Κάθε κράτος επεξεργάζεται με διαφορετικό τρόπο τα εκπαιδευτικά θέματα, γιατί σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι προϋπάρχουσες εθνικές και τοπικές δομές, δηλαδή οι διαδικασίες «αποπλαισίωσης» και «ανασυγκειμενοποίησης»
Σάββας Γιαλλουρίδης
Το τελευταίο διάστημα γίνονται συζητήσεις στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση και γράφονται άρθρα στον ημερήσιο Τύπο σχετικά με ζητήματα που άπτονται της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Πολλοί, ειδικοί και μη, ισχυρίζονται ότι η δημόσια εκπαίδευση της Κύπρου βρίσκεται στον επιθανάτιό της ρόγχο και ότι για να σωθεί, έστω και τη δωδεκάτη, το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού πρέπει να προχωρήσει σε ευρείες αλλαγές, που θα προωθήσουν την αποκέντρωση και την αυτονόμηση της σχολικής μονάδας. Προτείνουν μάλιστα να εφαρμόσουμε τις επιτυχείς μεταρρυθμίσεις, που προωθήθηκαν σε διάφορες αναπτυγμένες χώρες. Είναι όμως άραγε αυτή λύση επιτυχίας ή καταστροφής;
Τα τελευταία χρόνια εφαρμόστηκαν σε πολλές οικονομικά αναπτυγμένες χώρες ευρύτατες μεταρρυθμίσεις στα εκπαιδευτικά τους συστήματα. Στόχος της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής ήταν να διαφοροποιηθεί το σύστημα διοίκησης και ελέγχου των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία εφάρμοσαν πολιτικές αποκέντρωσης και επέκτασης της σχολικής αυτονομίας.
Στις ΗΠΑ αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 1980 τα «σχολεία - μαγνήτες» για να ανακοπεί το ρεύμα εσωτερικής μετακίνησης λευκών και μεσοαστικών οικογενειών από υποβαθμισμένες περιοχές με μεγάλο αριθμό μειονοτικών μαθητών, προς αναβαθμισμένες περιοχές. Οι τοπικές αρχές βελτίωσαν τις κτηριακές υποδομές, προσέλαβαν νέους διευθυντές, παραχώρησαν αυξημένη αυτονομία για να αποκτήσει το κάθε σχολείο τη δική του ταυτότητα, ποικιλία στην προσφορά μαθημάτων και επιλογή μαθητών με βάση την απόδοσή τους και την εθνική τους καταγωγή και όχι τον τόπο διαμονής τους. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έκαναν την εμφάνισή τους τα charter schools - σχολεία ειδικής συμφωνίας, τα οποία λειτουργούν με όρους αγοράς. Μαθητές γίνονται δεκτοί ανεξάρτητα από την περιοχή κατοικίας τους (καταργούνται δηλαδή οι εκπαιδευτικές περιφέρειες), ακολουθούνται στρατηγικές μάνατζμεντ στη διοίκηση του σχολείου, αυξημένη εμπλοκή των γονέων στα σχολικά συμβούλια, συναγωνισμός με άλλα σχολεία και δίνεται έμφαση σε συγκεκριμένα μαθήματα. Για να ιδρυθεί ένα τέτοιο σχολείο υπογράφεται ένα συμβόλαιο μεταξύ γονέων εκπαιδευτικών και κοινοτικών παραγόντων από τη μια και ενός φορέα, που μπορεί να είναι η πολιτειακή αρχή, ένα πανεπιστήμιο ή μια εταιρεία κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Στην Αγγλία με τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν τη δεκαετία του 1980 οι εξουσίες μετατοπίστηκαν από τους εκπαιδευτικούς στους γονείς. Η κυβέρνηση προώθησε τον ανταγωνισμό μεταξύ των σχολείων και επέτρεψε τις ανοιχτές εγγραφές και την ελεύθερη επιλογή σχολείου από τους μαθητές ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας τους. Η ελεύθερη επιλογή σχολείου μέχρι το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο θεωρήθηκε ο ακρογωνιαίος λίθος του νέου μοντέλου εκπαιδευτικού ελέγχου. Έτσι, εισάγονται και εδώ αλλαγές σύμφωνα με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Συστάθηκαν νέα σχολικά συμβούλια στα οποία την πλειοψηφία έχουν οι εκπρόσωποι των γονέων, που αποφασίζουν για την πρόσληψη καθώς και την απόλυση του διευθυντή και του όλου του προσωπικού, τη συντήρηση του σχολικού κτηρίου, τον εκσυγχρονισμό του εποπτικού υλικού, την ενοικίαση των σχολικών εγκαταστάσεων για αύξηση των πόρων της σχολικής μονάδας και για την εξεύρεση χορηγών. Το σχολείο χρηματοδοτείται από τις τοπικές αρχές με βάση τον αριθμό των μαθητών του. Έτσι, αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα σχολεία για προσέλκυση μαθητών με στόχο την αύξηση των χρηματοδοτήσεων και την απόκτηση πλήρους διαχειριστικής αυτονομίας.
Ανάλογες δραστικές αλλαγές προωθήθηκαν και στην Αυστραλία από τη δεκαετία του 1980 με στόχο την αποκέντρωση και τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από τις πολιτειακές αρχές στις τοπικές και στα ίδια τα σχολεία, τα οποία αποκτούν το δικαίωμα επιλογής προσωπικού και της διαχείρισης των πιστώσεων, ενώ οι μαθητές έχουν το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής σχολείου. Τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις προώθησε η πολιτεία της Βικτώριας, μετά τη δημοσίευση της έκθεσης schools of the future - Σχολεία του Μέλλοντος. Τα σχολεία υποχρεώθηκαν να λειτουργούν σε συνθήκες ανταγωνισμού για να αποσπάσουν περισσότερους μαθητές, να επιτύχουν υψηλότερες επιδόσεις και να εξεύρουν περισσότερους πόρους. Διοικούνται από δεκαπενταμελή συμβούλια, τα δέκα μέλη των οποίων δεν έχουν επαγγελματική σχέση με την εκπαίδευση. Η διάθεση των πόρων γίνεται κατά κεφαλή με βάση την αρχή «τα χρήματα ακολουθούν το μαθητή» είτε φοιτά σε δημόσιο είτε σε ιδιωτικό σχολείο.
Στη Νέα Ζηλανδία επίσης προωθήθηκε η αποκέντρωση και η αυτονομία των σχολικών μονάδων. Τα σχολεία είναι υπεύθυνα για τις προσλήψεις και απολύσεις του προσωπικού, για τη συντήρηση των κτηρίων, για τα βιβλία και για όλα τα λειτουργικά τους έξοδα. Η επιλογή σχολείου είναι ελεύθερη και η επιχορήγηση γίνεται με βάση των αριθμό των μαθητών.
Όμως, η αυτονόμηση αυτή είναι επίπλαστη και αφορά μόνο στη μεταβίβαση εξουσιών από το κράτος στις σχολικές μονάδες σε θέματα κυρίως διαχείρισης της καθημερινής σχολικής πραγματικότητας. Σε ζητήματα αντίθετα που αναφέρονται στο ρόλο του ιδεολογικού ελέγχου και της αναπαραγωγής του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος, το κράτος ενισχύει τις εξουσίες του και το σχολείο μεταβάλλεται σε όχημα για τη συμβολική νομιμοποίηση της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Έτσι, σε όλες τις χώρες που προαναφέρθηκαν, το κράτος αυξάνει τον συγκεντρωτικό του έλεγχο στο περιεχόμενο της διδασκαλίας και στην επιβολή συγκεκριμένων μαθησιακών προτεραιοτήτων. Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι ανακατανομή ρόλων, χωρίς όμως το κράτος να χάνει την κυρίαρχη παρουσία του. Παράλληλα δηλαδή με την αποκεντρωτική πολιτική σε θέματα καθημερινότητας, το κράτος ακολουθεί και μια συγκεντρωτική πολιτική με την ίδρυση νέων μηχανισμών ελέγχου και τη συγκέντρωση εξουσιών στρατηγικής σημασίας.
Η αναφορά σε ξένα εκπαιδευτικά συστήματα και η χρήση του συγκριτικού επιχειρήματος για να καταδειχθεί η υπεροχή τους έναντι του κυπριακού χρησιμοποιείται για να δικαιολογηθούν μεταρρυθμίσεις ωφελιμιστικού χαρακτήρα. Υπάρχει η διαδεδομένη πεποίθηση ότι η εκπαίδευση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και ότι η ανάπτυξη του κράτους εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος. Η χρήση ηχηρών λέξεων, όπως «εποχή της παγκοσμιοποίησης», «κοινωνία της γνώσης», «ποιότητα», «κατάρτιση», «δεξιότητες», «ανταγωνιστικότητα», «διά βίου μάθηση» κατέκλυσαν τις εκπαιδευτικές συζητήσεις και κυριαρχούν στην αρθρογραφία του Τύπου. Όμως, ο εκπαιδευτικός δανεισμός και η μεταφορά υφίσταται τη διαδικασία της αυτοχθονοποίησης. Συγκριτικές μελέτες των εθνικών συστημάτων εντόπισαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε αυτά παρά τις κοινές προκλήσεις. Γιατί οι κοινές προκλήσεις δεν οδηγούν σε σύγκλιση, αφού αναπτύσσονται διαφορετικοί τρόποι διαχείρισής τους. Κάθε κράτος επεξεργάζεται με διαφορετικό τρόπο τα εκπαιδευτικά θέματα, γιατί σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι προϋπάρχουσες εθνικές και τοπικές δομές, δηλαδή οι διαδικασίες «αποπλαισίωσης» και «ανασυγκειμενοποίησης». Έτσι, η μεταφορά για παράδειγμα πρακτικών που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ ή η Αυστραλία ή η Νέα Ζηλανδία ούτε θα επιδράσει παρόμοια ούτε θα πραγματοποιηθεί στην Κύπρο κατά τον ίδιο τρόπο γιατί θα φιλτραριστούν με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τις προϋπάρχουσες εκπαιδευτικές δομές, οι οποίες είναι άμεσα εξαρτώμενες από το κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιό της. Δεν μπορούμε να αναμένουμε την Κύπρο, που έχει ξεκινήσει από διαφορετικό σημείο εκκίνησης και πορεύεται ιδιόμορφα, να καταλήξει στο ίδιο σημείο με αυτές.
Συμπερασματικά, ο εκπαιδευτικός δανεισμός εκπαιδευτικού λόγου δε συνοδεύεται από αντίστοιχο δανεισμό συγκεκριμένων πρακτικών. Στην ουσία αυτό που θα επιτευχθεί είναι απλή μεταφορά εκπαιδευτικού λόγου. Η εδραίωση του διεθνούς λόγου διέρχεται μέσα από τη δυναμικότητα της εθνικής και τοπικής προσαρμογής του.
Διευθυντής Λυκείου Σολέας
Πηγή: Πολίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου