4/9/10

Η αγγλοσοβιετική εισβολή στο Ιράν

Παρότι επρόκειτο για μια σύντομη σύγκρουση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, 
οι συνέπειές της ήταν καθοριστικές
Νικος Χρυσολωρας


Η εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, τον Ιούνιο του 1941, και η αρχική ταχεία προέλαση της Βέρμαχτ με κατεύθυνση τη Μόσχα, φάνηκε προς στιγμήν να αποτελεί το τελειωτικό πλήγμα για τους Συμμάχους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με το Δυτικό Μέτωπο να έχει ήδη καταρρεύσει, η φαινομενική αδυναμία της Ρωσίας να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση απέναντι στην πολεμική μηχανή του Αδόλφου Χίτλερ, θα καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την τελική έκβαση των επιχειρήσεων. Σε αυτήν την κρίσιμη φάση, η θέση του Ιράν απέκτησε στρατηγική σημασία, καθώς ο έλεγχος των εδαφών του σήμαινε ταυτόχρονα και πρόσβαση σε μια ανεξάντλητη πηγή καυσίμων. Με αυτά τα δεδομένα, η προσπάθεια του Σάχη να διατηρήσει την ουδετερότητα της χώρας του ήταν εκ των πραγμάτων καταδικασμένη σε αποτυχία. Ρωσία και Βρετανία εισέβαλαν στο Ιράν τον Αύγουστο του 1941 και κατάφεραν να συντρίψουν, διά περιπάτου σχεδόν, τη στοιχειώδη αντίσταση που προέβαλλε. Η διπλή κατοχή που ακολούθησε άλλαξε το ρουν της ιρανικής ιστορίας, με τον σημερινό πρόεδρο της χώρας, Μαχμούτ Αχμεντινετζάντ, να εγείρει ακόμη θέμα αποζημιώσεων για εκείνη την περίοδο. Το 1941, πάντως, ο τότε Σάχης αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του και εξορίστηκε. Ο περσικός διάδρομος που δημιουργήθηκε επέτρεψε τη μεταφορά εκατομμυρίων τόνων εφοδίων στη Σοβιετική Ενωση, εξέλιξη μείζονος σημασίας για την τελική νίκη του Κόκκινου Στρατού. Ετσι, το «ουδέτερο» Ιράν κατέληξε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ αργότερα, η τύχη του θα αποτελούσε την πρώτη ψυχροπολεμική έριδα μεταξύ των Συμμάχων.

Επιχείρηση «Υποστήριξη»

Του Αλεξανδρου Κουτση*


Παραδοσιακά, το Ιράν ήταν πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ της τσαρικής Ρωσίας και της Βρετανίας. Το 1928 προστέθηκε και η Γερμανία όταν, στην προσπάθειά του να εκβιομηχανίσει τη χώρα, ο Πέρσης μονάρχης Ρέζα Σαχ άρχισε να δέχεται οικονομική και τεχνική βοήθεια υπό μορφή εμπειρογνώμων και εμπορευμάτων που προσέφερε το Βερολίνο - βοήθεια που αυξήθηκε ραγδαία μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Μέχρι το 1939, ο αριθμός των Γερμανών τεχνικών και κατοίκων ανήλθε σε 2.000.


Με την έναρξη του πολέμου, το Ιράν διακήρυξε την ουδετερότητά του - πράξη που ικανοποίησε τη Βρετανία. Αν και υπήρχαν φόβοι ότι η παρουσία Γερμανών θα μπορούσε να διακυβεύσει τα βρετανικά συμφέροντα, το Λονδίνο δεν ήταν ιδιαιτέρως ανήσυχο. Το ίδιο και η Μόσχα. Ομως, η γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ενωση, στις 22 Ιουνίου 1941, άλλαξε την κατάσταση, δημιουργώντας επιτακτική ανάγκη να προωθηθεί στρατιωτικό υλικό προς ενίσχυση των Ρώσων στο Ανατολικό Μέτωπο. Η μόνη πρακτική επιλογή για τον εφοδιασμό της Ρωσίας ήταν ο «Περσικός Διάδρομος». Ετσι, το ιρανικό σιδηροδρομικό δίκτυο απέκτησε εξαιρετική στρατηγική σημασία. Η παρουσία Γερμανών, όμως, προκάλεσε ανησυχία στους Συμμάχους, διότι αυτοί θα μπορούσαν, κατόπιν εντολής του Βερολίνου, να προβούν σε πράξεις δολιοφθοράς κατά του εφοδιασμού. Στις 26 Ιουνίου 1941, λοιπόν, το Λονδίνο και η Μόσχα ζήτησαν από το Ιράν να εκδιώξει τους Γερμανούς που εργάζονταν σε διάφορα έργα στη χώρα. Αρχικά, οι δύο Σύμμαχοι σχεδίαζαν να επιβάλουν οικονομικό εμπάργκο ως μέσο πίεσης. Ομως, το εμπάργκο θα ωθούσε την Τεχεράνη να διακόψει την εξαγωγή πετρελαίου και να εμποδίσει ελεύθερη διέλευση στρατιωτικού υλικού. Αλλωστε, θα περνούσε πολύς χρόνος πριν από το εμπάργκο επιφέρει αρκετή δυσχέρεια ώστε να υποχρεωθούν οι Ιρανοί να εκδιώξουν τους Γερμανούς. Ετσι, η ιδέα αυτή εγκαταλείφθηκε και οι δύο Σύμμαχοι περιορίστηκαν στο να επισημάνουν στον Σάχη τους κινδύνους, ακόμα και εκδήλωση πραξικοπήματος, που διατρέχει η χώρα του από τη γερμανική παρουσία και να του ασκήσουν μεγάλη πίεση για να τους απελάσει όλους.
Η προσέγγιση αυτή, όμως, δεν απέδωσε. Οι Ιρανοί δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν το Βερολίνο διότι πίστευαν ότι η Γερμανία ήταν στρατιωτικά ισχυρότερη και θα νικούσε τη Σοβιετική Ενωση, καταλαμβάνοντας τον Καύκασο και εισδύοντας στο Ιράν. Τότε, η κατάσταση της χώρας θα εξαρτιόταν από τη γερμανική πολιτική στην περιοχή. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο σάχης αποφάσισε να αντισταθεί στα αιτήματα των Συμμάχων όσο μπορούσε προς ικανοποίηση της Γερμανίας, κάνοντας ταυτόχρονα κάποιες παραχωρήσεις ώστε να μειωθεί η πίεση που ασκούσαν και να κερδίσει χρόνο μέχρι να ξεκαθαρίσει η έκβαση του ρωσο-γερμανικού πόλεμου.
Αφού το Ιράν δεν ανταποκρινόταν, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν στις 19 Ιουλίου 1941 να υποβάλουν διπλωματική διακοίνωση στην Τεχεράνη ζητώντας την απέλαση των Γερμανών. Στην απάντησή του, ο σάχης επισήμανε ότι ενώ άρχισε ήδη να μειώνει τον αριθμό τους σταδιακά, δεν μπορούσε να δεχθεί τις συστάσεις της Βρετανίας, διότι η οικονομική ανάπτυξη του Ιράν στηριζόταν στις υπηρεσίες Γερμανών τεχνικών, η απέλαση των οποίων θα καθυστερούσε επ’ αόριστον το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης της χώρας.
Στις επόμενες εβδομάδες, καθώς ο γερμανικός στρατός προελαύνανε βαθιά στον Καύκασο, το ποιος ελέγχει το Ιράν απέκτησε πρωταρχική σημασία. Στην περίπτωση που τον έλεγχο αυτό ασκούσε η Γερμανία, οι Σύμμαχοι θα αντιμετώπιζαν τρεις σημαντικές απειλές. Πρώτον, το Βερολίνο θα κατελάμβανε τις πετρελαιοπηγές του Ιράν και θα διέκοπτε την εξαγωγή πετρελαίου, πράγμα που θα δυσχέραινε σοβαρά τις συμμαχικές πολεμικές επιχειρήσεις. Δεύτερον, δεδομένου του ισχυρού φιλογερμανικού κλίματος που επικρατούσε στη χώρα, υπήρχε φόβος ότι η Γερμανία θα στρατολογούσε μια ιρανική δύναμη εθελοντών για να επιτεθεί κατά της Ρωσίας από τον Νότο. Τρίτον, με το Ιράν υπό τον έλεγχό του, το Βερολίνο θα απειλούσε τη βρετανική κυριαρχία στην Ινδία και το Ιράκ. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να αναλάβουν άμεση δράση, προτού ο γερμανικός στρατός φτάσει στα σύνορα του Ιράν. Επομένως, σε συνδυασμό με τις πιέσεις τους, συγκέντρωσαν στρατεύματα στα σύνορά του. Εάν ο σάχης δεν ικανοποιούσε τα αιτήματά τους μέχρι τα μέσα του Αυγούστου, τότε θα του παρέδιδαν ένα μνημόνιο διαμαρτυρίας, απαιτώντας την απέλαση των Γερμανών. Στην περίπτωση που συμμορφωνόταν, οι Σύμμαχοι θα ζητούσαν επιπλέον οδικές και σιδηροδρομικές διευκολύνσεις για τη μεταφορά στρατιωτικού υλικού. Ομως, εάν ο σάχης απέρριπτε τα αιτήματα, τότε θα αναλάμβαναν στρατιωτική δράση.
Η διπλή κατοχή καθόρισε το μέλλον της χώρας
Επίσημα έγγραφα δείχνουν ότι η απέλαση των Γερμανών ήταν μόνο ένα πρόσχημα και ότι ο στόχος των Βρετανών και των Σοβιετικών ήταν άλλος. Ο Τσόρτσιλ ανησυχούσε για την κατάσταση πολέμου στη Σοβιετική Ενωση και ανέμενε την άμεση κατάρρευσή της. Πραγματικός του στόχος ήταν να προετοιμαστεί κατάλληλα, ώστε να προστατεύσει τις πετρελαιοπηγές του Ιράν και του Ιράκ στην περίπτωση που ο γερμανικός στρατός διασπούσε τις σοβιετικές γραμμές στον Καύκασο. Αυτό θα μπορούσε να το πετύχει εξασφαλίζοντας μια βρετανική στρατιωτική παρουσία στο Ιράν. Το ζήτημα της ελεύθερης διέλευσης είχε δευτερεύουσα σημασία γι’ αυτόν διότι, εάν η Ρωσία κατέρρεε, δεν θα υπήρχε πια ανάγκη να την εφοδιάσει. Από την πλευρά τους, οι Ρώσοι ενδιαφέρονταν κυρίως να εξασφαλίσουν ελεύθερη διέλευση για τη μεταφορά στρατιωτικής βοήθειας. Με αυτό το σκεπτικό, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να διαμορφώσουν την απαίτησή τους κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην μπορεί ο Σάχης να την αποδεχθεί. Συνεπώς, με μνημόνιο που υπέβαλαν στις 16 Αυγούστου ζήτησαν να περιοριστεί στο 20% του συνόλου ο αριθμός των Γερμανών που βρίσκονταν στη χώρα και να απελαθούν όλοι οι υπόλοιποι. Αυτοί που θα παρέμεναν θα μπορούσαν να απασχοληθούν σε έργα βιομηχανικής ανάπτυξης, αλλά δεν θα μπορούσαν να εργάζονται σε υπηρεσίες στρατηγικής σημασίας και θα πρέπει να βρίσκονται υπό συνεχή και αυστηρή παρακολούθηση.
Δεδομένου ότι η έκβαση του ρωσο-γερμανικού πόλεμου δεν είχε κριθεί ακόμη, η Τεχεράνη συνέχισε να χρονοτριβεί. Αρχικά, προσπάθησε να πείσει τους Συμμάχους να αποσύρουν το μνημόνιό τους και να συνεχίσουν τις διαβουλεύσεις, δίνοντάς τους τον αριθμό των Γερμανών που είχαν ήδη αποχωρήσει και υποσχόμενη ότι θα ακολουθούσαν άλλοι, περισσότεροι. Ταυτόχρονα, απέστειλε στρατιωτικές ενισχύσεις στα βόρεια και νότια σύνορα. Τελικά, πιστεύοντας ότι οι Σύμμαχοι δεν θα επετίθεντο χωρίς να στείλουν τελεσίγραφο, ο Σάχης απάντησε στις 20 Αυγούστου, επιβεβαιώνοντας την πολιτική της ουδετερότητας και επισημαίνοντας ότι τα αιτήματά τους υπονόμευαν την ουδετερότητα αυτή. Ενώ ήταν πρόθυμος να εφαρμόσει μέτρα που θα προάσπιζαν τα νόμιμα δικαιώματα των γειτόνων του, δεν μπορούσε να αποδεχθεί προτάσεις που έθιγαν την ουδετερότητα και την κυριαρχία του Ιράν. Το Λονδίνο χαρακτήρισε την απάντηση αυτή ως «ικανοποιητικά μη ικανοποιητική».
Αυτό ήταν το πρόσχημα που αναζητούσαν οι Σύμμαχοι. Με τον γερμανικό στρατό να απειλεί την Οδησσό και το Κίεβο, δεν μπορούσαν να παραμείνουν άλλο αδρανείς. Στις 25 Αυγούστου, εισέβαλαν στο Ιράν. Εως τις 30 Αυγούστου, η περσική αντίσταση συνετρίβη και οι Σύμμαχοι απέκτησαν τον έλεγχο των επικοινωνιών και το πολυπόθητο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας. Το Ιράν χωρίστηκε σε δύο ζώνες κατοχής: η Ρωσία απέκτησε τον έλεγχο των πέντε βόρειων επαρχιών, ενώ η Βρετανία πήρε το υπόλοιπο της χώρας. Η Τεχεράνη έγινε ουδέτερη ζώνη. Ο Ρέζα Σαχ αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του 20χρονου γιου του, Μοχάμεντ Ρεζά, και εξορίστηκε στη Νότια Αφρική. Μια νέα φιλοσυμμαχική κυβέρνηση ανέλαβε την εξουσία, η οποία στις 29 Ιανουαρίου 1942 σύναψε μια τριμερή συνθήκη συμμαχίας με τη Βρετανία και τη Σοβιετική Ενωση, εγκρίνοντας την ανάπτυξη συμμαχικών δυνάμεων στο Ιράν, με αντάλλαγμα την πλήρη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της χώρας και την υπόσχεση να αποσυρθούν οι δυνάμεις αυτές εντός έξι μηνών από τον τερματισμό του πολέμου. Τον Σεπτέμβριο 1943, ο νέος Σάχης κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας.
Η κατοχή του Ιράν διήρκεσε μέχρι το 1946. Το τέλος της συνοδεύτηκε με τα πρώτα επεισόδια του Ψυχρού Πολέμου, καθώς η Μόσχα αρνήθηκε να αποσύρει τα στρατεύματά της. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, ο Στάλιν επέκτεινε τη σοβιετική πολιτική επιρροή στο Αζερμπαϊτζάν και στην κουρδική περιοχή του Ιράν. Στις 12 Δεκεμβρίου 1945, αυτονομιστές υποστηριζόμενοι από τη Ρωσία ανακήρυξαν τη Λαϊκή Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Στα τέλη του 1945, συστάθηκε επίσης η Κουρδική Λαϊκή Δημοκρατία. Η ιρανική κυβέρνηση έστειλε στρατεύματα για να ανακτήσει τον έλεγχο, αλλά μονάδες του σοβιετικού στρατού τα εμπόδισαν. Τελικά, η Μόσχα απέσυρε τα στρατεύματά της τον Μάιο 1946 αφού απέσπασε εκχωρήσεις για πετρέλαιο. Οι Σοβιετικές Δημοκρατίες στον Βορρά σύντομα διαλύθηκαν και οι εκχωρήσεις αυτές ακυρώθηκαν.


* Ο κ. Αλέξανδρος Κούτσης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής και Ιστορίας της Μέσης Ανατολής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.


Πηγή: Καθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου