7/2/10

Από δεκανέας, καγκελάριος

Του Γιωργου Mαργαριτη*

Η ημέρα της 30ής Ιανουαρίου 1933 δεν ήταν για το Βερολίνο ημέρα ενθουσιασμού ή, ακόμα περισσότερο, ημέρα γιορτής. Και όμως για τη Γερμανία πολλά άλλαξαν εκείνη την ώρα ενώ, για πολλούς από τους Γερμανούς έφθανε, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, η ώρα της εκπλήρωσης των προσδοκιών τους. Πραγματικά, το μεσημέρι αυτής της ημέρας, ο Αδόλφος Χίτλερ διάβηκε την κεντρική πόρτα της εξουσίας και ονομάστηκε από τον πρόεδρο του Ράιχ, στρατάρχη Χίντενμπουργκ, καγκελάριος –πρωθυπουργός δηλαδή– του Ράιχ. Ηταν νεότατος, 44, περίπου, χρόνων, ενώ ο Χίντενμπουργκ διάβαινε τα 86 και, επιπλέον, ήταν ο μόνος από τα πολιτικά στελέχη της συντηρητικής δεξιάς που είχε πίσω του μια ισχυρή πολιτική οργάνωση και ένα μαχητικά οργανωμένο κίνημα με ερείσματα σε σημαντικά τμήματα της γερμανικής κοινωνίας. Με λίγα λόγια, ο αυστριακής καταγωγής τυχοδιώκτης της πολιτικής είχε ήδη στα χέρια του όλα τα χαρτιά.
Και όμως, ο λαϊκός ενθουσιασμός απουσίαζε από τη σεμνή τελετή. Υπήρχαν κάποιες συγκεντρώσεις ανθρώπων ολόγυρα καθώς και η απαραίτητη εκείνες τις ημέρες παρουσία τμημάτων των SA –Sturmabteilung– «αποσπασμάτων εφόδου» στα πέριξ. Ηταν μία ένδειξη για το τι ακριβώς συνέβαινε στη χώρα. Για τους πολλούς ήταν οι καιροί της απελπισίας, του φόβου και της αβεβαιότητας, για τους λίγους η εποχή των μεγάλων ευκαιριών. Ούτε οι μεν ούτε οι δε είχαν ώρα για γιορτές και φιέστες.

Η πολιτική προϊστορία του Αδόλφου Χίτλερ ακολούθησε τα ίχνη των περιπετειών της Γερμανίας στα χρόνια που ακολούθησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η οργή για τον τρόπο με τον οποίο υπογράφηκαν οι συνθήκες της ειρήνης –εκείνη των Βερσαλλιών κυρίως– με την παράταση του αποκλεισμού της χώρας για πολλούς μήνες μετά την ανακωχή και τη συνεπακόλουθη εκβιαστική εξαθλίωση της κοινωνίας της, ήταν το υπόστρωμα της οργής που από την αρχή υπήρξε καύσιμη ύλη του ναζισμού. Η γενική ταπείνωση της πρώην μεγάλης δύναμης στο Παρίσι του 1919 συμπλήρωνε την εικόνα. Ο πρώην δεκανέας, αφού για λίγο δοκίμασε την τύχη του ως πληροφοριοδότης της πολιτικής αστυνομίας, ρίχθηκε στην πολιτική, ως μέλος, στέλεχος και σύντομα ηγέτης του Κόμματος των Γερμανών Εργατών (DAP), το οποίο στα 1920 μετονομάστηκε σε NSDAP – Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών. Μέσα από αυτό άρχισε να διαμορφώνει τις ιδεολογικές και πολιτικές του θέσεις και να χτυπά, αρχικά χωρίς επιτυχία, τις πόρτες της εξουσίας.
Τον Νοέμβριο του 1923 έδωσε την πρώτη του σημαντική πολιτική μάχη. Σε επαφή και συνεργασία με τον Λούντεντορφ, πρώην ηγέτη του γερμανικού στρατού και θεωρητικό του «ολοκληρωτικού πολέμου», οργάνωσε πραξικόπημα στο Μόναχο, γνωστό ως «κίνημα της μπιραρίας». Η κατάληψη της εξουσίας στην πόλη αυτή και στις στρατιωτικές της φρουρές θα ξεκινούσε την «πορεία προς το Βερολίνο» –αντίγραφο της «πορείας προς τη Ρώμη» του Μουσολίνι έναν χρόνο νωρίτερα– με σκοπό την απελευθέρωση της Γερμανίας από τους «Κόκκινους» και την εγκατάσταση μιας εθνικής δικτατορίας. Η αποτυχία του κινήματος οδήγησε τον Χίτλερ στη φυλακή, στο φρούριο του Λάντσμπεργκ, καταδικασμένο σε ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων, από την οποία εξέτισε τους εννέα μήνες. Σε αυτήν την υποχρεωτική ανάπαυλα ολοκλήρωσε τη συγγραφή του κλασικού του βιβλίου, Mein Kampf (Ο Αγών μου!).
Σε αυτό περιγράφονταν η «ανισότητα των φυλών», ο αμείλικτος αγώνας για την επικράτηση των ισχυρότερων, η ανωτερότητα της λευκής φυλής και ειδικά του κεντρικού πυρήνα των άριων λαών, τονιζόταν η σημασία της φυλετικής καθαρότητας στον αγώνα για υπεροχή, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μοίρα των Γερμανών είναι να γίνουν κυρίαρχοι του κόσμου. Αυτό το σπουδαίο περνούσε φυσικά από την ακύρωση της ταπείνωσης και της «φυλάκισης» των Γερμανών από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ηταν αναγκαία η επάνοδος στα σύνορα του 1913, ώστε μετά η ισχυρή Γερμανία να πραγματοποιήσει το πεπρωμένο της, τη μεγάλη έφοδο στην Ανατολή, όπου και υπήρχαν όλα τα αναγκαία για την «απογείωση» της γερμανικής παραγωγικής ευφυΐας. Οι εκεί λαοί, οι Σλάβοι, ήταν ανάξιοι και κατώτεροι και η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό ήταν η παράδοσή τους στον μπολσεβικισμό!
Το μέσον για όλα αυτά ήταν το μίσος και ο πόλεμος – «bellum omnium contra omnes»: αγώνας –σχεδόν ζωώδης– για τον «ζωτικό χώρο». Το όλο θεωρητικό υπόστρωμα περιλάμβανε λίγο από Δαρβίνο, λίγο από Γκομπινό, λίγο από προγενέστερες θεωρίες «ευγονισμού» – ένα μείγμα επιπέδου συζήτησης καφενείου αναβαθμισμένο σε πολιτικό πρόγραμμα. Αρκούσε αυτό για να σφραγίσει τη μετέπειτα ιστορία της Γερμανίας, της Ευρώπης και του κόσμου!
Η σταθεροποίηση της πολιτικής ζωής στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η σχετική βελτίωση των συνθηκών ζωής του γερμανικού λαού έδωσαν μια κάποια αναστολή στη ναζιστική προοπτική. Στις εκλογές του 1924, οι ναζί πήραν το 2,9% των ψήφων, σε εκείνες του 1928, 2,6%. Στα 1929 το NSDAP είχε 178.000 μέλη προερχόμενα, κοινωνικά, από τις μεσαίες τάξεις και τους αγρότες – το ποσοστό των εργατών και των υπαλλήλων ήταν περιορισμένο. Η πολιτική, πρώτα, και οικονομική κρίση του 1930 έδωσε στον Χίτλερ και τους οπαδούς του μια νέα μεγαλύτερη ευκαιρία.
Γενική πολιτική κρίση στο σύστημα της Βαϊμάρης
Οι κλυδωνισμοί στο πολιτικό σύστημα της Βαϊμάρης ξεκίνησαν στις εκλογές του Μαΐου 1928 που έφεραν στην εξουσία τον σοσιαλιστή καγκελάριο Χέρμαν Μύλλερ. Παρά την επιτυχημένη πολιτική του τελευταίου, ειδικά στην επαναδιαπραγμάτευση του εξωτερικού χρέους της Γερμανίας (οι «επανορθώσεις» του πολέμου - Σχέδιο Γιανγκ), η συντηρητική παράταξη που εξέφραζε ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ βρέθηκε σε άμεση αντιπαράθεση με την κυβέρνηση. Οι γαιοκτήμονες, οι επιχειρηματίες και οι εθνικιστές πέρασαν σε ένα είδος παθητικής επανάστασης ενάντια σε αυτό που έβλεπαν ως «ανατροπή» των συνηθειών τους. Οι πιέσεις που άσκησαν οδήγησαν στην πρώτη πραξικοπηματική παρέμβαση του Χίντενμπουργκ στην πολιτική ζωή. Τον Μάρτιο του 1930, ο πρόεδρος υποχρέωσε τον καγκελάριο Μύλλερ σε παραίτηση και ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης σε έναν εκπρόσωπο της Καθολικής Δεξιάς (Zentrum - Καθολικού Κέντρου), παρά την απουσία κοινοβουλευτικής στήριξης στο σχήμα. Τον Ιούλιο του 1930, το Ράιχσταγκ διαλύθηκε για πρώτη φορά τη στιγμή ακριβώς που εκδηλώνονταν οι πρώτες συνέπειες της οικονομικής κρίσης.
Οι εκλογές της 14ης Σεπτεμβρίου 1930 δεν έλυσαν το πρόβλημα. Οι Σοσιαλδημοκράτες πήραν 24,5% των ψήφων και 143 έδρες, ενώ το Καθολικό Κέντρο –που φιλοδοξούσε να κυβερνήσει– μόλις 11,8% και 68 έδρες. Οι κομμουνιστές ενίσχυσαν τη θέση τους με 13,1%, γεγονός που επέτεινε τις φοβίες των συντηρητικών. Η έκπληξη και ο προϊδεασμός των όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν ήρθε από το Ναζιστικό Κόμμα που ανέβηκε στο 18,3% των ψήφων με 107 έδρες και κυριάρχησε στον συντηρητικό πολιτικό χώρο. Η Γερμανία, πάντως, συνέχισε να κυβερνιέται από διορισμένους από τον πρόεδρο καγκελάριους, βαθαίνοντας την πολιτική κρίση και την απαξίωση των θεσμών. Η οικονομική και κοινωνική κρίση έφεραν τα υπόλοιπα. Το τέλος της εισόδου αμερικανικών κεφαλαίων, το 1929, οδήγησε στην κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος της Γερμανίας, το 1930. Στη συνέχεια, η χώρα βυθίστηκε σε γενική κρίση από τον Δεκέμβριο του 1930, με κύρια χαρακτηριστικά την ανεργία και, αργότερα, τον πληθωρισμό. Το 1931 έκλεισε με 6.000.000 ανέργους και 8.000.000 εξαθλιωμένους «μερικώς απασχολούμενους». Η πολιτική περικοπής δαπανών και κοινωνικών παροχών πολλαπλασίασε τις συνέπειες της κρίσης και δημιούργησε εφιαλτικές καταστάσεις εξαθλίωσης. Ο κίνδυνος της κοινωνικής αναταραχής και της επανάστασης οδήγησε σε ομαδοποιήσεις στον χώρο της Ακροδεξιάς και της οικονομικής ολιγαρχίας.
Σε αυτόν τον προοδευτικά συγκροτούμενο συνασπισμό, ο Χίτλερ έγινε το κεντρικό πρόσωπο. Οι επικεφαλής των ενώσεων των επιχειρηματιών, ο Σαχτ, πρόεδρος της Ράιχσμπανκ στα 1923 - 1930, ή ο Θύσσεν της χαλυβουργίας, τον αποδέχθηκαν ως επικεφαλής της μεγαλύτερης Κοινοβουλευτικής Ομάδας του γερμανικού συντηρητισμού και τον μόνο που είχε οργανωμένο κόμμα για να επιβάλει τις απόψεις του και ταυτόχρονα τα συμφέροντά τους. Ο Χίτλερ κατέβηκε ως αντίπαλος του Χίντενμπουργκ στις προεδρικές εκλογές του 1932 και ηττήθηκε μόλις στον δεύτερο γύρο όπου συγκέντρωσε 13.400.000 ψήφους.
Η παραίτηση του καγκελαρίου Μπρύνινγκ έφερε στην εξουσία τον Πάπεν, απευθείας εκπρόσωπο γαιοκτημόνων και βιομηχάνων. Η αναμέτρησή του με τον Χίτλερ ήταν οπωσδήποτε άνιση. Τον Ιούλιο του 1932, οι ναζί πήραν 37,8% των ψήφων και 230 έδρες, ενώ σε νέες εκλογές τον Νοέμβριο, 33,1% και 196 έδρες. Η ενίσχυση των κομμουνιστών έπεισε ακόμα και τον Πάπεν ότι το εκλογικό παιχνίδι έπρεπε να σταματήσει. Ηταν σαφές ότι μόνο ο Χίτλερ μπορούσε να εκφράσει τον συνασπισμό των συντηρητικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στη χώρα. Ο δρόμος για την 30ή Ιανουαρίου είχε ανοίξει.
* Ο κ. Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου