Του John Noble Wilford - The New York Times
Ήταν μια Κυριακή του Ιουλίου του 1832. Πολλοί κάτοικοι της Νέας Υόρκης, με σκυθρωπά πρόσωπα, συγκεντρώθηκαν στο πάρκο του Δημαρχείου περιμένοντας να μάθουν νέα... περισσότερα κακά νέα. Η επιδημία είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, τα αίτια παρέμεναν άγνωστα και το μέλλον διαγραφόταν ζοφερό. Οι πιο εύποροι εγκατέλειπαν την πόλη και κατέφευγαν στην ύπαιθρο με την ελπίδα να σωθούν. Όπως ανέφερε η εφημερίδα New York Evening Post «οι δρόμοι προς όλες τις κατευθύνσεις είναι αδιάβατοι από τις άμαξες και τους ιππείς, καθώς οι πανικόβλητοι κάτοικοι εγκαταλείπουν την πόλη. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν να προσπαθούν να γλιτώσουν οι κάτοικοι της Πομπηΐας από τη φωτιά και τη λάβα». Ένας από τους βοηθούς του ζωγράφου Ντουράντ περιέγραφε: «Δεν υπάρχει εδώ καμία δουλειά, αν εξαιρέσει κανείς αυτή που κάνει η χολέρα. Γιατροί, νεκροθάφτες, οι ξυλουργοί που φτιάχνουν φέρετρα, είναι οι μόνοι που εργάζονται. Η πόλη μας, που έσφυζε από ζωή, σήμερα έχει μια όψη μελαγχολική. Μπορεί να περπατάς με τις ώρες πάνω κάτω τη Λεωφόρο Μπρόντγουεϊ, χωρίς να συναντήσεις ψυχή». Ο απολογισμός της επιδημίας, τραγικός: Από τους 250 χιλιάδες κατοίκους της Νέας Υόρκης οι 3.515 ήταν νεκροί, είχαν προσβληθεί από χολέρα. (Αναλογικά σήμερα που στη Νέα Υόρκη κατοικούν οκτώ εκατομμύρια ψυχές, οι νεκροί θα ξεπερνούσαν τις 100 χιλιάδες.)
Η επιδημία του 1832 αποδεικνύει πόσο ευάλωτη είναι η ζωή στις μεγαλουπόλεις, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που οι συνθήκες υγιεινής ήταν κάτι περισσότερο από άθλιες, ενώ η ιατρική επιστήμη δεν είχε αναγνωρίσει το ρόλο που διαδραμάτιζαν τα μικρόβια στην εμφάνιση και τη μετάδοση των λοιμών. Οι πόλεις επεκτείνονταν με μεγαλύτερη ταχύτητα απ΄ ό,τι οι πρόνοιες για συνθήκες υγιεινής, πρόβλημα προαιώνιο... που εμφανίστηκε ήδη από την εποχή των Σουμερίων.
Η αρχική αντίδραση στην επιδημία της Νέας Υόρκης, υποστηρίζει ο Κένεθ Τζάκσον, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, αποκάλυψε τις ταξικές, φυλετικές και θρησκευτικές διαφορές του πληθυσμού. Η νόσος χτύπησε ανελέητα τις φτωχογειτονιές όπου κατοικούσαν Αφροαμερικανοί και πάμπτωχοι Ιρλανδοί μετανάστες, βυθισμένοι στη βρώμα και τη δυστυχία.
Οι άθλιοι της πόλης
«Οι υπόλοιποι Νεοϋορκέζοι περιφρονούσαν τα θύματα», εξηγεί ο δρ Τζάκσον, συντάκτης της Εγκυκλοπαίδειας της Νέας Υόρκης. «Εσύ φταις που αρρώστησες». Αντίθετα με τους περισσότερους μεγαλοαστούς της Νέας Υόρκης, ο ιδρυτής της Εταιρείας Ιστορίας, Τζον Πίνταρντ παρέμεινε στη ρημαγμένη πόλη. Οι επιστολές του προς την κόρη του περιλαμβάνονται στα εκθέματα. «Η επιδημία», αναφέρει σε μία από αυτές «περιορίζεται αποκλειστικά στα μέλη των χαμηλότερων τάξεων, που ζουν μέσα στη βρώμα και τη δυσωδία, πολλοί μαζί σε ελάχιστους χώρους σαν χοίροι».
Η επιστήμη και η ιατρική προχωρούσαν με πολύ βραδύτερα βήματα κατά τον 19ο αιώνα. Η επιδημία εξαφανίστηκε 1883, προτού ανιχνευθεί το βακτήριο Vibro cholerae. Όμως, το 1854, έγινε το πρώτο σημαντικό βήμα για την πρόληψη όταν ένας Λονδρέζος γιατρός ο δρ Τζον Σνόου, διαπίστωσε τη σχέση μολυσμένου ύδατος και χολέρας. Ο δρ Σνόου επαλήθευσε τη θεωρία του, κατασκευάζοντας ένα χάρτη του Σόχο, της γειτονιάς που είχε πληγεί από την επιδημία. Αυτό του έδειξε ότι τα περισσότερα θύματα έπιναν νερό από μία δημόσια αντλία στην Μποντ Στριτ που σήμερα έχει μετονομαστεί σε Μπρόντγουικ. Μια μητέρα είχε πετάξει τις μολυσμένες πάνες του μωρού της σε αποχέτευση κοντά στο πηγάδι, όπως αναφέρει στο βιβλίο του Ghost Map ο Στίβεν Τζόνσον.
Στην έρευνα κατά της χολέρας, οι ειδικοί χρησιμοποίησαν τη μέθοδο της χαρτογράφησης, τεχνική πολύ διαδεδομένη στις ημέρες μας, που οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές διευκολύνουν την εμφάνιση και την ανάλυση των δεδομένων. Οι ιστορικοί της Ιατρικής αποδίδουν στον δόκτορα Σνόου, επίσης, την εξέλιξη της σύγχρονης θεωρίας των μικροβίων ως αιτίου λοιμών και τη θεμελίωση της επιδημιολογίας.
Η απειλή της χολέρας ανάγκασε τις πόλεις να λάβουν μέτρα ώστε να περιορίσουν, κατά το δυνατόν, τη βρωμιά. Αυτό, βέβαια, έγινε όταν ήταν πια πολύ αργά για τα θύματα της επιδημίας του 1832 της Νέας Υόρκης ή της επόμενης, το 1849. Τότε, επί πληθυσμού 500.000 πέθαναν 5.071 άνθρωποι.
Η Νέα Υόρκη, το 1832, εξαπλώθηκε προς Βορρά μέχρι την 14η οδό. Ο κόσμος αναγκάστηκε να ξεσπιτωθεί λόγω των όλο και περισσότερων μεταναστών που έφταναν στο Νέο Κόσμο αναζητώντας καλύτερη ζωή. Κάποιοι που είχαν διασωθεί από παλιότερες επιδημίες ελονοσίας και κίτρινου πυρετού ζήτησαν καταφύγιο στην ύπαιθρο και στο χωριό -τότε- Γκρίνουιτς.
Σήμερα, ο διαβάτης από το Γκρίνουιτς Βίλατζ θα θαυμάσει πολλά σπίτια καμωμένα με τούβλα που φέρουν πάνω τους ως έτος ανοικοδόμησης το 1832. Προφανώς οι Νεοϋορκέζοι μάντευαν τι τους επιφύλασσε η τύχη. Η χολέρα, που αρχικώς περιοριζόταν στη νότια Ασία, άρχισε να μεταδίδεται το 1817 από λιμάνι σε λιμάνι, εξαιτίας μολυσμένων ναυτικών. Η νόσος εμφανίστηκε στο Λονδίνο το 1831 και έφτασε στη Νέα Υόρκη τον επόμενο χρόνο. Και φυσικά κανείς, ούτε καν οι γιατροί, δεν ήταν έτοιμος για την εμφάνισή της. Τότε πίστευαν ότι οι τοξικοί ατμοί από την οργανική ύλη που βρισκόταν σε αποσύνθεση, προκαλούσαν τις λοιμώξεις, ιδέα που συναντάμε και σε λογοτεχνικά έργα με επίκεντρο τη Ρώμη και τη Βενετία. Η εμφάνιση της χολέρας στην περιοχή Φάιβ Πόιντς ενίσχυσε τη θεωρία αυτή. Το Φάιβ Πόιντς ήταν μια φτωχογειτονιά στη διασταύρωση πέντε δρόμων, απ΄ όπου πήρε και το όνομά της. Ο Κάρολος Ντίκενς έγραφε για την περιοχή: «Ό,τι είναι βρομερό και σάπιο βρίσκεται εδώ». Στην έκθεση μπορεί να δει κανείς φωτογραφίες των γκάνγκστερ, των αδέσποτων σκυλιών και των χοίρων που αλώνιζαν στην περιοχή. Τουλάχιστον οι χοίροι ήταν χρήσιμοι διότι έτρωγαν τα σκουπίδια.
Τα περισσότερα θύματα της χολέρας πέθαιναν μόλις μία ημέρα αφού διεκομίζονταν στο νοσοκομείο. Όταν μάλιστα τα ιδιωτικά θεραπευτήρια άρχισαν να διώχνουν ασθενείς, οι δημοτικές αρχές αναγκάστηκαν να τους στεγάσουν σε σχολεία και άλλα κτήρια. Και ενώ πολλοί Νεοϋορκέζοι πήραν το δρόμο της «προσφυγιάς» για να γλιτώσουν από τον λοιμό, οι φτωχοί μετανάστες εξαναγκάστηκαν να μείνουν στην πόλη.
Παρά τις επιδημίες του 1832 και 1849, τα πλήθη εξακολούθησαν να συρρέουν στην αμερικανική μητρόπολη και σε άλλα αστικά κέντρα. Όμως η πρώτη επιδημία ενίσχυσε την ανάγκη δημιουργίας ενός συστήματος ύδρευσης ώστε να έρθει νερό από άλλα σημεία της πολιτείας, γεγονός που σιγά σιγά οδήγησε στην κατάργηση των ιδιωτικών και δημόσιων πηγαδιών, τα οποία τις περισσότερες φορές ήταν μολυσμένα. Το 1849 οι δημοτικές αρχές οδήγησαν περισσότερα από είκοσι χιλιάδες γουρούνια πέρα από τα όρια της πόλης.
Τελικά, μετά την εργασία του δόκτορος Σνόου στο Λονδίνο και μια ελάσσονα επιδημία χολέρας στη Νέα Υόρκη το 1866, «γεννήθηκε» η μητροπολιτική υγειονομική υπηρεσία. Οι επιθεωρητές της πηγαίναν από πόρτα σε πόρτα και αποτέφρωναν τα ρούχα των ανθρώπων που μόλις είχαν πεθάνει από το λοιμό. Έτσι καθάρισαν τις εστίες μόλυνσης, έριξαν παντού ασβέστη και δίδαξαν στους επιζήσαντες πώς να διατηρούν καλή υγιεινή. Οι πόλεις, λοιπόν, έμαθαν ότι οι επιδημίες είναι αποτέλεσμα της αστυφιλίας και ήταν δική τους ευθύνη να τις συγκρατήσουν και να τις αποτρέψουν.
Πηγή: Πολίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου