Του Χρ. Γ. Ντουμα*
Μία από τις αρχαιότερες συλλογές κανόνων ναυτικού δικαίου είναι γνωστή ως Νόμος Ροδίων Ναυτικός. Περιλαμβάνει διατάξεις που σχετίζονται με τα πληρώματα και τα καθήκοντά τους, με παραβιάσεις των κανόνων ναυσιπλοΐας και τις αντίστοιχες ποινές, με συμβάσεις μεταφοράς αγαθών, ναυτικά δάνεια, ασφάλιση πολύτιμων αντικειμένων κατά τη μεταφορά τους. Κυρίως, όμως, αναφέρεται σε θέματα ναυαγίου και αβαρίας, δηλαδή αποβολής φορτίου.
Νεότεροι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι ο νόμος αυτός είναι Βυζαντινό δημιούργημα του 7ου ή 8ου αιώνα, που για λόγους εντυπωσιασμού αποδόθηκε στους αρχαίους Ροδίους, επειδή η φήμη της αρχαίας Ρόδου ως μεγάλης ναυτικής δύναμης διατηρούνταν ακόμη έντονη. Είναι όμως γεγονός ότι, πολλούς αιώνες νωρίτερα, ο Κικέρων (106-43 π.Χ.) δεν περιορίζεται απλώς στην έκφραση θαυμασμού λέγοντας ότι «διηνεκής παραμένει στη μνήμη μας η ναυτική επιστήμη και δόξα των Ροδίων» (Pro lege manilia, XVIII, 54), αλλά αναφέρεται και σε συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου για να τεκμηριώσει την υπεροχή του. Μια τέτοια διάταξη είναι και εκείνη που προβλέπει τη δήμευση του πλοίου που, ενώ είναι εφοδιασμένο με έμβολο, εισέρχεται σε εμπορικό λιμάνι με κίνδυνο να προκαλέσει ζημιά σε άλλα πλοία (De Inventione II, xxxii, 98). Τον νόμο αυτόν ο Αύγουστος (63 π.Χ.-14 μ.Χ.) υιοθέτησε για ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ αργότερα ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161 μ.Χ.) με διάταγμά του όρισε ότι κάθε δύσκολο πρόβλημα που αφορούσε το θαλάσσιο εμπόριο θα επιλύεται σύμφωνα με τον ροδιακό ναυτικό νόμο, «προς τον οποίο κανένας δικός μας νόμος δεν είναι αντίθετος». Αυτή η αναγνώριση και υιοθέτηση των διατάξεων του ναυτικού νόμου των Ροδίων από τους Ρωμαίους καθιστά προφανή την παλαιότητά τους, πολύ πριν από το Βυζάντιο.
Βυζάντιο
Οι Βυζαντινοί, ως συνεχιστές του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, ενσωμάτωσαν στη νομοθεσία τους και τον ροδιακό νόμο. Αναφερόμενος στη νομοθεσία του Ιουστινιανού (533 μ.Χ.) ως «Ροδιακός Νόμος περί απορρίψεως» (Lex Rhodia de Jactu, Πανδέκτης 14:2), ρητά προβλέπει ότι, αν η ανάγκη επιβάλλει την απόρριψη αγαθών προκειμένου το πλοίο να ελαττώσει βάρος, «στην θυσία που γίνεται για την κοινή ωφέλεια πρέπει και η συμμετοχή να είναι κοινή». Επί Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (886-912), με τη μετάφραση της παλιάς νομοθεσίας στην Ελληνική γλώσσα ο νόμος αυτός με τον τίτλο «Νόμος Ροδίων Ναυτικός» περιελήφθη στη συλλογή των «Βασιλικών», αργότερα δε στην «Εξάβιβλο» του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου (1320-1380). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), ο νόμος αποτέλεσε τη βάση για τη διαμόρφωση της νομοθεσίας που ρύθμιζε τα ναυτικά πράγματα σε ολόκληρη τη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Με την κατάκτηση της Συρίας, οι Αραβες μπήκαν δυναμικά στα ναυτιλιακά πράγματα της Μεσογείου και υιοθετώντας τις εφαρμοζόμενες πρακτικές διατήρησαν και τη νομοθεσία που κληρονόμησαν από το Βυζάντιο.Μία από τις βασικές διατάξεις του νόμου, όπως ήδη αναφέρθηκε, αφορούσε την αναγκαστική απόρριψη φορτίου, γνωστήν ως αβαρία. Υπάρχει ομοφωνία ως προς την ετυμολογία της λέξης από την Αραβική awar που σημαίνει ζημιά, ενώ awariya είναι τα αγαθά που έχουν υποστεί ζημιά. Υποστηρίζεται, δε, ότι από την μεσαιωνική λατινική avaria ή havaria πέρασε στις νεότερες γλώσσες ως avaria (Ιταλική και Πορτογαλική), averia (Ισπανική), avarie (Γαλλική), avarij (Ολλανδική), Havarie (Γερμανική), average (Αγγλική), αβαρία (Ελληνική) με την ίδια σημασία: τη ζημιά που προκύπτει από την αναγκαστική αποβολή φορτίου προκειμένου ένα πλοίο να αποφύγει τον κίνδυνο να βυθιστεί. Σύμφωνα με τον ναυτικό νόμο των Ροδίων, όπως είδαμε, η ζημιά αυτή δεν περιορίζεται στους ιδιοκτήτες του φορτίου που τυχόν απορρίπτεται, αλλά επιμερίζεται σε όλους, όσοι τυχαίνει να έχουν φορτίο στο πλοίο. Από την πρόνοια δε αυτή έχει προκύψει η σημασία της αγγλικής λέξης average ως ισοκατανομή, μέσος όρος.
Την υπεροχή των Ροδίων ως ναυτικών εμπόρων είχαν αναγνωρίσει πολύ πριν από τους Ρωμαίους οι ίδιοι οι Ελληνες. Ο Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης σε έναν από τους λόγους του επαινεί τους Ροδίους για την δίκαιη μεταχείριση που επεφύλασσαν στους εμπόρους, με τους οποίους συναλλάσσονταν, ενώ ο Γεωγράφος Στράβων τους εγκωμιάζει για την φιλάνθρωπη συμπεριφορά τους, λέγοντας ότι «αν και δεν έχουν δημοκρατικό πολίτευμα, φροντίζουν να εξασφαλίζουν τροφή στους φτωχούς» (14.2.5) και ότι «πριν από την καθιέρωση των Ολυμπιακών Αγώνων, συχνά ταξίδευαν μακριά από το νησί τους για τη σωτηρία των ανθρώπων τους» (14.2.10). Συνεπώς, πέρα από την εμπειρία και τη γνώση στα ναυτικά πράγματα, αναγνωριζόταν στους Ροδίους και ένα αίσθημα δικαιοσύνης, όπως αυτό αντανακλάται και στις διατάξεις του νόμου περί αβαρίας. Η αναφορά δε του Στράβωνος, ότι η δίκαιη ναυτική συμπεριφορά των Ροδίων ανάγεται σε χρόνους πριν από την καθιέρωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 777 π.Χ., υποδηλώνει ότι στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., όταν πλέον η Ρόδος είχε εξελιχθεί σε μεγάλη ναυτική δύναμη της ανατολικής Μεσογείου, οι άγραφοι κανόνες που ως έθιμα λειτουργούσαν προστατευτικά για τις θαλάσσιες μεταφορές προσέλαβαν την ισχύ νόμου.
Οδύσσεια
Τα έθιμα κατά κανόνα δεσμεύουν το άτομο πολύ περισσότερο απ’ ό,τι επιβάλλει ο πιο αυστηρός θεσπισμένος νόμος. Και όσο πιο παλιά είναι, τόσο πιο αυστηρή γίνεται η τήρησή τους. Τα έθιμα δε που διέπουν τις ναυτικές νησιωτικές κοινωνίες του Αιγαίου έχουν ρίζες, οι οποίες μπορούν να αναχθούν ακόμη και στην Εποχή του Χαλκού. Αυτό τουλάχιστον συνάγεται από τη μελέτη των αρχαιότερων κειμένων της Ελληνικής Γραμματείας, των ομηρικών επών. Στην Οδύσσεια, που, όπως έχει ειπωθεί, «μυρίζει αρμύρα, φύκια και όζον», φαίνεται να σκιαγραφείται ένας νησιωτικός κόσμος, όπου η δεοντολογία «απαγόρευε την άσκηση του εμπορίου ως επαγγελματικής ασχολίας», κατά την έκφραση του μεγάλου ελληνιστή M. I. Finley στο έργο του The World of Odysseus. Ούτε στην Ιλιάδα ούτε στην Οδύσσεια υπάρχει λέξη συνώνυμη με τη σημερινή σημασία της λέξης έμπορος, αφού, όπως επισημαίνει, «είτε για εμπόριο πρόκειται είτε για όποια άλλη αμοιβαία σχέση, σταθερή αρχή ήταν η ισότητα και η αμοιβαία ωφέλεια. Το κέρδος σε βάρος άλλου ανήκε σε άλλη σφαίρα, στον πόλεμο και την ληστρική επιδρομή».Την αρμύρα που αποπνέει η Οδύσσεια την επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι ο ήρωάς της, ο Οδυσσέας, δεν θα είχε υποστεί τις μεγάλες ταλαιπωρίες του μετά τον Τρωικό Πόλεμο, αν δεν είχε προσβάλει τον ίδιο τον θεό της θάλασσας, τον Ποσειδώνα, αμφισβητώντας την εξουσία του να προστατέψει τον γιο του τον Πολύφημο. Είναι ακριβώς αυτή την ασέβεια που πλήρωσε θαλασσοδέρνοντας επί δέκα χρόνια, ώσπου να γυρίσει στην πατρίδα άγνωστος και μόνος, αφού είχε χάσει όλους τους συντρόφους του. Βέβαια, από την μεγάλη αυτή περιπέτεια ο Οδυσσέας δεν βγήκε εντελώς χαμένος, αφού «πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα καί νόον έγνω» (Οδυσ. α. 3).
Δεοντολογία
Μιας και το κίνητρο, λοιπόν, για το ανταλλακτικό εμπόριο στα προϊστορικά χρόνια ήταν η εισαγωγή αγαθών που έλειπαν από μια κοινωνία και όχι η αποκομιδή κέρδους από την εξαγωγή πλεονάσματος, η δημιουργία κανόνων που διασφάλιζαν την αμοιβαία ωφέλεια ήταν φυσικό επακόλουθο. Χάρη στους κανόνες αυτούς κατέστη δυνατή η σταδιακή καθιέρωση κοινά αποδεκτών σταθερών αξιών και ενιαίων συστημάτων μέτρησης κατά την Εποχή του Χαλκού, διευκολύνοντας έτσι το πέρασμα από το ανταλλακτικό στο πιστωτικό εμπόριο. Η πίστη (εμπιστοσύνη) που με τις συναλλαγές αναπτύχθηκε ανάμεσα στις ναυτικές κοινωνίες διαμόρφωσε μια δεοντολογία που τηρήθηκε πιστά επί αιώνες ως έθιμο. Σ’ αυτήν ακριβώς τη δεοντολογία, η πανίσχυρη ναυτική Ρόδος των αρχών του 5ου αι. π.Χ. προσέδωσε την ισχύ διεθνούς για την εποχή ναυτικού δικαίου. Η «κοινωνία» (=συμμετοχή) στους κινδύνους της θάλασσας, όπως την προβλέπει ο ναυτικός νόμος των Ροδίων, ενέχει τα σπέρματα της μετοχικής εταιρείας αλλά και της ασφάλειας από διαφόρους κινδύνους, θεσμών με τους οποίους λειτουργεί σήμερα το διεθνές εμπόριο.* Ο κ. Χρ. Γ. Ντούμας είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου