6/6/10

Η Μάχη της Βρετανίας

Η αποτυχία των Γερμανών να εισβάλουν στην Αγγλία άλλαξε την πορεία του Πολέμου

Το καλοκαίρι του 1940, σχεδόν ολόκληρη η Ευρώπη βρισκόταν υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της ναζιστικής Γερμανίας. Η Πολωνία, οι Κάτω Χώρες, η Νορβηγία, η Δανία, αλλά και η Γαλλία είχαν ήδη υποκύψει στη φονική αποτελεσματικότητα του «αστραπιαίου πολέμου», ενώ άλλα κράτη κατάφερναν απλώς να διατηρήσουν την ονομαστική ανεξαρτησία τους, με αντάλλαγμα την ευμενή τους ουδετερότητα απέναντι στο Γ΄ Ράιχ. Από τις μεγάλες δυνάμεις που απέμεναν, η ΕΣΣΔ είχε υπογράψει το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ και η Αμερική δίσταζε ακόμη να διακινδυνεύσει την έξοδό της στον πόλεμο. Ετσι, η Βρετανία έδινε μόνη της τον αγώνα εναντίον του φασισμού. Ακόμη και στο Λονδίνο, υπήρχαν φωνές που υποστήριζαν ότι είχε φτάσει ίσως η ώρα για συνθηκολόγηση.
Ωστόσο, ο Ουίνσον Τσόρτσιλ, ο οποίος μόλις είχε διαδεχθεί τον Νέβιλ Τσάμπερλεϊν στην πρωθυπουργία της χώρας, παρέμενε ανένδοτος. Με επιδέξιους χειρισμούς, διοργάνωσε την εκκένωση του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος και μεγάλου μέρους του γαλλικού στρατού, από τη Δουνκέρκη, εγκαταλείποντας την ήδη χαμένη μάχη της ηπειρωτικής Ευρώπης και διασφαλίζοντας ότι έχουν απομείνει αρκετοί άνδρες για να συνεχίσουν τον πόλεμο.

Στο μεταξύ όμως, ο Αδόλφος Χίτλερ αποφάσιζε ότι έφτασε η ώρα να εξουδετερώσει πλήρως τα δύο εμπόδια που φαινόταν να έχουν απομείνει για την ολοκλήρωση της γερμανικής κοσμοκρατορίας: τη Βρετανία και την ΕΣΣΔ, η οποία είχε καθησυχαστεί από τις διαβεβαιώσεις του. Η αρχή, επομένως, επρόκειτο να γίνει από την πρώτη. Η απόπειρα κατάληψης των βρετανικών νήσων ήταν η πιο κρίσιμη μάχη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αν έπεφτε το Λονδίνο, τότε θα χανόταν και ο πόλεμος. Ομως, τα σχέδια του Χίτλερ για υπεροπλία στους αιθέρες πάνω από τη Μάγχη δεν ευδοκίμησαν. Και σύντομα, ο Αξονας θα γνώριζε και την πρώτη του ήττα στο έδαφος, αυτήν τη φορά όχι από κάποια μεγάλη δύναμη, αλλά από την ελληνική 8η Μεραρχία στην Ηπειρο...
(Νικος Χρυσολωρας)
Το «θαύμα» της Δουνκέρκης
Του David French*
Τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 1939, έφθασαν στη Γαλλία οι πρώτοι στρατιώτες του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος (ΒΕΣ) και έλαβαν θέση στο πλευρό των Συμμάχων τους, κατά μήκος της μεθορίου με το Βέλγιο. Εμειναν εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού χειμώνα, περιμένοντας μια επίθεση, η οποία τελικά εκδηλώθηκε τον Μάιο του 1940, όταν γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Βέλγιο και την Ολλανδία. Ακολουθώντας το σχέδιο που είχαν καταστρώσει οι διοικητές του, το ΒΕΣ, μαζί με την αφρόκρεμα του γαλλικού στρατού, προήλασε άμεσα στις Κάτω Χώρες. Ανακάλυψαν όμως ότι η γερμανική επίθεση που προσπαθούσαν να σταματήσουν δεν ήταν παρά ένας γιγαντιαίος αντιπερισπασμός. Ο κύριος όγκος του γερμανικού στρατού δεν βρισκόταν ούτε στο Βέλγιο ούτε στην Ολλανδία. Αντιθέτως, προήλαυνε νότια, μέσω των Αρδεννών, διέσχισε τον ποταμό Μεύση και μέχρι τις 20 Μαΐου είχε φτάσει στη Γαλλία. Το ΒΕΣ, ο βελγικός στρατός και μεγάλο μέρος των γαλλικών δυνάμεων βρέθηκαν έτσι περικυκλωμένοι από τρεις πλευρές και με την πλάτη προς τη θάλασσα. Στις 26 Μαΐου, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος είχε γίνει πρωθυπουργός της Βρετανίας μόλις 16 ημέρες νωρίτερα, διέταξε την έναρξη της επιχείρησης DYNAMO, με σκοπό την εκκένωση των συμμαχικών στρατευμάτων από το γαλλικό λιμάνι της Δουνκέρκης.
Ηλπιζε ότι με την επιχείρηση θα καταφέρει να διασώσει περίπου 20.000 με 30.000 στρατιώτες. Ωστόσο, μετά το πέρας της, στις 3 Ιουνίου, είχαν δραπετεύσει από τη Γαλλία 338.226 Γάλλοι και Βρετανοί άνδρες. Γρήγορα δημιουργήθηκε ένας πατριωτικός μύθος, ότι στην επιχείρηση πρωταγωνίστησαν εκατοντάδες «μικρά πλοία», ψαράδικα, γιοτ, ιστιοπλοϊκά καΐκια και άλλα, τα οποία επανδρώθηκαν από απλούς πολίτες. Πράγματι, τα πλοιάρια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επιχείρηση. Η επιτυχία της όμως οφείλεται κυρίως στο Βασιλικό Ναυτικό, αξιωματικοί του οποίου τη συντόνισαν. Επιπλέον, τα 2/3 των στρατιωτών που δραπέτευσαν, μεταφέρθηκαν με πλοία του Ναυτικού.
Η εκκένωση χαρακτηρίστηκε «το θαύμα της Δουνκέρκης». Οπως διεμήνυσε όμως ο Τσόρτσιλ στη Βουλή, οι πόλεμοι δεν κερδίζονται με «εκκενώσεις». Είχε δίκιο. Η Γαλλία παραδόθηκε στις 17 Ιουνίου και ο Χίτλερ επρόκειτο σύντομα να στρέψει την ισχύ της Βέρμαχτ εναντίον της Βρετανίας.
Η επιχείρηση SEALION
Οι Γερμανοί έδωσαν στην επιχείρηση κατάληψης της Βρετανίας την κωδική ονομασία «SEALION». Αναμφίβολα, δεν ήταν εύκολο εγχείρημα. Πριν το αποτολμήσουν, θα έπρεπε να αποκτήσουν υπεροπλία στους αιθέρες πάνω από τα Στενά της Μάγχης και πάνω από τη νότια Αγγλία. Ο βρετανικός στρατός είχε αφήσει στη Δουνκέρκη το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού του - πυροβόλα, άρματα μάχης, κ.λπ. Εντούτοις, ο γερμανικός στρατός δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει απόβαση στη Βρετανία αν δεν καταστρεφόταν πρώτα το Βασιλικό Ναυτικό (ο μεγαλύτερος στόλος του κόσμου) και η Βασιλική Αεροπορία (RAF). Αλλιώς, τα δύο αυτά όπλα θα διέλυαν με ευκολία την πρόχειρη αρμάδα από αποβατικά που συγκέντρωσε ο Χίτλερ για να μεταφέρει τον στρατό του από τη Γαλλία στη Βρετανία. Το γερμανικό Ναυτικό ήταν πολύ μικρό για να αντιπαρατεθεί με το βρετανικό, ενώ είχε χάσει πολλά πλοία του, κατά τη διάρκεια της εισβολής στη Νορβηγία, τον Απρίλιο του 1940. Επομένως, η επιτυχία των χιτλερικών σχεδίων επαφίετο στη γερμανική πολεμική αεροπορία (Luftwaffe).
Οι πιλότοι του Βρετανικού Αρχηγείου Τακτικής Αεροπορίας (ΑΤΑ) συμβόλισαν την αποφασιστικότητα της Βρετανίας να μην παραδοθεί στον Ναζισμό. Οπως είπε και ο Τσώρτσιλ, ήταν «οι λίγοι» (και εκλεκτοί). Αυτοί οι λίγοι όμως δεν κέρδισαν μόνοι τους τη μάχη της Βρετανίας. Τα αεροσκάφη Hurricane και Spitfire ήταν απλώς η αιχμή του δόρατος στο πρώτο ενιαίο σύστημα αεράμυνας που εμφανίστηκε ποτέ στον κόσμο. Στο τέλος της δεκαετίας του 1930, Βρετανοί επιστήμονες επινόησαν και κατασκεύασαν ένα σύστημα από σταθμούς ραντάρ κατά μήκος της νότιας και ανατολικής ακτογραμμής της Βρετανίας. Τα ραντάρ αυτά μπορούσαν να προειδοποιήσουν το Αρχηγείο για κάθε εχθρικό αεροσκάφος που πλησίαζε στον βρετανικό εναέριο χώρο. Μόλις διέσχιζαν το κανάλι, οι κινήσεις των Γερμανών παρακολουθούνταν από τους άνδρες του Βασιλικού Σώματος Παρατηρητών, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την εποπτεία των ουρανών με τα κιάλια τους. Οι Παρατηρητές και τα ραντάρ ήταν «διασυνδεδεμένοι» με μία σειρά από κέντρα ελέγχου, με τα οποία επικοινωνούσαν διαμέσου ασφαλών τηλεφωνικών γραμμών. Οι πληροφορίες που μετέδιδαν μεταφέρονταν σε ειδικούς χάρτες, οι οποίοι ενημερώνονταν έπειτα από κάθε κίνηση του εχθρού. Χάρη σε αυτό το σύστημα, το ΑΤΑ δεν χρειαζόταν να κρατάει συνεχώς σε πτήση τα αεροσκάφη του, ψάχνοντας μάταια για τα αντίπαλα μαχητικά. Αντιθέτως, οι Βρετανοί έκαναν σημαντική οικονομία στα περιορισμένα καύσιμα που διέθεταν. Οι ελεγκτές εδάφους ήξεραν ανά πάσα στιγμή πού βρίσκονται οι εχθροί και έδιναν τις σχετικές οδηγίες στους πιλότους - υπερασπιστές των βρετανικών αιθέρων.
Λάθος εκτιμήσεις
Οι Γερμανοί δεν είχαν εκτιμήσει σωστά τη σημασία των σταθμών ραντάρ και ελάχιστες φορές επιτέθηκαν εναντίον τους, τον Αύγουστο του 1940. Ορισμένοι σταθμοί βγήκαν προσωρινά εκτός λειτουργίας εξαιτίας των βομβαρδισμών, αλλά γρήγορα επισκευάστηκαν.
Μεγαλύτερη ανησυχία όμως προκαλούσαν οι επιθέσεις των Γερμανών στην 11η Πτέρυγα Μάχης, η οποία είχε αναλάβει την άμυνα του Λονδίνου και της νότιας Αγγλίας. Μέχρι το τέλος Αυγούστου, ο διοικητής της πτέρυγας, αντιπτέραρχος Κιθ Παρκ, είχε αρχίσει να φοβάται ότι τα σμήνη του θα ηττηθούν. Τελικά σώθηκαν από τύχη και από τα γερμανικά λάθη. Στις 25 Αυγούστου, μια χούφτα βρετανικά αεροσκάφη βομβάρδισαν το Βερολίνο. Μολονότι προκάλεσαν ελαφρές μόνο ζημιές, ο Χίτλερ και ο Γκέρινγκ έγιναν έξαλλοι. Διέταξαν λοιπόν τη Luftwaffe να εξαπολύσει επιθέσεις στο Λονδίνο, σε αντίποινα του βομβαρδισμού του Βερολίνου. Το αποτέλεσμα ήταν, οι κάτοικοι της βρετανικής πρωτεύουσας, όπως η μητέρα μου, να υποφέρουν, αλλά τα σμήνη του Παρκ όχι μόνο δεν επηρεάσθηκαν, αλλά είχαν και την ευκαιρία να ανασάνουν.
Οι Γερμανοί πίστευαν ότι η RAF είχε απομείνει με 300 μαχητικά. Λίγες μαζικές επιθέσεις στο Λονδίνο θα την εξανάγκαζαν υποτίθεται να θέσει σε κίνδυνο και τις τελευταίες εφεδρείες της, κάμπτοντας ταυτόχρονα τη θέληση των Βρετανών να αντισταθούν. Ωστόσο, το ΑΤΑ διέθετε τα διπλάσια αεροσκάφη απ’ όσα υπολόγιζαν οι Γερμανοί. Στις 15 Σεπτεμβρίου μάλιστα, όταν η Luftwaffe εξαπέλυσε δριμεία επίθεση στο Λονδίνο, υπέστη καταστροφική ήττα. Ενώ νόμιζαν ότι βρίσκονταν κοντά στην τελική νίκη, οι Βρετανοί κατέρριψαν 60 αεροσκάφη τους σε μία ημέρα. Αυτό δεν ήταν το τέλος των επιθέσεων στο Λονδίνο. Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν, με όλο και μικρότερη συχνότητα όμως. Οι νυχτερινές επιθέσεις σε διάφορες βρετανικές πόλεις, που έμειναν γνωστές ως «Blitz», επίσης συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα 1940-41. Ηδη από τις 27 Σεπτεμβρίου όμως, ο Χίτλερ είχε αναβάλει επ’ αόριστον την επιχείρηση «SEALION». Η έκβαση της Μάχης της Βρετανίας δεν σήμαινε ότι η Βρετανία θα κέρδιζε απαραιτήτως τον πόλεμο. Σήμαινε όμως τουλάχιστον ότι δεν θα τον χάσει.
* O David French είναι ομότιμος καθηγητής ιστορίας στο University College London (UCL).
Πηγή: Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου