Σπουδαίος ζωγράφος της Αναγέννησης που δούλεψε κυρίως στην Ισπανία.
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννήθηκε πιθανότατα το 1541 στον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο της Κρήτης, την εποχή της Βενετοκρατίας. Η ημερομηνία γέννησης του προκύπτει όχι από κάποιο επίσημο έγγραφο της εποχής αλλά με βάση μία ιδιόχειρη σημείωση του, σύμφωνα με την οποία το 1606 ήταν 65 ετών. Ο πατέρας του, Γεώργιος Θεοτοκόπουλος, ήταν φοροσυλλέκτης και έμπορος. Για τη μητέρα του δεν διαθέτουμε πληροφορίες, ενώ άγνωστη παραμένει και η ταυτότητα μίας ενδεχόμενης πρώτης, Ελληνίδας συζύγου του. Είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Μανούσο Θεοτοκόπουλο (1531-1604), ο οποίος ακολούθησε το επάγγελμα τού πατέρα τους.
Πριν φύγει, σε ηλικία 20 περίπου χρόνων, για την Ιταλία είχε κιόλας μια ζωγραφική εμπειρία από μια σοβαρή επαφή με την αυστηρή βυζαντινή τέχνη. Στη Βενετία, που ήταν ο πρώτος σταθμός του, δούλεψε στο εργαστήριο του Τιτσιάνο και δέχτηκε την επίδραση του Τιντορέτο σ' ότι αφορά την έξαρση του δραματικού στοιχείου της εικονιζόμενης σκηνής.
Το 1570 πήγε στη Ρώμη, όπου βρήκε ισχυρές προστασίες, χάρη στη βοήθεια του φίλου του ζωγράφου Τζούλιο Κλόβιο.
Από την περίοδο αυτή της παραμονής του στην Ιταλία, έχουμε το "πορτρέτο του Κλόβιο" (μουσείο Νεάπολης) και τη "θεραπεία του τυφλού" (μουσείο Δρέσδης ), που προμηνύουν τη μεταγενέστερη τεχνοτροπία του μεγάλου οραματιστή, που βρήκε στο Τολέδο της Ισπανίας, από το 1577, τη δεύτερη πατρίδα του και το κατάλληλο πλαίσιο, μέσα στο οποίο εκδηλώθηκε και ωρίμασε η καλλιτεχνική του μεγαλοφυΐα.
Στο Τολέδο ήταν προστατευόμενος του Δον Διέγκο της Καστίλης κι εργάστηκε στην αρχή για το μοναστήρι του Σαν Ντομίνγκο.
Είναι γεγονός ότι η μυστικοπαθής ατμόσφαιρα της Ισπανίας και ιδιαίτερα της παλιάς αυτοκρατορικής πόλης του Τολέδο, που διατηρούσε ακόμα το παλιό μεγαλείο της, τα οχυρά της, το ξεπεσμένο αρχοντολόι της και τις γεμάτες πάθος μορφές των καλόγηρων και των λαϊκών τύπων της, ταίριαζε καλύτερα στο μεγάλο οραματιστή από το χαρούμενο κλίμα των ιταλικών Αυλών. Και το τραγικό τοπίο του Τολέδο ήταν το ιδανικό περιβάλλον για τη θερμή ιδιοσυγκρασία του και τις παράφορες εμπνεύσεις του.
Ο Πατσέκο, ζωγράφος και κριτικός της τέχνης, τον περιγράφει ως βίαιο και οξύθυμο, που πολύ συχνά ερχόταν σε σύγκρουση με τους πελάτες του και είχε αρκετές δίκες μαζί τους. Ο φίλος του πάλι Ιωσήφ Μαρτινέθ αναφέρει ότι ζούσε μια πολυδάπανη ζωή μεγάλου άρχοντα, ότι σπαταλούσε τεράστια ποσά.
Ο Φίλιππος Β' τον κάλεσε το 1580, μετά το θάνατο του Ναβαρέτ, για να συνεχίσει τη διακόσμηση του Εσκοριάλ. Εκτελώντας την παραγγελία του ο Γκρέκο ζωγράφισε το Μαρτύριο του Αγίου Μαυρίκιου. Το έργο αυτό, από τα σημαντικότερα του ζωγράφου δεν άρεσε στο Φίλιππο και δεν του ανέθεσε άλλες εργασίες.
Το περίφημο έργο του Γκρέκο, "Η κηδεία του κόμητα Οργκάθ", φιλοτεχνήθηκε το 1586 για την εκκλησία του Σάντο-Τομέ του Τολέδο, όπου βρίσκεται και σήμερα.
Οι περισσότεροι πίνακες του Γκρέκο έχουν θρησκευτικό θέμα. Ζωγράφισε επίσης και πολλά πορτρέτα, όπου τα εικονιζόμενα πρόσωπα φαίνονται να κοιτάζουν πέρα από τα πράγματα αυτού του κόσμου. Χαρακτηριστικά είναι το "Πορτρέτο ευγενούς με το χέρι στην καρδιά" (Πράντο, Μαδρίτη) το "Πορτρέτο του Αντόνιο Κοβαρούμπας" (Λούβρο) και το "Πορτρέτο του Καρδινάλιου ντε Γκουεβάρα" (Μητροπολιτικό Μουσείο Ν. Υόρκης).
Εξαίσια είναι και η τοπιογραφία του "Το Τολέδο στην καταιγίδα".
Ο Γκρέκο ήταν επίσης γλύπτης και αρχιτέκτονας. Δε σώζεται όμως κανένα γλυπτό ή αρχιτεκτονικό του έργο.
Η παραμόρφωση των προσώπων και των σωμάτων, που μακραίνουν κατά παράξενο τρόπο, οφείλεται στην επίδραση της βυζαντινής τέχνης. Ο Γκρέκο επιδίωκε με τον τρόπο αυτό να δώσει περισσότερη πνευματικότητα στις μορφές του, λυτρώνοντάς τες από το βάρος της σάρκας.
Ο Γκρέκο δεν είχε μαθητές, αλλά μόνο μιμητές, η τεχνοτροπία του ωστόσο μπορεί να θεωρηθεί πως βρήκε συνεχιστές ύστερα από 3 αιώνες στους Σεζάν, Πικάσο, αλλά και στους σύγχρονους εξπρεσιονιστές.
Έργα του βρίσκονται σε πολλά μουσεία, σ' όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στη Μαδρίτη, Τολέδο, Νέα Υόρκη, Λονδίνο και Παρίσι.
Πηγή: Livepedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου