28/9/10

Η εξόντωση των Εβραίων της Γαλλίας

Πάνω από 13.000 άτομα συγκεντρώθηκαν στο Ποδηλατοδρόμιο του Παρισιού, το 1942 και οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα

Μετά την ταχεία προέλαση του Γερμανικού Στρατού στο Δυτικό Μέτωπο, τον Μάιο του 1940, και την κατάρρευση των συμμαχικών δυνάμεων, τον επόμενο μήνα, η Γαλλία υπέγραψε την υπό εξευτελιστικούς όρους παράδοσή της στους Ναζί. Το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειάς της τέθηκε υπό γερμανική και ιταλική κατοχή, ενώ τα 2/5 της χώρας διατήρησαν τυπικά την ανεξαρτησία τους, με διοικητική έδρα το Βισύ της κεντρικής Γαλλίας. Στις 10 Ιουλίου 1940, η Εθνοσυνέλευση της χώρας (πλην των μελών της που είχαν διαφύγει στο εξωτερικό και 80 γενναίων νομοθετών, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από την Αριστερά), ψήφισε την μεταβίβαση των εξουσιών της στον 84χρονο στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν, ήρωα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το αυταρχικό καθεστώς του Βισύ δεν ανέχθηκε απλώς τις γερμανικές θηριωδίες που σημειώθηκαν στο έδαφος της Γαλλίας την επόμενη τετραετία. Υπήρξε αρωγός τους, επιδεικνύοντας πολλές φορές ανάλογο ζήλο με αυτόν των Ναζί. Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα συνεργασίας μεταξύ των κατοχικών δυνάμεων και των εγχώριων «συμπαθούντων» του φασισμού ήταν η μαζική σύλληψη 13.152 Εβραίων του Παρισιού, στις 16 και 17 Ιουλίου 1942, η μεταφορά τους στο Ποδηλατοδρόμιο της πόλης και στο Στρατόπεδο Ντρανσί και η από εκεί προώθησή τους στο Αουσβιτς, για εξόντωση. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ελάχιστοι από τους πρωτεργάτες της επιχείρησης τιμωρήθηκαν...
(Νικος Xρυσολωρας)


Η στάση της κυβέρνησης του Βισύ

Του Γιωργου Aντωνιου*


Η Σοά ή, ο περισσότερο οικείος στους Ελληνες όρος, Ολοκαύτωμα αποτελεί ένα περίπλοκο όσο και πολλές φορές αντιφατικό στις εκφάνσεις του φαινόμενο. Το τραγικό, αλλά και πρωτοφανές, τέλος των Εβραίων της Ευρώπης στα στρατόπεδα της Πολωνίας και της Γερμανίας συσκότισε ακόμη περισσότερο τις περίπλοκες πτυχές αυτής της τραγωδίας. Για παράδειγμα, δεν έχει γίνει ευρέως γνωστό το γεγονός ότι στην ανατολική Ευρώπη, πολλά θύματα δεν έφτασαν ποτέ στα στρατόπεδα εξόντωσης, αλλά εξοντώθηκαν in situ σε οργανωμένα πογκρόμ των ναζί και των ντόπιων κατοίκων (Einsatzgruppen).


Ενα έως πρόσφατα «ξεχασμένο» κεφάλαιο του Ολοκαυτώματος στη Γαλλία, η σύλληψη και συγκέντρωση περίπου 13.000 Εβραίων στο χειμερινό ποδηλατοδρόμιο του Παρισιού (Velodrome d’ Hiver), θέτει σκληρά ερωτήματα για τη σχέση της κυβέρνησης του Βισύ, των κρατικών υπηρεσιών και της Αστυνομίας με τις δυνάμεις Κατοχής, καθώς και για τη στάση του άμαχου πληθυσμού απέναντι στο δράμα των Εβραίων προσφύγων από τη Γερμανία και τις άλλες κατεχόμενες χώρες, όπως, φυσικά, και των Γαλλο-εβραίων της «Ελεύθερης Ζώνης». Η περίπτωση αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη επιχείρηση μαζικών συλλήψεων Εβραίων σε γαλλικό έδαφος και ολοκληρώθηκε σε δύο μόλις μέρες (16 και 17 Ιουλίου του 1942). Από το ποδηλατοδρόμιο μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα υπό γαλλική διοίκηση, όπως του Drancy, για να καταλήξουν μέσω των γνωστών αποστολών στα πολωνικά στρατόπεδα. Τα θύματα της σύλληψης αντιπροσωπεύουν το 1/3 των περίπου 42.000 Εβραίων που οδηγήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στα στρατόπεδα θανάτου της Πολωνίας, το 1942. Από τις 13.000, μόλις 3.000 ήταν ενήλικοι άνδρες, άρα τη μεγάλη πλειοψηφία αποτελούσαν οι γυναίκες (περίπου 6.000) και τα παιδιά (περίπου 4.000). Συνολικά, από τους 76.000 Εβραίους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν από τη Γαλλία σε στρατόπεδα, επέστρεψαν σε γαλλικό έδαφος λιγότεροι από 3.000.
Η επιχείρηση εκκαθάρισης του γαλλικού κοινωνικού σώματος από το εβραϊκό στοιχείο βρήκε σύμφωνη την ηγεσία της δωσιλογικής κυβέρνησης του Βισύ, η οποία με προθυμία έσπευσε να διαθέσει τον διοικητικό της μηχανισμό στην επιχείρηση. Η κυβέρνηση της λεγόμενης «Ελεύθερης Ζώνης», με πρωτεύουσα το Βισύ, με το πρόσχημα της υπεράσπισης και μη κατάρρευσης του γαλλικού κράτους συνεργάστηκε με τους Ναζί με υποτιθέμενο στόχο τη διατήρηση της εθνικής κυριαρχίας στην περιοχή ευθύνης της. Στην τραγωδία της εκτόπισης των Εβραίων, η γαλλική διοίκηση είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Οντως, περίπου 7.000 δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί, οδηγοί και παραστρατιωτικοί εθελοντές έλαβαν μέρος στην πρωτοφανή αυτή εκκαθάριση, αφήνοντας στους Ναζί δευτερεύοντες ρόλους. Ανά ομάδες των δύο ατόμων συγκέντρωναν μέσα στη νύχτα, αιφνιδιαστικά, τον εβραϊκό πληθυσμό και τους έστελναν με καμιόνια στο ποδηλατοδρόμιο. Ο εντοπισμός των Γάλλων Εβραίων έγινε δυνατός λόγω της καταγραφής τους στην απογραφή του 1940, κατά την οποία οι γαλλικές αρχές είχαν επιδείξει πρωτοφανή διοικητικό ζήλο και την οποία αναγκάστηκαν να πληρώσουν οι εβραϊκές κοινότητες. Η γαλλική αστυνομία, παρά την προγενέστερη απόπειρα φυγάδευσης των αρχείων της, παρέδωσε τους φακέλους 30.000 Εβραίων στους Ναζί. Γενικά, υποτίθεται ότι έγιναν προσπάθειες διάσωσης των Γάλλων Εβραίων (προσφέροντας ως δέλεαρ στους Ναζί τους Εβραίους των λοιπών εθνικοτήτων, που είχαν συγκεντρωθεί σε γαλλικό έδαφος). Παρόλα αυτά, όμως, στην πράξη ούτε αυτή η διαφοροποίηση εφαρμόστηκε.
Οι άθλιες συνθήκες κράτησης προμήνυαν δραματικά τα όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Η πρόσβαση στην πίστα, δηλαδή στο μόνο επίπεδο τμήμα του σταδίου, απαγορευόταν στους κρατουμένους. Η έλλειψη στοιχειώδους μέριμνας για την παροχή τροφής ή πόσιμου νερού, και, το χειρότερο, η απουσία οργανωμένων χώρων υγιεινής είχαν ως αποτέλεσμα την εξαθλίωση, ειδικά των παιδιών, τη μετάδοση λοιμωδών νόσων, όπως η διφθερίτιδα, με συνακόλουθο τους θανάτους ατόμων κάθε ηλικίας. Η φυσική εξόντωση σε συνδυασμό με την άσκηση ψυχολογικής βίας (με τις συνεχείς ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα, τη κακομεταχείριση από τους φρουρούς, τον έντονο φωτισμό μέρα νύχτα) οδηγούσαν ακόμη και σε απόπειρες αυτοκτονίας. Παρά το γεγονός ότι οι Ναζί δεν προέβαλλαν αντιρρήσεις, οι υπεύθυνοι του Βισύ αρνήθηκαν την παροχή κάθε ιατρικής βοήθειας στους κρατουμένους, με εξαίρεση δύο γιατρούς της εβραϊκής, δωσιλογικής, οργάνωσης UGIF. Στις 19 Ιουλίου, ξεκίνησαν οι αποστολές προς την Πολωνία, όπου η πλειονότητα των θυμάτων θανατώθηκε στους θαλάμους αερίων.
Οι αντιδράσεις των Γάλλων χριστιανών παρουσιάζονται, σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων, αντιφατικές. Οι αναφορές για επιτήδειους, που έσπευδαν να λεηλατούν εβραϊκά σπίτια, τη στιγμή μάλιστα που οι ιδιοκτήτες τους τα εγκατέλειπαν παρά τη θέλησή τους, αλλά και μαρτυρίες για αυθόρμητες επιδοκιμασίες κατά τη στιγμή της σύλληψης των έως τότε γειτόνων, αποτελούν μελανές σελίδες της γαλλικής ιστορίας. Από την άλλη πλευρά, οι μαρτυρίες κάνουν λόγο για μεμονωμένες προσπάθειες διάσωσης, κυρίως παιδιών, ακόμη και από στελέχη του μηχανισμού του Βισύ, όπως, επίσης, διαπιστώνονται και οι πολλαπλές διαμαρτυρίες της Καθολικής Εκκλησίας προς τους Ναζί για την τύχη των Εβραίων.
Το ένοχο παρελθόν δημιούργησε γκρίζες ζώνες
Μεταπολεμικά, το συγκεκριμένο γεγονός, όπως και άλλα, περιέπεσε σε λήθη και καλύφθηκε από την επιδέξια αντιμετώπιση των προβληματικών πτυχών της γαλλικής ιστορίας της κατοχικής περιόδου, από τον ισχυρό άνδρα της Γαλλίας, Σαρλ Ντε Γκωλ. Το ένοχο παρελθόν απωθήθηκε και o βολικός διαχωρισμός στους λίγους οπαδούς–προδότες του Βισύ και στην υπόλοιπη Γαλλία, η οποία αναφανδόν τάχθηκε με την πλευρά της αντίστασης, συσκότισε επεισόδια όπως του Vel d’ Hiv, όπου η συμμετοχή των Γάλλων στις διώξεις αλλά και η επαμφοτερίζουσα στάση των «ουδέτερων παρατηρητών», απέναντι στους διωκόμενους δημιουργούσε ηθικές γκρίζες ζώνες. Εντέλει, το αφήγημα περί λίγων προδοτών παρέκαμπτε το γεγονός ότι, εκτός από φανατικούς εχθρούς, το Βισύ είχε και φανατικούς, όσο και αρκετούς, θιασώτες.
Ενδεικτικό του μεγέθους του προβλήματος αποτελεί το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρόεδρος Μιτεράν υπήρξε στέλεχος του διοικητικού μηχανισμού του Βισύ, στενός φίλος του Ρ. Μπουσκέ, διευθυντή της αστυνομίας στο καθεστώς του Βισύ και βασικού συντελεστή της συγκεκριμένης επιχείρησης. Μάλιστα, ως πρόεδρος, στη δεκαετία του ’90, ο Μιτεράν δεν παρέλειπε να καταθέτει στεφάνι στον τάφο του στρατάρχη Πεταίν, ιδρυτή του κράτους του Βισύ. Σημειωτέον ότι ο ίδιος τίμησε αυτοπροσώπως την τελετή μνήμης στην επέτειο των 50 ετών από το γεγονός, αρνούμενος ωστόσο κατηγορηματικά την αναγνώριση οποιασδήποτε ευθύνης του γαλλικού κράτους για τα γεγονότα. Ο επόμενος πρόεδρος, Ζακ Σιράκ, ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε ευθύτατα τις ευθύνες του γαλλικού κράτους στην υπόθεση και ανέδειξε, το 1995, τη σχετική ημέρα μνήμης σε σημαντικό γεγονός.
Οι χρήσεις του ποδηλατοδρομίου έκτοτε παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόλις λίγες εβδομάδες μετά τη συγκέντρωση των Εβραίων, το ποδηλατοδρόμιο ξαναλειτούργησε ως χώρος οργάνωσης αθλητικών εκδηλώσεων, ενώ στην Απελευθέρωση οι ρόλοι πλέον αντιστρέφονται με τους συλληφθέντες συνεργάτες των Γερμανών να έχουν συγκεντρωθεί προσωρινά εκεί μέσα, αναμένοντας την εκδίκαση των υποθέσεών τους.
Σταδιακά το γεγονός κατέκτησε σημαντική θέση στη γαλλική δημόσια σφαίρα. Η απουσία τεκμηρίων, όπως φωτογραφίες ή άλλο υλικό, ώθησε κάποιους δημιουργούς στο να το αναπλάσουν μυθιστορηματικά μέσα από λογοτεχνικές και κινηματογραφικές αποτυπώσεις. Η φετινή προβολή της ταινίας La Raffle (το «Μάζεμα», ελληνικός τίτλος, «η Νύχτα που Χάθηκαν τ’ Αστέρια») αποτελεί το πιο πρόσφατο παράδειγμα. Η ταινία, η μόνη που εστιάζει αποκλειστικά στο γεγονός, επικεντρώνεται στην τύχη των εγκλείστων στο ποδηλατοδρόμιο παιδιών, στοχεύοντας στον συναισθηματικό κόσμο του θεατή με αρκετή επιτυχία, καθώς καταφέρνει να συγκινήσει. Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στο ότι αναπαράγει τα γνωστά στερεότυπα για τους θηριώδεις και απάνθρωπους Ναζί και τους λιγοστούς προδότες συνεργάτες τους. Αντίθετα, εξαίρεται στο σύνολό του ο υπόλοιπος γαλλικός πληθυσμός, ο οποίος και παρουσιάζεται έτοιμος να προσφέρει κάθε αλληλεγγύη και συμπαράσταση στους δοκιμαζόμενους Εβραίους. Ταυτόχρονα, ο διδακτισμός που αποπνέει αποδεικνύει ότι στη δημόσια σφαίρα της Γαλλίας, και όχι μόνο, ορισμένες φορές εξακολουθεί να προτιμάται η διαχείριση ενός περίπλοκου παρελθόντος με εξωραϊστική διάθεση και να αναπαράγονται στερεότυπα που κολακεύουν παρά προβληματίζουν την κοινή γνώμη.
* Ο κ. Γιώργος Αντωνίου διδάσκει Ευρωπαϊκή Ιστορία στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Πηγή: Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου