7/3/10

Δημιουργική στατιστική για... καλούς σκοπούς

«Λάθη», παραλείψεις και «μαγειρέματα» στη συλλογή και την επεξεργασία απογραφικών στοιχείων παρατηρούνται ακόμα και από τα χρόνια του Οθωνα

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία δέχεται δριμύτατη κριτική. Βεβαίως, γι' αυτό ούτε η επιστήμη της στατιστικής έχει την ευθύνη. Φταίει η χρήση και κατάχρηση του ερευνητικού έργου. Μερικές φορές και με ευθύνη των ίδιων των επιστημόνων. Οταν και όσων δέχονται να υπηρετούν δύο κυρίους, δηλαδή την επιστήμη και την εξουσία. Οι προθέσεις δεν είναι κατ' ανάγκη κακές.
Από την άποψη αυτή η ιστορία της ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας έχει και γνωστές «μαύρες» σελίδες (στοιχεία και αναλύσεις σκοπιμότητας) και λευκές (στατιστικά λάθη, με ή χωρίς εισαγωγικά).
Το ξεκίνημα, πάντως, της στατιστικής έγινε με καλούς οιωνούς. Η ιστορία της άρχισε πριν ακόμη συγκροτηθεί το νεοελληνικό κράτος. Σχεδόν ταυτόχρονα και συγχρονισμένα με τη «νέα επιστήμη» στην Ευρώπη. Συγκαταλεγόταν, μάλιστα, ανάμεσα στα πρώτα μαθήματα που άρχισαν να παραδίδονται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τα οθωνικά χρόνια σκόνταψε σε σκοπιμότητες, προκαταλήψεις και φοβίες. Στα μέσα, όμως, του 19ου αιώνα άρχισε να αποκτά αίγλη. Μετά τη δεκαετία του 1860 αρχίζει να διαπιστώνεται και κάποια «στατιστική μανία». Τα απογραφικά στοιχεία, με αιχμή τα πληθυσμιακά και οι αριθμητικές συγκρίσεις κατακλύζουν εφημερίδες, περιοδικά, ομιλίες.
Επιστημονική υπηρεσία
Αλλά για να γίνει επιστήμη θα πρέπει να φθάσει πρώτα ο 20ός αιώνας. Μόνο στα μέσα του, όμως, θα γίνει και επιστημονική υπηρεσία. Δυστυχώς, όχι πάντα πάνω σε αρχές, αλλά συντασσόμενη με συγκυριακούς «εθνικούς», πολιτικούς και κομματικούς υπολογισμούς.
Ο ιστορικός Γ. Μπαφούνης, που έχει ασχοληθεί ειδικά με την πορεία της ελληνικής στατιστικής τον 19ο αιώνα, καταλήγει σε μια καίρια διαπίστωση:

«Η εισαγωγή της στατιστικής ως αυτόνομης κρατικής πρακτικής, αλλά και ως επιστημονικού τομέα γνώσης πολλές φορές αντιμετώπισε τα γενικότερα προβλήματα δυσλειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Εκείνο όμως που την ξεχώρισε από τις άλλες δημόσιες υπηρεσίες ήταν ότι, από κάποια στιγμή, άρχισε να ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια μιας ακόμη δημόσιας υπηρεσίας και πάνω της επενδύθηκαν σημαντικότατες ιδεολογικές προσδοκίες. Σε μια τέτοια εξέλιξη, η στατιστική κλήθηκε να υποστηρίξει με τις εργασίες της τους γενικότερους προσανατολισμούς του ελληνικού βασιλείου?».
Η διαπίστωση έχει ισχύ και τον επόμενο αιώνα. Η ελληνική κρατική στατιστική ταλαντευόταν και αργότερα μεταξύ επιστήμης και εργαλειακής χρήσης των στατιστικών στοιχείων. Στον βωμό σκοπιμοτήτων κάποτε θυσιάζονταν βασικές αρχές. Διορθώνονταν στοιχεία και ερμηνεύονταν κατά το δοκούν. Μετά το 1870 οι ανταγωνισμοί των εθνικισμών στα Βαλκάνια προσέφεραν ένα ευρύ πεδίο για ιδεολογικές ερμηνείες και χρήσεις των στατιστικών στοιχείων.
«Η απογραφή πληθυσμού, οι πίνακες του εμπορίου, η στατιστική της δικαιοσύνης και της παιδείας, προσθέτει ο Γ. Μπαφούνης, κάθε δυνατός αριθμός επιστρατεύτηκε στην προσπάθεια του ελληνισμού να αποδείξει την υπεροχή του έναντι των υπολοίπων Βαλκάνιων γειτόνων του...».
Οταν οι ανάγκες αυτές θα υποχωρήσουν, η εργαλειοποίηση θα γίνεται λόγω άλλων σκοπιμοτήτων. Κυρίως πολιτικών, όπως έως τις μέρες μας σε τομείς που επιδέχονται «διορθώσεις» και «δημιουργικές λογιστικές» κατόπιν πολιτικών επιλογών...
Πάντως, για λόγους ιστορικής ακρίβειας, η χειραγώγηση της στατιστικής δεν ήταν (και προφανώς δεν είναι) αποκλειστικά κάποιο ελληνικό φαινόμενο...
Η εξέλιξη της ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας
Συμβολική σύνθεση της Μεγάλης Ιδέας. Στην ιδέα και ό,τι αυτή συνεπαγόταν, στο επίπεδο της πολιτικής και ιδεολογίας δεν αντιστάθηκε ούτε η «νεαρά επιστήμη της στατιστικής».
Η πρώτη τομή
Τομή για τα ελληνικά στατιστικά δεδομένα θεωρείται από τους ειδικούς η απογραφή του 1861. Ολοι συμφωνούν ότι τότε ενηλικιώνεται η ελληνική στατιστική και αρχίζει να γίνεται επιστήμη. Δεν απογράφεται απλώς ο πληθυσμός της χώρας, αλλά καταγράφονται και ιδιότητες (φύλο, πολιτική κατάσταση, επάγγελμα κ.ά.)
Με επιφύλαξη
Η λαϊκή καχυποψία απέναντι στις στατιστικές οφειλόταν σε δύο βασικούς λόγους: 1) φορολογικούς και 2) στρατολογικούς. Δεν ήταν αδικαιολόγητες οι φοβίες, αφού πράγματι οι απογραφικοί κατάλογοι, κατά καιρούς, είχαν χρησιμοποιηθεί τόσο για τον αριθμό των στρατευσίμων ανά περιοχή, όσο και για φορολόγηση.
Η ενηλικίωση του 1956
Οι αρχές στις οποίες στηρίχτηκε η οργάνωση της ΕΣΥΕ το 1956 ήταν το συγκεντρωτικό στατιστικό σύστημα, η λειτουργική ανεξαρτησία, ο συντονισμός των σχετικών κρατικών υπηρεσιών, η εμπιστευτικότητα των στοιχείων και το υποχρεωτικό της παροχής των ζητούμενων στοιχείων από άτομα, επιχειρήσεις, αρχές, κ.λπ.
Περίεργα, παράξενα και ευτράπελα των ελληνικών απογραφών
Δεν δηλώνονταν για να αποφύγουν τον στρατό!
Μέχρι τη δεκαετία του 1850 τα απογραφικά στοιχεία θεωρούνταν περίπου «κρατικά μυστικά». Δεν ήταν προσπελάσιμα ούτε σε ξένους δημοσιογράφους. Αργότερα η κατάσταση ομαλοποιήθηκε και έφτασε ως την υπερπροσφορά.
Το 1830 η Στερεά έχει 98.744 κατοίκους. Εκπληκτική ακρίβεια, αν και κατά την απογραφή καταμετρούνταν οικογένειες κι όχι άτομα! Επειδή δεν υπήρχε κανένα στοιχείο από στερεοελλαδίτικη επαρχία για τον αριθμό των ατόμων ανά οικογένεια, χρησιμοποιήθηκε ο σχετικός αριθμός από την Πελοπόννησο. Δεδομένου, λοιπόν, ότι εκεί υπολογιζόταν ότι αντιστοιχούσαν 4,13 άτομα ανά οικογένεια, τότε οι 22.787 οικογένειες της Στερεάς ισοδυναμούσαν με 98.744 κατοίκους (22.787 Χ 4,13)!
Στην απογραφή του 1853 ο πληθυσμός της Ελλάδας, που προκύπτει από το άθροισμα του πληθυσμού των νομών, είναι κατά 7.000 ανώτερος από το άθροισμα των κατοίκων που φέρονται να κατοικούν σε κάθε δήμο. Ο πληθυσμός που ανακοινώθηκε το 1856 από έλεγχο που έγινε μεταγενέστερα ήταν μεγαλύτερος του πραγματικού κατά 4.589. Γενικώς, τα λάθη γινόταν προς τα... επάνω! Βεβαίως, ο συνολικός πληθυσμός (κάτι παραπάνω από 1 εκ.) δεν άλλαζε ουσιαστικά, αλλά εμφανίζονταν έτσι ενισχυμένοι ρυθμοί αύξησης.
Σε διεθνές συνέδριο στατιστικής που έγινε στο Παρίσι το 1855 η ελληνική αντιπροσωπεία παρουσίασε τα ελληνικά δεδομένα. Από τους πίνακες προέκυπτε ότι οι κατοικίες ήταν περισσότερες από τις οικογένειες. Οι ξένοι απέδιδαν το γεγονός στην πειρατεία, που ανάγκαζε τους κατοίκους, τάχα, να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. Η διαφορά, όμως, οφειλόταν στη σύγχυση μεταξύ οικογένειας και νοικοκυριού. Το αποτέλεσμα ήταν ο μέσος όρος ατόμων ανά οικογένεια στην Ελλάδα να είναι αρκετά μεγαλύτερος (4-5 άτομα) από τον μέσο ευρωπαϊκό (3-3,5).
Κατά περίεργο τρόπο, ενώ οι αναλογίες ανδρών -γυναικών ήταν λογικές (περισσότεροι άνδρες), στις ηλικίες 18-24 ετών η γυναικεία υπεροχή ήταν συντριπτική. Αυτό συνέβαινε επειδή δεν δηλώνονταν πολλοί άνδρες, που είχαν στρατεύσιμη ηλικία. Οσους λιγότερους εμφάνιζε κάθε επαρχία τόσο μικρότερο ποσοστό «κληρωτών» (με κλήρωση) καλούσαν στον στρατό. Το φαινόμενο θα παρατηρείται έως και τις πρώτες ακόμη δεκαετίες του 20ού αιώνα
Για τοπικιστικούς λόγους αρκετές φορές έχει «βελτιωθεί» ο αριθμός των κατοίκων κάποιας περιοχής (Καρπενήσι, Αρκαδία κ.α.). Η αιτία ήταν η εκλογή μεγαλύτερου αριθμού βουλευτών ή δημοτικών συμβούλων (ο αριθμός τους οριζόταν ανάλογα με τον πληθυσμό).
Κατά παράδοξο τρόπο σε πολλές απογραφές εμφανίζονταν οι ηλικίες των πολιτών να λήγουν συνήθως σε 0 ή 5. Η εξήγηση που δίνεται είναι ότι οι απογραφείς στρογγυλοποιούσαν τα δεδομένα μόνοι τους. Το ανεξήγητο είναι ότι τα στοιχεία για τα παιδιά -5 χρόνων ήταν ελλιπή! Με τις ηλικίες παρατηρούνταν αρκετά ευτράπελα. Παροιμιώδης έμεινε η περίπτωση μάνας που είχε ηλικία μικρότερη από την κόρη της.
Μεγάλες προσπάθειες χρειάζεται για να εξαχθεί από τις απογραφές έως τον 20ό αιώνα η σύνθεση του ενεργού πληθυσμού. Αφενός μεν γιατί χρειάζονται αποκρυπτογραφήσεις για να... ανακαλυφθεί το επάγγελμα και αφετέρου λόγω αποκρύψεων. Το 1879 επάγγελμα δηλώνουν λιγότεροι από τους μισούς κατοίκους της χώρας!
Ερμηνείες και παρερμηνείες
Η αρχαιοελληνική διαπίστωση «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις» μας δίνει ένα μέτρο των περιπετειών και της σύγχυσης γύρω από τη στατιστική. Ο διεθνής όρος statistique (από το λατινικό sratus=κράτος) αποδόθηκε στη Νεοελληνική αρχικώς ως πολιτογραφία (πολίτης), αργότερα ως πολιτειογραφία (πολιτεία), χωρογραφία, χωρολογία, δημοσιολογισμός, εθνογραφία και τελικά, φαινόταν να επικρατεί ο όρος καταστατική (από παρερμηνεία σύμφωνα με την οποία o όρος προερχόταν από το statista =κατάσταση). Στα μέσα του 19ου αιώνα, όμως, θα κυριαρχήσει η ονομασία στατιστική. Η απόδοση αυτή, όμως, συναντάται ήδη από τη δεκαετία του 1810, όπως αναφέρουν ειδικοί.
Η «νέα επιστήμη»
Η πρώτη απόπειρα για την εισαγωγή της «νέας επιστήμης» (πολιτειογραφία ονομαζόταν τότε) γίνεται από πολύ νωρίς. Αναλαμβάνει να τη διδάξει ένας καθηγητής της ιστορίας. Πρόκειται για τον Θ. Μανούσο, ο οποίος παραδίδει σχετικά μαθήματα από το 1837 έως το 1843. Τότε διακόπτεται η διδασκαλία της και ο ίδιος απολύεται. Οπως προκύπτει από διάφορες πληροφορίες, οι παραδόσεις του αντιμετωπίστηκαν ειρωνικά και επικριτικά από τους κρατούντες. Σε κάποια μάλιστα σχόλια της εποχής η κατάργηση του μαθήματος κρίνεται ως επίθεση των Βαυαρών «κατά της ελληνικής παιδείας». Η διδασκαλία θα επανέλθει στις αρχές του 20ού αιώνα.
ΧΡΟΝΙΚΟ: Από τον Καποδίστρια έως τον Καραμανλή
1828: O Καποδίστριας συγκροτεί ειδική επιτροπή και διενεργείται η πρώτη νεοελληνική απογραφή πληθυσμού.
1830: Δημιουργείται «Πολιτειογραφική Επιτροπή» με σκοπό τη συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων για κάθε επαρχία του κράτους.
1834: Σύσταση Γραφείου της Δημοσίας Οικονομίας στο υπουργείο Εσωτερικών, με ευρύτερες αρμοδιότητες. Τα χρόνια που ακολούθησαν περιορίζεται στη συγκέντρωση στοιχείων για τους τομείς του υπουργείου (πληθυσμός, βιομηχανία-βιοτεχνία, γεωργία). Μέχρι το 1845 οργανώνει ετήσιες απογραφές με βάση διοικητικές πηγές. Στη συνέχεια κάνει το ίδιο, αλλά σε μεγαλύτερα διαστήματα (1848, 1853, 1856).
1859-1860: Αναδιοργανώνεται και ενισχύεται το Γραφείο. Χωρίζεται σε τμήματα κι ένα απ΄ αυτά ονομάζεται Τμήμα Στατιστικής.
1861: Η πρώτη πλήρης απογραφή πληθυσμού (και γεωργίας) και σημείο αναφοράς για όλες τις επόμενες.
1910-1924: Τμήμα Στατιστικής στο νεοσύστατο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Εχει την ευθύνη της συλλογής, επεξεργασίας και δημοσίευσης όλων των εθνικών στατιστικών που αναφέρονται στον πληθυσμό, τη φυσική κίνηση πληθυσμού και τη μετανάστευση, τη γεωργική παραγωγή, τη βιομηχανία, τη βιοτεχνία, τις μεταφορές, το εσωτερικό - εξωτερικό εμπόριο, τις επικοινωνίες, τη δικαιοσύνη, τις τιμές κλπ. Συγκροτείται Συμβούλιο Στατιστικής από καθηγητές Πανεπιστημίου και εκπροσώπους των Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων.
1925: Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, όπου συγκεντρώνονται όλες οι κρατικές στατιστικές.
1929: Εκδίδεται για πρώτη φορά το Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο.
1930 -1940: Κυκλοφορεί η Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος. Σημαντικές εργασίες της περιόδου αυτής είναι: οι απογραφές πληθυσμού, έρευνες στις βιβλιοθήκες και τον Τύπο για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς κ.ά.
1956: Οργανώνεται η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, με αρχές που ισχύουν έως σήμερα.
2004: Στο επίκεντρο κριτικής, όπως και παλιότερα, εξαιτίας των επανειλημμένων αναθεωρήσεων του ύψους του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους ιδιαίτερα, ως ποσοστών του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
2010: Κρίση αξιοπιστίας και νομοθετική προετοιμασία για συγκρότηση της ΕΣΥΕ σε Ανεξάρτητη Αρχή.
Πηγή: Έθνος (Τ. ΚΑΤΣΙΜΑΡΔΟΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου