24/2/10

Η καταγραφή των φάσεων της ζωής στα ελληνικά νησιά

Οι ιερείς, οι πρώτοι ληξίαρχοι, δεν είναι άτομα «αποπνευματοποιημένα»: είναι άνθρωποι που εφαρμόζουν τις νόρμες της Διοίκησης

Του Σ. Ι. Ασδραχα*

Η βενετική κυριαρχία στα ελληνικά νησιά θεσμοθέτησε την καταγραφή των φάσεων του ανθρώπινου βίου ή ορθότερα των «σταθμών»: γέννηση, γάμος (δηλαδή θεσμοθετούμενη προϋπόθεση της αναπαραγωγής), θάνατος. Σε μεγάλο βαθμό ο τελευταίος ανακόπτει τη μετάβαση στον δεύτερο σταθμό. Η καταγραφή είναι υπόφορη του τελετουργικού και οι απογραφείς είναι οι τηρητές του, εκείνοι που βαφτίζουν, παντρεύουν και οργανώνουν την νεκρώσιμη ακολουθία, οι ιερείς (σπανιότερα λέγονται θύτες). Είναι, εκ των πραγμάτων, εγγράμματοι, με διαφορετικό βαθμό παιδείας, που αντανακλάται στην εικόνα της γραφής και στον ήχο των λέξεων. Η τυποποίηση του εκφερόμενου λόγου μετριάζει αυτές τις ανισότητες. Είναι κυρίως πνευματικοί «ταγοί» μιας συλλογικότητας που εκκλησιάζεται στο ίδιο λατρευτικό καθίδρυμα και (συνήθως) κατοικοεδρεύει στην περιοχή του – είναι η ενορία ή «κοντράδα» στο εφτανησιώτικο ιδίωμα. Πρόκειται για μια γενικευμένη πρακτική, όπου τα δικά μας παραδείγματα αποτελούν μια υποπερίπτωση.
Πριν γενικευθούν τα νεκροταφεία, οι άνθρωποι θάβονταν στον ενοριακό τους ναό – «έσω» και «έξω». Στα Εφτά Νησιά οι ναοί αυτοί ήταν συνήθως συναδελφικοί, ιδρυμένοι από μια ομάδα ανθρώπων με θεσμοθετημένο προνομιακό καθεστώς: δεν συντρέχει λόγος να αναφερθώ στη νομική του άποψη, θα υπενθυμίσω μόνο ότι οι συναδελφικές εκκλησίες δεν ήταν άμοιρες ορισμένης «ταξικότητας» – όπως άλλωστε έχει συμβεί και με τη χωροταξία των νεκροταφείων. Δίπλα στην «αταξικότητα» και ο πολυμιγής χαρακτήρας της σύνθεσης των αστικών πληθυσμών που καθόρισε μια διάκριση στα ιερά καθιδρύματα –εκείνη και εκείνα των «ξένων», χωρίς τούτο να σημαίνει ότι οι τελευταίοι εκλαμβάνονταν ως υποδεέστεροι.

Ολα αυτά είναι κοινοί τόποι: θα προσθέσω έναν ακόμη, αφού υπενθυμίσω την υπαγωγή της φυσιολογίας της γέννησης στο τελετουργικό.
Πράγματι, ο άνθρωπος υπάρχει αφού «φωτιστεί» με το βάφτισμα, δηλαδή με την ένταξή του στη συλλογική θρησκευτικότητα: με το βάφτισμα αποκτά όνομα και μ’ αυτό θα εγγραφεί στις δέλτους του Θεού όταν ηχήσει η σάλπιγγα• μ’ αυτό επίσης μνημονεύεται στις μετά θάνατον δεήσεις –ένα ξερό βαφτιστικό όνομα χωρίς τη συνοδεία του οικογενειακού ή του γενεϊκού: ισοπολιτεία του θανάτου, όπου δεν διακρίνεται ο βασιλιάς από τον στρατιώτη. Ωστόσο, οι παπάδες που καταγράφουν όσες βαφτίσεις έκαμαν, εμφορούνται από μια διπλή χρονικότητα: εκείνη του τελετουργικού και εκείνη του φυσιολογικού. Γι’ αυτό φροντίζουν να δηλώνουν (κατά κανόνα κατά προσέγγιση) τον χρόνο γέννησης. Αυτοί οι πρώτοι ληξίαρχοι δεν είναι άτομα «αποπνευματοποιημένα»: είναι άνθρωποι του κόσμου, παντρεύονται, γεννοβολούν, έχουν την οικιακή τους οικονομία, προφανώς τα πάθη τους, σέβονται τις κοινωνικές ιεραρχίες (κάποτε ως ταγοί της κοινωνικής συλλογικότητας, επαναστατούν), είναι πρόσωπα δημόσια και, ως ληξίαρχοι, δημόσιοι λειτουργοί: εφαρμόζουν τις νόρμες που επιβάλλει η Διοίκηση και συμμορφώνονται στις αλλαγές που αυτή θεσμοθετεί.
Οι καταγραφές βαπτίσεων, γάμων και θανάτων εμπεριέχουν πολλές πληροφορίες: ονόματα βαφτιστικά και οικογενειακά γεννητόρων, ονόματα «αναδόχων», δηλαδή νονών, ηλικίες και, από μια στιγμή και ύστερα, διευθύνσεις σπιτιών. Πρόκειται για έναν αμητό πληροφοριών που συνιστούν μιαν ιστορική ύλη.
Ερχομαι στον κοινό τόπο• τα ληξιαρχικά βιβλία προσφέρονται στη δημογραφική έρευνα και μάλιστα σ’ αυτό που λέμε ιστορική δημογραφία. Οι προτάσεις, κυριολεκτικότερα οι μέθοδοι για την αξιοποίηση αυτών των τεκμηρίων ως πηγών της ιστορίας των πληθυσμών σε μικροδημογραφικό (κυρίως) επίπεδο, είναι γνωστές. Οι μακροδημογραφικές αναζητούν άλλου τύπου πηγές, τις απογραφές. Τα αποτελέσματα επίσης γνωστά. Δεν θα αναμασήσω τα απολύτως γνωστά, θα υπενθυμίσω μόνο ότι τα ληξιαρχικά βιβλία προσφέρονται στην ανασυγκρότηση των οικογενειών: τούτο σημαίνει ότι αποκτά νέα διάσταση η γενεαλογία, ότι η γενεαλογία «εκδημοκρατίζεται», γιατί αλλάζει στόχευση: από αριστοκρατική γίνεται βιολογική. Προτάσεις; Κυρίως ιστοριογραφικές πραγματώσεις.
Δημογραφία
Το πιο εύκολο, αλλά και επίπονο στην ιστοριογραφική διαδικασία της αναγωγής του ατομικού στο γενικό, είναι να χρησιμοποιούμε τις ληξιαρχικές καταγραφές των παπάδων ως πηγή της ιστορικής δημογραφίας. Ας υπομνήσω ότι οι καταγραφές αυτές δεν είναι πάντα συλλογικές, αλλά και επιλεκτικές: δεν καταγράφεται πάντα και παντού η βιολογική (και υπορρήτως κοινωνική) διαδρομή των ατόμων, αλλά η διαδρομή ορισμένων εν όψει διεκδικήσεων κοινωνικών, που συμβαίνει επίσης αυτές οι τελευταίες να αντλούν τα επιχειρήματά τους από τις συλλογικές καταγραφές. Πρόκειται για άτομα που έχουν την ανάγκη να συγκροτήσουν το γενεαλογικό τους δέντρο, για το οποίο δεν φτάνει μόνο η οικογενειακή μνήμη ή μυθοπλασία (παράλογη ή και κωμική, αποδεκτή ωστόσο), για άτομα επίσης που πρέπει να χρησιμοποιήσουν την προσωπική τους ταυτότητα που παραπέμπει στους γεννήτορες προκειμένου να νομιμοποιηθούν συναλλαγές. Ο παπάς που βαφτίζει, παντρεύει, ψάλλει, ικετεύοντας, τους νεκρούς γίνεται, όπως λέγαμε, δημόσιος ληξίαρχος που τεκμηριώνει αδιαμφισβήτητα, αφού τηρεί το επίσημο βιβλίο των διαδρομών του ανθρώπινου βίου. Οσο κι αν έχουν τυποποιηθεί οι ληξιαρχικές πράξεις δεν υπακούουν σε όλα τα νησιά του Ιονίου σε ένα ενιαίο πρότυπο: αυτό θα γίνει στα χρόνια της βρετανικής Προστασίας. Η καταγραφή είναι υπόφορη στην κοινωνική και πολιτισμική φυσιογνωμία καθενός από τα ανθρώπινα περιβάλλοντα: στην Κέρκυρα, λόγου χάρη, στις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου αναγράφεται το όνομα του πιστοποιούντος ή και θεράποντος γιατρού, το είδος του θανάτου• στη Λευκάδα (με την οποία θα ασχοληθώ στο επόμενο σημείωμα) ο γιατρός απουσιάζει και η ασθένεια δηλώνεται περιστασιακά. Μη έχοντας ιατρική γνωμάτευση, ο καταγραφέας επιστρατεύει τις δικές του γνώσεις ή τα ακούσματά του. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται περισσότερο για μια πρόληψη της νόσου παρά για μια ένδειξη της «επιστημονικής» κωδικοποίησης της νοσολογίας.
Συμβαίνει η αιτία του θανάτου να είναι κοινή για όλους και συνεπώς αναγνωρίσιμη: ο λοιμός ή οι ενδημικές νόσοι. Ωστόσο, ο μαζικός θάνατος δεν είναι δυνατό παρά επιλεκτικά να καταγραφεί στο ατομικό επίπεδο: όσους παίρνει η λοιμική δεν φαίνεται ότι θάβονταν «χριστιανικά». Το τελετουργικό έχει διαρραγεί και γι’ αυτό ο απροσφορότερος τρόπος για την ποσοτικοποίηση του λοιμού θα ήταν η αναδρομή στις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου: αυτές θα έδιναν κάτι από τον απόηχό του. Πηγή, λοιπόν, της ιστορικής δημογραφίας τα ληξιαρχικά βιβλία, όχι όμως ο πανόπτης καθρέφτης της.
Οι άνθρωποι βέβαια δεν έρχονται στη ζωή όλοι τους «νομίμως», ούτε πεθαίνουν πάντα «φυσιολογικά»: κάποιοι τους σκοτώνονται, άλλοι τους πνίγονται στο πέλαγο, άλλοι τους γλιστρούν και μένουν ξέπνοοι. Η στενή, ακόμη, οικογένεια δεν αποτελείται από γεννήτορες (ή και γεννήτορες των γεννητόρων) και τέκνα: στην οικογένεια εμφιλοχωρούν και άλλα άτομα υπηρετικά, υπηρέτες, θα λέγαμε σήμερα, και υπηρέτριες. Αυτά τα πρόσωπα, καλύπτονται ή δεν καλύπτονται με σύμβαση εργασίας: εξευγενίζονται ή εξανθρωπίζονται με φιλάλληλους τεχνικούς όρους – είναι «ψυχοπαίδες» ή «ψυχοπαίδια», «ψυχοκόρες» και εκείνοι που στεγάζουν αυτά τα υπηρετικά πρόσωπα «ψυχομάνες» και «ψυχοπατέρες». Ολα αυτά (σχεδόν) εμφιλοχωρούν στις ληξιαρχικές πράξεις. Δεν εμφιλοχωρεί, όσο μπορώ να ξέρω, μια άλλη μορφή οικογένειας, οι «αδελφοσύνες». Ας με ανεχθεί ο Αναγνώστης που τον καταπονώ μ’ αυτά τα μυριόλεκτα και τόσο ελλιπώς διατυπωμένα, εν είδει εισαγωγής για ό, τι πρόκειται να επακολουθήσει: δεν θα είναι μια συνοπτική και εντοπισμένη δοκιμή ιστορικής δημογραφίας, αλλά ένας παράδρομος που θα θελήσει να νοηματοδοτήσει, στο ελάχιστο, ό, τι συναιρείται στα ποσοτικά μεγέθη και στις κατηγοριοποιήσεις τους: παρά την αμετροέπεια, πρόκειται για τους μικρούς ατομικούς πόνους που αρθρώνονται σε μια παγκόσμια συμφωνία, όπως έχει πει ο Αντόνιο Γκράμσι.
*Ο κ. Σ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου