28/3/10

Οικονομικό κραχ του 1929: Ο αντίκτυπος στην ελληνική οικονομία

Γιωργου Β. Δερτιλη*

Για την Ελλάδα, η κρίση δεν άρχισε το 1929, αλλά το 1920. Πολύ πριν, ήδη από το 1905, η δραχμή είχε συνέλθει από την «πτώχευση» του 1893 και είχε επανέλθει σε πλήρη ισοτιμία με το χρυσό φράγκο, χάρη στον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο (ΔΟΕ). Οι εισροές από την ελληνόκτητη ναυτιλία, την ανθούσα διασπορά και τα μεταναστευτικά εμβάσματα, κάλυπταν ως συνήθως τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου. Εως το 1920, η οικονομία αναπτυσσόταν παρά τους πολέμους αλλά και λόγω των πολέμων, δυστυχώς. Οι διεθνείς χρηματαγορές και η Εθνική Τράπεζα δάνειζαν αφειδώς το κράτος. Το μεγαλύτερο μέρος των νέων δανείων το απορροφούσαν όπως πάντα οι στρατιωτικές δαπάνες, αναπόφευκτες με το πολεμικό και ακραία εθνικιστικό κλίμα που επικρατούσε στην Ευρώπη ολόκληρη. Ετσι, τα ελλείμματα και το χρέος έφθασαν σε πρωτοφανές επίπεδο. Η κρίση επήλθε, άλλη μια φορά, με ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Το 1920, η μικρασιατική εκστρατεία μπήκε στην τελευταία φάση της. Ο ευρωπαϊκός Τύπος πιθανολογούσε ότι Αγγλία και Γαλλία θα απέσυραν την υποστήριξή τους προς την Ελλάδα με αίτιο ή πρόσχημα την επάνοδο του Κωνσταντίνου. Οι αγορές ακολούθησαν: απέσυραν την εμπιστοσύνη τους στη δραχμή. Ελληνικές και ξένες τράπεζες, ακόμη και ιδιώτες, διενεργούσαν πράξεις λίγο - πολύ κερδοσκοπικές, ψυχρές ή πανικόβλητες. Η ήττα επαλήθευσε τις προβλέψεις τους. Μεταξύ 1920 και 1922, η δραχμή υποτιμήθηκε κατά 85%.
Το 1922 σώρευσε νέα δεινά. Για ν’ αντιμετωπίσει άμεσες ανάγκες, το κράτος ανέστειλε τη μετατρεψιμότητα της δραχμής και τις πληρωμές για το χρέος, έκοψε στα δύο το χαρτονόμισμα, επέβαλε δρακόντειους περιορισμούς στις τράπεζες και στις συναλλαγές. Αλλά δεν μπόρεσε να περιορίσει αρκετά τις δαπάνες, ιδίως τις στρατιωτικές• ούτε τόλμησε ν’ αυξήσει τους φόρους όσο απαιτούσε η κρίση.

Το 1926, το ποσοστό της υποτίμησης είχε αυξηθεί στο 93%. Από τα έξι εκατομμύρια των κατοίκων της χώρας, το 26%, κάπου 1.350.000 άνθρωποι, ήταν πρόσφυγες και «ανταλλάξιμοι». Το βάρος για την αποκατάστασή τους ήταν τεράστιο. Στο μεταξύ, όμως, τα μέτρα είχαν αρχίσει ν’ αποδίδουν και ορισμένα νέα δάνεια είχαν ελαφρύνει την πίεση στο δημόσιο ταμείο. Το 1924, η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) σε συνεργασία με τον ΔΟΕ, είχε επιτρέψει δάνειο για την αποκατάσταση των προσφύγων. Είχε επίσης ενθαρρύνει τον εσωτερικό δανεισμό, ομολογιακό και τραπεζικό, καθώς και εξωτερικά δάνεια για δημόσια έργα. Ετσι, οι κυβερνήσεις του 1926 - 1927 πέτυχαν επιτέλους ένα συμβιβασμό για το χρέος, αντιπροσφέροντας μερική επανάληψη των πληρωμών. Ο συμβιβασμός και, κυρίως, η σκληρή εργασία των απλών πολιτών, αυτοχθόνων και προσφύγων, τόνωσαν την πραγματική οικονομία και έφεραν νέες καταθέσεις στις τράπεζες. Μεταξύ 1926 και 1931, η υποτίμηση σταμάτησε και η δραχμή παρέμεινε σταθερά υποτιμημένη γύρω στο 93%.
H κυβέρνηση Βενιζέλου
Το 1928, επομένως, η νέα κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου είχε παραλάβει την οικονομία σταθεροποιημένη, έστω και επί ξυρού ακμής. Τα θεσμικά μέτρα της για την εξυγίανση του νομισματικού και τραπεζικού συστήματος ήταν ρηξικέλευθα. Το 1928, η ίδρυση της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) περιόρισε την κυριαρχία της Εθνικής στο τραπεζικό ολιγοπώλιο που κερδοσκοπούσε έως τότε στο νόμισμα και ρύθμιζε τους όρους δανεισμού Δημοσίου και ιδιωτών. Το 1930, υπεγράφη ένας ευνοϊκός συμβιβασμός για τα δάνεια των Συμμάχων κατά τον Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1931, με τη στήριξη της ΚτΕ και σε συνεργασία με την ΤτΕ, η κυβέρνηση είχε πλέον θέσει το τραπεζικό σύστημα υπό έλεγχο. Τράπεζες και κρατικά ταμεία υποχρεώθηκαν να καταθέτουν τμήμα των αποθεμάτων τους στην ΤτΕ, αυξάνοντας τις δυνατότητές της να στηρίξει το σύστημα, σε περίπτωση πανικού, ως «δανειστής έσχατης καταφυγής».
Ετσι, το 1929, η διεθνής χρηματιστηριακή κρίση ναι μεν εκλόνισε και την Ελλάδα, αλλά ο αντίκτυπος στην οικονομία της δεν ήταν ολέθριος, όπως ήταν στις βιομηχανικές χώρες. Το τραπεζικό ολιγοπώλιο επέτεινε, βεβαίως, τον πόλεμο κατά της ΤτΕ και την κερδοσκοπία, αλλά δεν επέφερε καταστροφή. Αυτή είχε, άλλωστε, επέλθει από το 1922 και έως το 1926 οι δυσμενείς προβλέψεις των αγορών είχαν ήδη προεξοφλήσει την υποτίμηση. Αν όμως η οικονομία άντεξε τη χρηματιστηριακή κρίση, ήταν αδύνατο ν’ αντέξει τον τυφώνα της παγκόσμιας ύφεσης. Το 1931, η ύφεση προκάλεσε νέες κρίσεις στην Αυστρία και στη Γερμανία. Τον Σεπτέμβριο, η κρίση του αποθεματικού νομίσματος εκείνης της εποχής, της στερλίνας, ανάγκασε τη Μ. Βρετανία να εγκαταλείψει τον κανόνα χρυσού. Οι συνέπειες ήταν πρωτοφανείς: πανικός στο νεογέννητο τότε Χρηματιστήριον Αθηνών, ανοργάνωτο ακόμη και ανεξέλεγκτο• και συνωστισμός πανικόβλητων καταθετών στα ταμεία των τραπεζών. Ετσι, τα διαθέσιμα των τραπεζών άρχισαν να εξανεμίζονται, όπως και το απόθεμα που είχε σωρεύσει η χώρα σε συνάλλαγμα και χρυσό.
Σκληρότερα μέτρα
Η κυβέρνηση και η ΤτΕ αντέδρασαν με σκληρότερα μέτρα. Οι εξαγωγές κεφαλαίου απαγορεύθηκαν. Οι εξαγωγείς υποχρεώθηκαν να καταθέτουν στην κεντρική τράπεζα τις συναλλαγματικές τους εισπράξεις και οι τράπεζες τα συναλλαγματικά τους αποθέματα, σε τιμή μειωμένη κατά 20%. Δρακόντειοι περιορισμοί περιόρισαν τις εισαγωγές, ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης. Οι φόροι έφθασαν στο απροχώρητο.
Τα μέτρα προκάλεσαν οξύτατο πρόβλημα ρευστότητας. Η κεντρική τράπεζα έπαιξε τον ρόλο του lender of last resort. Διέσωσε έτσι το τραπεζικό σύστημα και καθησύχασε τους πανικόβλητους καταθέτες. Αλλά το κράτος δεν έβρισκε πλέον δανειακά κεφάλαια για να συνεχίσει τις πληρωμές τοκοχρεολυσίων - ούτε βεβαίως στη διεθνή ούτε στην εγχώρια αγορά. Τον Απρίλιο του 1932, η Ελλάδα εγκατέλειψε επισήμως και οριστικώς τον χρυσό και ανέστειλε πάλι τις πληρωμές των χρεολυσίων και εν μέρει των τόκων του δημοσίου χρέους.
Η κυβέρνηση είχε παραλάβει την οικονομία επί ξυρού ακμής. Πράγματι, ο παραμικρός κλονισμός μπορούσε να την καταστρέψει• και αυτό που ακολούθησε, μετά το 1929, ήταν σεισμός• ήταν όχι μόνον η μεγαλύτερη κρίση του 20ού αιώνα, αλλά και η βαθύτερη ύφεση της σύγχρονης ιστορίας. Με αυτά τα δεδομένα, οι χειρισμοί της κυβέρνησης ήταν κατά κανόνα ορθοί. Ο οικονομολόγος της εποχής μας θα μπορούσε εκ των υστέρων να επικρίνει πολλά• ο ιστορικός, όχι• επειδή αυτά που τότε συνέβησαν, τα κρίνει με τα κριτήρια εκείνης της εποχής και όχι της δικής του. Εκείνη την ιστορική στιγμή, μεταξύ 1929 και 1932, το New Deal δεν υπήρχε• το ευρύ κοινό αγνοούσε τον Κέυνς• και οι περισσότεροι οικονομολόγοι τον εγνώριζαν λίγο και τον αναγνώριζαν ελάχιστα. Επιπλέον, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων ήταν άνθρωποι φτωχοί ή πάμπτωχοι και κλονισμένοι από μια δεκαετία πολέμων.
Εξοδος από τον κανόνα του χρυσού με επτά μήνες καθυστέρηση
Ολες οι κυβερνήσεις του κόσμου αντιμετώπιζαν με φόβο την έξοδο από τον κανόνα χρυσού. Την θεωρούσαν έσχατη λύση - ένα είδος εγκατάλειψης του πλοίου με την ελπίδα σωτηρίας στα σωσίβια. Το ίδιο δίλημμα αντιμετώπισε και η ελληνική κυβέρνηση. Δίστασε να εγκαταλείψει τον χρυσό, αφού η προοπτική και μόνο αρκούσε για να εξανεμίσει τα αποθέματά της και να την αποκλείσει από τις αγορές κεφαλαίου - και το αποφάσισε επτά μήνες μετά την Αγγλία. Αλλά η καθυστέρηση ήταν δικαιολογημένη. Οι πολιτικές των δύο χωρών δεν είναι συγκρίσιμες. Εγκαταλείποντας τον χρυσό, η Ελλάδα κήρυττε οριστική πτώχευση και έμπαινε στον μονόδρομο μιας «αυτοδύναμης» ανάπτυξης, χωρίς ελπίδα να προσελκύσει φθηνά ξένα κεφάλαια. Ενώ η Αγγλία διέθετε την οικονομική ενδοχώρα της αυτοκρατορίας, στην οποία αναδιπλώθηκε για να προστατεύσει την οικονομία της. Επειτα, η λίρα ήταν και θα παρέμενε αποθεματικό νόμισμα. Κατά κάποιον τρόπο, η απόφαση των Βρετανών ήταν παρόμοια με την απόφαση των Αμερικανών το 1971, απόφαση εξαιρετικά ωφέλιμη για την Αμερική έως τις μέρες μας.
Η σημαντικότερη ίσως διαφορά της εποχής εκείνης από τη σημερινή αφορούσε την οικονομική θεωρία και πρακτική. Η ύφεση εκθρόνισε τον φιλελευθερισμό που κυριαρχούσε στα προηγούμενα ογδόντα χρόνια. Τον αντικατέστησαν, σε πλανητική κλίμακα, ο κρατικός παρεμβατισμός και ο προστατευτισμός. Οι νέες ιδεολογίες επέφεραν ευνοϊκές συνέπειες αλλά και παράπλευρες ζημίες, με μείγμα διαφορετικό ανάλογα με τις ιστορικές εξελίξεις σε κάθε χώρα.
Στην ελληνική ύπαιθρο, η υποτιμημένη δραχμή αύξησε τη σιτάρκεια και στήριξε εξαγωγικές καλλιέργειες. Η νέα Αγροτική Τράπεζα χρηματοδότησε και οργάνωσε τους αγρότες σε συνεταιρισμούς. Οι δασμοί επιδότησαν προϊόντα που διαφορετικά θα αντιμετώπιζαν οξύ ανταγωνισμό. Μακροχρονίως όμως, οι αγρότες εθίζονταν στην κρατική προστασία και αδιαφορούσαν για την ανταγωνιστικότητα, τον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών. Στη βιομηχανία, οι σχεδόν απαγορευτικοί δασμοί και οι περιορισμοί των εισαγωγών αύξησαν την αξία της παραγωγής. Ο τεράστιος προσφυγικός πληθυσμός, εκτός από την εργασία του, εισέφερε και μια εξαιρετικά αυξημένη ζήτηση στα βασικά αγαθά που μπορούσαν να παράγουν οι εγχώριες βιομηχανίες. Μακροχρονίως όμως, οι βιομήχανοι εθίζονταν στον δασμοβίωτο πλουτισμό και αδιαφορούσαν για την ανταγωνιστικότητα και τη διεθνή προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεών τους. Στο εμπόριο, η ανάπτυξη ολιγοπωλίων τροφοδοτούσε υπερκέρδη και αφανή πληθωρισμό. Εξάγοντας παρανόμως συνάλλαγμα και επανεισάγοντας τμήμα του για να το πουλήσουν στη μαύρη αγορά, οι εξαγωγείς τροφοδοτούσαν το εισαγωγικό εμπόριο.
Η ναυτιλία
Η ελληνόκτητη ναυτιλία απέφυγε την απομόνωση. Κατά παράδοση άλλωστε αψηφούσε τα σύνορα και στηριζόταν στην παγκόσμια αγορά και σε φιλόξενες σημαίες. Παρά τις πολεμικές απώλειες και την ύφεση, διατήρησε μία από τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως. Από κοντά, ο στόλος υπό ελληνική σημαία ανέβηκε το 1938 στην ένατη θέση από την ενδέκατη που κατείχε το 1914.
Στο μεταξύ, ο αφανής πληθωρισμός της υποτίμησης κατέτρωγε τα εισοδήματα των φτωχότερων. Ηταν η συγκαλυμμένη, «κρυφή» φορολογία που συνοδεύει κατά κανόνα τις υποτιμήσεις. Η εσωστρεφής ανάπτυξη, έστω περιορισμένη, αύξανε κυρίως τα εισοδήματα των πλουσίων και των μικρομεσαίων• και παρά τις περιορισμένες επενδύσεις που απέδιδε, τα καθηλωμένα εισοδήματα των φτωχών διαιώνιζαν την ύφεση.
Συμπερασματικά, το 1932 η Ελλάδα μπόρεσε να κάνει ό,τι και άλλες χώρες, οικονομικά ισχυρότερες: να υποτιμήσει το νόμισμά της, να οχυρωθεί στα σύνορά της και να περιμένει, έστω βυθισμένη στον φαύλο κύκλο της εγχώριας ύφεσης, ελπίζοντας να περάσει κάποτε η κρίση, να ανοίξουν οι ξένες αγορές και να δανειστεί ξένα κεφάλαια ώστε να περάσει στον ενάρετο κύκλο της ανάπτυξης. Η κρίση δεν πέρασε όπως φαντάζονταν οι οικονομολόγοι• απλώς την εξουδετέρωσαν οι ιλιγγιώδεις δαπάνες για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τίμημα εκατομμύρια νεκρούς. Και η Ελλάδα δεν πρόφτασε να πραγματώσει τις ελπίδες της• τις έσβησαν η Κατοχή και ο Εμφύλιος.

* Ο κ. Γιώργος Β. Δερτιλής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και directeur d’ tudes (καθηγητής) στην ‚cole des Hautes ‚tudes en Sciences Sociales, Paris. Είναι επίσης ο συγγραφέας του δίτομου έργου «Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της Εστίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου