26/7/10

Μύθοι και αλήθειες για «δωρεάν παιδεία» και πρωτιές

Τι σημαίνουν οι πρωτιές των αριστούχων στις πανελλαδικές, οι επιτυχίες φροντιστηρίων ή σχολείων, όταν το κόστος -οικονομικό και κοινωνικό- είναι τεράστιο: περισσότερο από 4,5 δισ. ευρώ καταβάλλουν τα ελληνικά νοικοκυριά προκειμένου να συμπληρώσουν ποιοτικά ελλείμματα της «δωρεάν παιδείας» για την κατάκτηση των ακαδημαϊκών προσόντων των νέων πολιτών.
Για όσους εκπαιδευτικούς εμπλέκονται με τη διαδικασία αυτή, είναι κοινή διαπίστωση ότι τη χρονιά αυτή περισσότερο από κάθε άλλη φορά τα κριτήρια επιλογής σχολής των υποψηφίων είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης που βιώνει η ελληνική κοινωνία. Στην πλειονότητά τους υποψήφιοι και γονείς, αντί να αγωνιούν για την εισαγωγή τους σε μια σχολή με βάση τις επιθυμίες και τις κλίσεις τους, διακατέχονται από προβληματισμό σχετικά με τις επαγγελματικές δυνατότητες των μελλοντικών σπουδών τους, καθώς και την απόσταση φοίτησης από το χώρο της μόνιμης κατοικίας τους.
Για τα θέματα αυτά ο Νίκος Παΐζης, Β' αντιπρόεδρος της ΟΙΕΛΕ, σημειώνει: «Πολλά χρόνια πριν (2004) η ΟΙΕΛΕ επικέντρωσε τις ερευνητικές της προσπάθειες στη "Μελέτη του συστήματος πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα", επιθυμώντας να αναδείξει βασικές ποιοτικές παραμέτρους της λειτουργίας του συστήματος πρόσβασης.
Με την ίδρυση του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ (2005), η συγκεκριμένη μελέτη αναδείχτηκε με έναν διαχρονικό και συστηματικότερο τρόπο, στηρίχθηκε στις επιδόσεις των υποψηφίων -ανά εξεταζόμενο μάθημα και ανά Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης-, ανέδειξε, πέρα και πάνω από τις εισροές και τα αποτελέσματα, τις υπαρκτές γεωγραφικές και κοινωνικές ανισότητες που το σύστημα υπέκρυπτε. Στα στοιχεία με τα οποία η Διεύθυνση Οργάνωσης και Διεξαγωγής των Εξετάσεων του ΥΠΕΠΘ μας τροφοδοτούσε δεν υπήρχε αναφορά στον τύπο Λυκείου αποφοίτησης του υποψηφίου (δημόσιο-ιδιωτικό), καθώς η συγκριτική αυτή αντιπαράθεση θα μπορούσε να υπερτιμήσει την προσφορά ενός εκ των δύο έναντι του άλλου και να υποτιμήσει κυρίως υπαρκτές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι δύο τομείς αντιλαμβάνονται και υπηρετούν το κοινωνικό αγαθό της παιδείας.
Η κατ' έτος αναγωγή του θέματος της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε μείζον «εθνικό» ζήτημα, λόγω του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, δεν έχει συμβάλει καθόλου στην ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά αντίθετα υποστήριξε την αξιοποίηση του όποιου μέσου (θεμιτού, κάποτε και μη θεμιτού) προκειμένου να επιτευχθεί «το τελικώς ποθούμενο», δηλαδή η εισαγωγή του υποψηφίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι ερευνητές, όμως, της εκπαιδευτικής πολιτικής οφείλουν κατ' έτος να μελετούν, ακόμα πιο συστηματικά, ακόμα πιο αναλυτικά, όλες τις παραμέτρους του εκπαιδευτικού συστήματος -φυσικά και το εκάστοτε σύστημα πρόσβασης- προκειμένου να αναδείξουν υπαρκτές παθογένειες που δεν συμβάλλουν στην προστασία βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υπαγορεύει ο συνταγματικός νομοθέτης, προκειμένου να εδραιωθεί στον τόπο μας η ισότιμη απόλαυση των κοινωνικών αγαθών, η κοινωνική δικαιοσύνη, η κοινωνική συνοχή και τελικά η ανάπτυξη και η ευημερία όλων των πολιτών, χωρίς διακρίσεις».
Ο Δημήτρης Πεπές, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης, καταθέτει το δικό του προβληματισμό την ώρα που χιλιάδες υποψήφιοι για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα καταθέτουν τα μηχανογραφικά τους δελτία. «Μετά τη μεταπολίτευση και χωρίς φυσικά να παραγνωρίζονται οι φραγμοί που επέβαλλαν το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον των υποψηφίων, παρεχόταν σε αρκετούς από αυτούς η δυνατότητα για κοινωνική και οικονομική ανέλιξη μέσω της απόκτησης ενός πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε σταδιακά το άλλοθι για τη μετατροπή της λυκειακής βαθμίδας εκπαίδευσης σε "προπονητικό κέντρο" για τις πανελλαδικές εξετάσεις. Στήθηκε έτσι ένα ατελείωτο γαϊτανάκι άνισου ανταγωνισμού μέσω "φροντιστηριακών μαθημάτων" για τις πανελλαδικές εξετάσεις, στο οποίο γονείς από χαμηλά και μεσαία οικονομικά στρώματα κατέθεταν το οικονομικό τους υστέρημα.
Οσο πιο πολλά σε αριθμό και αντίτιμο φροντιστήρια έκανε κάποιος μαθητής τόσο μεγάλωναν οι πιθανότητες επιτυχίας για μια μελλοντική επαγγελματική και κοινωνική του ανέλιξη. Αυτονόητα επρόκειτο για ένα μηχανισμό που, παρά τις εξαιρέσεις, δεν οδηγούσε σε άρση των κοινωνικών ανισοτήτων των υποψηφίων αλλά στη διατήρηση και διεύρυνσή τους. Ο ισχυρισμός ότι η λεγομένη "παραπαιδεία" οφείλεται αποκλειστικά στην ανεπάρκεια του ελληνικού δημόσιου σχολείου καταρρίπτεται από την ένταση με την οποία εμφανίζεται το φαινόμενο στους μαθητές των "καλών" ιδιωτικών σχολείων».
Ο ίδιος εκτιμά πως για τα επόμενα χρόνια οι απαιτήσεις του ΔΝΤ για φθηνό επιστημονικό και εργατικό δυναμικό, βασισμένο κυρίως σε δεξιότητες, και η αντιμετώπιση από το Μνημόνιο του αγαθού της παιδείας ως εμπορεύσιμου προϊόντος, θα έχουν αποτέλεσμα τη μείωση της μεσαίας τάξης, τον περιορισμό του δικαιώματος της μεταδευτεροβάθμιας μόρφωσης, την αποδέσμευση πτυχίου - επαγγέλματος και τα αυξημένα δίδακτρα σπουδών.
«Πρόκειται για ένα αβέβαιο μέλλον εργασιακής, οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας που ήδη οδηγεί χιλιάδες φοιτητές να εγκαταλείπουν τις σπουδές τους. Την ίδια στιγμή βέβαια για τους "έχοντες" τη δυνατότητα του ΙΒ οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές. Υπό τις συνθήκες αυτές ο εκπαιδευτικός κόσμος οφείλει να "εκμεταλλευτεί" τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της οικονομικής κρίσης και να απαντήσει πολιτικά αναδεικνύοντας την κοινωνική διάσταση της εκπαιδευτικής λειτουργίας και στηλιτεύοντας τον ανταγωνισμό που οδηγεί στην "εμπορευματοποίηση" της γνώσης. Οφείλει απορρίπτοντας τον σημερινό εξεταστικοκεντρικό ρόλο του Λυκείου, να απαιτήσει την άμεση καθιέρωση της υποχρεωτικότητας για ολόκληρη τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με ενίσχυση του τεχνολογικού της τομέα.
Η πολιτεία (χωρίς φυσικά να αποσυνδέει τη δευτεροβάθμια από την τριτοβάθμια εκπαίδευση) πρέπει να αποδεσμεύσει το σύστημα εξετάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση από το Λύκειο, ενισχύοντας παράλληλα μορφωτικά και παιδαγωγικά την εκπαιδευτική πράξη σε αυτό».
Πηγή: Ελευθεροτυπία (Γιώργος Κιούσης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου