άμμο και χώματα. Περιγράφονται από τον Τύπο των ημερών «μάχες» για τη διάσωση των αρχείων, των κειμηλίων του 1821, των πινάκων ζωγραφικής, των βασιλικών αντικειμένων και επίπλων, που βρίσκονταν στα κεντρικά ανάκτορα. Τι καταστράφηκε ακριβώς ουδέποτε θα γίνει γνωστό.
Αυτό που ανακοινώθηκε ήταν ότι οι ζημιές σε αντικείμενα κυμαίνονταν μεταξύ 1-2 εκατ. δραχμών. Αλλά ήταν όλα ασφαλισμένα από τη δυναστεία σε διεθνείς ασφαλιστικές εταιρείες! Οχι όμως και το κτίριο!
Μεγάλο ζήτημα εκείνες τις ώρες και τις επόμενες μέρες αποτέλεσε η άμεση ανάμειξη του Αγγλου πρεσβευτή στην Αθήνα σερ Φράνσις Ελιοτ .
Είχε καλέσει στα ανάκτορα αμέσως μεγάλη ένοπλη βρετανική δύναμη από τα πολεμικά πλοία, που βρίσκονταν στο Φάληρο. Είναι λίγο δυσδιάκριτο αν οι προθέσεις του ήταν πράγματι άδολες και ήθελε να βοηθήσει την κατάσβεση ή είχε άλλα κίνητρα. Πάντως, ο αντιδυναστικός Τύπος θεώρησε την ένοπλη παρουσία Βρετανών εθνικά ταπεινωτική.
Τα αίτια της φωτιάς ούτε τότε ούτε αργότερα εξακριβώθηκαν.
Πιθανολογείται ότι προήλθε από αναμμένο κερί ή καντήλι στο ανακτορικό παρεκκλήσι. Ισως ακόμη από βραχυκύκλωμα των ηλεκτρικών καλωδίων, από θερμάστρα, από άλλη αμέλεια του αυλικού προσωπικού κλπ. Υπάρχουν, φυσικά, οι φήμες περί εμπρησμού, με τα πιο διαφορετικά ελατήρια.
Τελικά, το σημαντικότερο όλων, ήταν πως αυτό που απέμεινε άθικτο από το αρχικό νεοκλασικό οικοδόμημα και διατηρείται στο σημερινό κτίριο της Βουλής ήταν η εξωτερική πρόσοψη, το μεγάλο κλιμακοστάσιο και δύο αίθουσες (Τροπαίων και Υπασπιστών τότε, Ελ. Βενιζέλου)...
Η «ΤΡΑΓΙΚΗ ΝΥΞ» ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ
Μεγαλοπρεπές θέαμα χωρίς εισιτήριο!
Ο «πατέρας του ελληνικού χρονογραφήματος» Ιωάννης Κονδυλάκης ήταν παρών στη φωτιά που κατέκαψε τ’ Ανάκτορα. Εκείνη την εποχή δημοσιογραφούσε στην εφημερίδα «Εμπρός», όπου έγραφε καθημερινά ένα από τα πιο δημοφιλή χρονογραφήματα με την υπογραφή ΔΙΑΒΑΤΗΣ. Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1909 η στήλη του είχε τίτλο Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΝΥΞ. Εκεί συνδυάζει το γεγονός με καταστάσεις και το κλίμα της εποχής εξαίρετα:
«Όταν κατά τας 10 περίπου εξήλθα του εστιατορίου η πυρκαϊά εφώτιζεν όλον τον προς Ανατολάς ορίζοντα και ο ερυθρός καπνός έφθανε μέχρι του ουρανού. Εις την οδόν Σταδίου έτρεχον άνθρωποι...
Όταν δε κάποιος εκ των τρεχόντων προς τα επάνω είπεν ότι η πυρκαϊά ήτο εις το Παλάτι, αναφώνησις δυσπιστίας και εκπλήξεως υπεδέχθη την πληροφορίαν.
-Στο Παλάτι; Έλα δα...
Όταν εφθάσαμεν εις το Σύνταγμα είδομεν ότι τωόντι αι φλόγες ανεδίδοντο εκ της στέγης των Ανακτόρων. Και μεταξύ του πλήθους το οποίον έτρεχεν προς τ΄ Ανάκτορα ηκούοντο τινές λέγοντες με θλίψιν:
-Τι δυστυχία! Δεν μας φθάνουν όλα τ΄ άλλα;
- Και τι παρεξηγήσεις θα έχωμεν πάλιν!
-Μην αμφιβάλλετε ότι η πυρκαϊά θ΄ αποδοθή εις κακοβουλίαν αντιδυναστικήν... Αλλά μεταξύ των συνηθροισμένων εις την πλατείαν των Ανακτόρων δεν ήσαν ολίγοι όσοι έβλεπον εις την πυρκαϊάν απλώς εν μεγαλοπρεπές θέαμα ...χωρίς να πληρώνουν είσοδο. Καίτοι δ΄ εσιώπων η ταραχή των επροδίδετο εις την έκφρασιν των προσώπων των. Εις μάλιστα εξ αυτών δεν ηδυνήθη ν΄αποκρ΄θψη τα αισθήματά του:
Τι τα θέλεις, βρε αδελφέ; Ο άνθρωπος είναι μοχθηρός εκ φύσεως. Εμένα μου αρέσουν πολύ οι πυρκαϊές.
Και η αιματηρά ανταύγεια της πυρκαϊάς έδινεν εις το πρόσωπόν του έκφρασιν Νερωνείου χαράς.
Την στιγμήν εκείνην η πυρκαϊά είχε φθάσεις εις την μεγαλυτέραν έντασίν.
Η στέγη των Ανακτόρων, ήτο κρατήρ, αναπέμπων τεραστίας έλικας πυρίνου καπνού. Το πυρ εδείκνυε φοβεράν ενεργητικότητα.
-Δεν θα μείνη τίποτε, έλεγον οι βλέποντες την αποθηρίωσιν εκείνην της πυρκαϊάς.
Τα πέριξ εις μεγάλην ακτίνα εφωτίζοντο ως εν καιρώ ημέρας.... Ηανταύγεια έφθανεν μέχρι του Λυκαβηττού, τον οποίομν περιέβελλεν ως αιματίνη λάμψις. Υπέρ την τρομεράν ανθοδέσμην των φλογών η πελωρία στήλη του καπνού, ελαφρώς ωθουμένη υπό του ανέμου, έκλινε προς νώτον και βροχή σπινθήρων έπιπτεν εις τον κήπον.
-το κοντάρι: Το κοντάρι! Επήρε φωτιά και αυτό!
Τωόντι το κοντάρι της σημαίας είχε ανάψει. Το πυρ μετεδόθη εξ αποστάσεως εις το σχοινίον το οποίον ήναψε καθ΄ όλον το μήκος του ξύλου. Και εσχηματίσθη φλοξ λεπτή και διακεκομμένη ως τρεμοσβήνουσα λαμπάς επί του μετώπου των Ανακτόρων.
-Τι δυστυχία! Τι δυστυχία!
... Και το ψύχος ήτο τρομερόν. Κακόμοιροι πυροσβέσται, τι θα υποφέρουν! Τώρα τα πρόσθια παράθυρα του κέντρου εις τον επάνω όροφον εφωτίσθησαν. Η καιομένη οροφή κατέπεσεν. Και οι θλοβόμενοι επαναλαμβάνουν:
Τι δυστυχία! Δεν θα μείνη πέτρα επί πέτρας...»
Κάλαντα και στίχοι για τις φωτιές στο Παλάτι
Χτισμένο απ' όλους!
«Έκοψαν απ΄ τα σπίτια / το νερό μέσα στην πόλη / Για το σπίτι που με ίδρω / τόχουμε χτισμένο όλοι / κι επροτίμησαν πολίται / απ΄τη δίψα τους να σκάσουν/ παρά ένα τέτοιο σπίτι / κανακάρικο να χάσουν ...» (στίχοι από το «Ραμπαγά» για τη φωτιά του 1984)
Ασμα επικήδειο
«Αλλ΄ όμως καλύτερα μαύρος σωρός να γίνης / Και άσμα επικήδειον στην τέφρα σου να ψάλω / μήπως επάνω εις αυτήν στηθεί Παλάτι άλλο / κι Ανάκτορον μίας σεμνής κι ηρωικής Ελλάδος...» (σατιρικοί στίχοι του Γ. Σουρή στο «Ρωμηό»)
Μη σας καίει πόνος...
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός σας χρόνος/ για τη φωτιά του Παλατιού να μη σας καίη πόνος/ κι αν κάηκαν του Παλατιού τα σκεύη και στολίδια/ μπορούνε κι άλλα σαν αυτά να ξαναγίνουν ίδια...» (κάλαντα του Γ. Σουρή για το 1910)
Τα παρελθόν του κτιρίου της Βουλής των Ελλήνων
Η ΑΝΕΓΕΡΣΗ
Τα ανάκτορα αρχίζουν να χτίζονται το 1836 σε σχέδια του Βαυαρού αρχιτέκτονα Φρ. Γκέρτνερ. Καλύπτουν επιφάνεια 17.000 τ.μ. Ολοκληρώνονται το 1843 και κοστίζουν 5,5 εκατ. χρυσές δραχμές. Θα ανακαινιστούν μετά την έξωση του Οθωνα και της Αμαλίας (1862) και την εγκατάσταση του Γεωργίου Α΄ και της Ολγας διαρρυθμίστηκαν χωρίς να υπάρξουν ουσιαστικές τροποποιήσεις (1867). Τότε οικοδομείται στον 2ο όροφο και το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, απ΄ όπου πιθανολογείται ότι ξεκίνησε η φωτιά του 1909 (από καντήλι ή κερί αναμμένο).
Η ΠΡΩΤΗ ΦΩΤΙΑ
Το καλοκαίρι του 1884 (24 Ιουλίου) τα ανάκτορα απειλήθηκαν από φωτιά, που ξέσπασε στον 2ο όροφο (προς την πλευρά της σημερινής Β. Σοφίας). Η αιτία αποδόθηκε στην καπνοδόχο των μαγειρείων ή σε συνεργείο που επισκεύαζε τη στέγη. Η βασιλική οικογένεια απουσίαζε τότε και βρισκόταν στην Κοπεγχάγη. Η φωτιά δεν πήρε μεγάλη έκταση (κάηκε η στέγη) και οι καταστροφές ήταν σχετικά μικρές.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η βασιλική οικογένεια επιστρέφει στο επισκευασμένο Παλάτι το 1912 (μετά τη φωτιά του 1909 είχε μετακομίσει στα θερινά ανάκτορα του Τατοΐου). Οταν ο Κωνσταντίνος διαδέχεται τον Γεώργιο Α΄ ( δολοφονήθηκε το 1913) επιλέγει ως ανάκτορο την κατοικία του στο Μέγαρο της Ηρώδου Αττικού (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο). Στα Παλαιά (πλέον) Ανάκτορα παραμένει μετά το 1913 η βασιλομήτωρ Ολγα. Την περίοδο εξορίας της βασιλικής οικογένειας (1917-1920) τα ανάκτορα μετατρέπονται σε νοσοκομείο (τα βασιλικά διαμερίσματα παραμένουν ανέπαφα και θα κατοικηθούν πάλι από την Ολγα το 1920-22).
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή σε χώρους του κτιρίου λειτουργούν υπηρεσίες περίθαλψης των προσφύγων. Αργότερα στεγάζονται διάφορες υπηρεσίες και αποθηκεύεται η βασιλική περιουσία. Το 1928-32 ανεγείρεται το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη και το 1929 αποφασίζεται η στέγαση της Βουλής. Τότε γίνονται οι βασικές επεμβάσεις στο κτίριο και οικοδομούνται νέες αίθουσες (Βουλής και Γερουσίας). Την 1η Ιουλίου 1935 η Βουλή αρχίζει τις εργασίες της στη νέα αίθουσα.
Η εκδοχή του εμπρησμού
Πολύ γρήγορα, αλλά κι αργότερα, κυκλοφόρησαν διάφορες φήμες για τα αίτια της φωτιάς. Ο Βρετανός πρεσβευτής σημείωνε σε αναφορά του μια από τις διαδόσεις: «Στη χώρα τούτη των απίθανων αντιθέσεων δεν ξαφνιάστηκα όταν άκουσα -πριν περάσει μιάμιση ώρα από τη στιγμή που έφθασα στο σημείο της πυρκαγιάς- ότι έλεγαν πως ο βασιλιάς ο ίδιος είχε βάλει φωτιά στο παλάτι για να προκαλέσει τη συμπάθεια του κόσμου». Την ευρύτερη περίοδο η συγκεκριμένη λογική δεν ήταν κάτι ξένο για το παλάτι. Στο ίδιο πλαίσιο ο βασιλιάς απειλούσε με αναχώρηση από την Αθήνα, μετά το κίνημα της 15ης Αυγούστου 1909.
Οι Βρετανοί... ύποπτοι!
Ο επιτετραμμένος της Αυστρίας, σε αντίθεση με τον Βρετανό πρεσβευτή, ήταν φορέας αντίθετης διάδοσης. Τη φωτιά, σύμφωνα μ’ αυτή, έβαλαν οι εχθροί της δυναστείας. Μάλιστα, με διαταγή της επαναστατικής μερίδας του Στρατιωτικού Συνδέσμου, που έκανε το κίνημα και ήθελε να την ξεφορτωθεί. Αλλά και έμμεσες υπόνοιες για «βρετανικό δάκτυλο» εκφράστηκαν. Η φωτιά ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να υπενθυμίσουν οι Αγγλοι την ένοπλη παρουσία τους στη χώρα. Οι στρατιώτες, που έσπευσαν από τα πολεμικά πλοία τους στ’ ανάκτορα, έστελναν ένα ηχηρό μήνυμα. Είμαστε εδώ! Ηταν κοινό μυστικό πως η παρουσία τους συνδεόταν με την προστασία της δυναστείας.
Πηγή: Έθνος (ΤΑΚΗΣ ΚΑΤΣΙΜΑΡΔΟΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου