Τη διενέργεια σωστικών επεμβάσεων στην «Κλεψύδρα», την πιο σημαντική φυσική πηγή της Ακρόπολης, που η συνεχής χρήση της ξεπερνά τα 5.500 χρόνια, αποφάσισε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Ο προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται σε 550.000 ευρώ και στόχος του ΥΠΠΟΤ είναι να εξασφαλίσει το κονδύλι αυτό μέσω του ΕΣΠΑ.
Η είσοδος της «Κλεψύδρας» είναι στη συμβολή του αρχαίου Περιπάτου και της οδού των Παναθηναίων, αλλά ελάχιστοι από τους επισκέπτες της Ακρόπολης το γνωρίζουν.
«Τόσο το δάπεδο της αυλής όσο και ο ανατολικός από τους τοίχους που την περιβάλλουν έχουν 'χτυπηθεί' από τις σεισμικές δονήσεις, την καθίζηση του εδάφους και τις ρίζες των φυτών» εξηγεί στα Νέα η αρμόδια αρχαιολόγος Σοφία Μοσχονησιώτη.
Το σπήλαιο καθαρίστηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο β' ήμισυ του 13ου αι. π.Χ. Βάσει επιγραφής που βρέθηκε στην Αρχαία Αγορά, στο σπήλαιο λατρευόταν κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. η νύμφη Εμπεδώ.
Την ίδια περίοδο (και συγκεκριμένα κατά το 470-460 π.Χ.) διαμορφώθηκε το πρώτο κρηναίο οικοδόμημα με την αυλή που υπάρχει σήμερα. Είχε ορθογώνιο σχήμα, είσοδο στην βορειοδυτική γωνία και κλίμακα που οδηγούσε σε χαμηλότερο επίπεδο, ενώ αγωγοί ύδρευσης ξεκινούσαν από την πηγή. Λόγω των πολλών κατολισθήσεων βράχων που τελικά έφραξαν την πηγή, κατασκευάστηκε, στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ.-αρχές του 3ου αι. μ.Χ., θολωτός διάδρομος (προσιτός μέσω της Ακροπόλεως με κλίμακα) που κατέληγε σε φρέαρ ύδρευσης ανοιγμένο κάτω από τους πεσμένους βράχους. Η κατασκευή οχυρώθηκε στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. με το Υστερορωμαϊκό τείχος.
Κατά τον 6ο αι. μ.Χ. το νερό της πηγής διοχετευόταν με πήλινο αγωγό στην Ιουστινιάνεια δεξαμενή, ενώ στη μεσοβυζαντινή περίοδο η «Κλεψύδρα» μετατράπηκε σε ναϊδριο των Αγίων Αποστόλων το οποίο διατηρείτο έως τον 19ο αιώνα.
Η πηγή ανακαλύφθηκε ξανά το 1822 από τον αρχαιολόγο/επιγραφολόγο Κυριακό Πιττάκη και το επόμενο έτος ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατασκεύασε νέο προμαχώνα γύρω από αυτήν εξασφαλίζοντας πόσιμο νερό στους Έλληνες που κατείχαν την Ακρόπολη.
Η «Κλεψύδρα» ανασκάφηκε το 1874 από τον Γάλλο αρχαιολόγο Εmile Burnouf, το 1897 από τον αρχαιολόγο της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Παναγιώτη Καββαδία, και κατά το διάστημα 1936-1940 από τον αρχαιολόγο της Εν Αθήναις Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών Αρθουρ Πάρσονς.
Πηγή: Newsroom ΔΟΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου