1/9/10

Περί διδασκαλίας Αγγλικών στις α και β τάξεις του δημοτικού σχολείου

Της Γεωργίας Τσιαντούλα

Περί διδασκαλίας Αγγλικών στις α και β τάξεις του δημοτικού σχολείου.

Παρακολουθώντας ανελλιπώς και με αμείωτο ενδιαφέρον την εκπαιδευτική επικαιρότητα μέσα από την ιστοσελίδα σας, δεν μου πέρασε απαρατήρητη η αναστάτωση που έχει δημιουργήσει σε μέρος της εκπαιδευτικής κοινότητας η εισαγωγή του μαθήματος των Αγγλικών στην α και β δημοτικού από το επόμενο σχολικό έτος. Διαβάζω συχνά πως ένα τέτοιο βήμα θα υπονομεύσει τη μαθησιακή διαδικασία καθώς έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι μικροί μαθητές θα εγκλωβιστούν στην ημιμάθεια μεταξύ δυο γλωσσών,-ελληνικών και αγγλικών, υπονοώντας πως θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες ακόμη και στην εκμάθηση των ελληνικών , καθώς δεν είναι δυνατόν να κατακτήσουν μια ξένη γλώσσα τη στιγμή που βρίσκονται στα πρώτα τους μόλις βήματα στην εκμάθηση του ορθογραφικού συστήματος της μητρικής τους γλώσσας.
Θα ήθελα λοιπόν στο σημείο αυτό να καταστήσω σαφές πως ο παραπάνω ισχυρισμός ξεκινάει κατ ’αρχάς από εντελώς λάθος βάση (γεγονός που ευελπιστούμε πως το υπουργείο θα λάβει σοβαρότατα υπόψη κατά το σχεδιασμό του όποιου αναλυτικού προγράμματος!). Όταν μιλούμε για διδασκαλία ξένης γλώσσας σε μια τόσο μικρή ηλικία σε καμία περίπτωση δεν αναφερόμαστε σε διδασκαλία γραφής καθώς οι μαθητές σε αυτή την ηλικία δεν έχουν κατακτήσει τις συμβάσεις του γραπτού λόγου και τις δεξιότητες που απαιτούνται για την παραγωγή του .Είναι συνεπώς άτοπο να χρησιμοποιεί κανείς το επιχείρημα «πως οι μαθητές δεν μπορούν σε τόσο μικρή ηλικία να διδαχθούν αγγλικά γιατί δεν έχουν αναπτύξει το σύστημα γραφής της γλώσσας τους». Η έλλειψη αυτού του είδους γνώσης στη μητρική γλώσσα δεν συνεπάγεται αδυναμία διδασκαλίας της ξένης γλώσσας αλλά διαφορετική προσέγγιση της διδασκαλίας , την οποία θα παραθέσω αμέσως μετά.

Είναι καιρός να αντιληφθούμε ως μάχιμοι εκπαιδευτικοί ότι η παραδοσιακή αναλυτικοσυνθετική μέθοδος διδασκαλίας δεν συνάδει πλέον με τις ανάγκες των μαθητών , όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί από τα ευρήματα παιδαγωγικών ερευνών .Με άλλα λόγια διδάσκω μια( ξένη )γλώσσα δεν σημαίνει διδάσκω τμηματικά , αποσπασματικά και αποπλαισιωμένα τα γράμματα της αλφαβήτου, αξιώνοντας κατόπιν από τους μαθητές να απομνημομεύσουν τα γραφήματα και τα αντίστοιχα φωνήματά τους, όπως συμβαίνει στην ελληνική σχολική αίθουσα . Μην ξεχνούμε άλλωστε ότι η ψυχογλωσσολογία καθιστά σαφές το γεγονός ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να απομνημονεύσει μέχρι περίπου 7 ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία. Συνεπώς είναι απολύτως αντιπαιδαγωγικό να ζητούμε από τους μαθητές μας να αποστηθίσουν το αλφάβητο καθεαυτό (πόσο μάλλον στην ξένη γλώσσα), το οποίο στα αγγλικά εν προκειμένω έχει 26 χαρακτήρες. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ ελληνικού και αγγλικού αλφαβήτου καθώς στα αγγλικά-και κυρίως σε μικρές ηλικίες - δεν ενδείκνυται η κατά τρόπο μετωπικό και ολοκληρωτικό διδασκαλία του αλφαβήτου ως ξεχωριστή διδακτέα ύλη, η οποία ως τέτοια θα επιβάρυνε σαφώς τον μαθητή.
Αυτή η συνειδητοποίηση σηματοδοτεί με τη σειρά της την στροφή προς μια ολιστική και επικοινωνιακή διάσταση της γλώσσας, που στις μικρές τάξεις του δημοτικού αποσκοπεί σε μια πρώτη επαφή του μικρού μαθητή με την ξένη γλώσσα, προκειμένου να συνειδητοποιήσει σταδιακά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της . Στα αγγλικά συγκεκριμένα , σκοπός της διδασκαλίας από μικρές ηλικίες είναι η εξοικείωση των μαθητών με το φωνολογικό κυρίως σύστημα της γλώσσας και τη σύνδεση εικόνας –ήχου-λέξης –φράσης ως ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο που πάντα εντάσσεται σε ένα επικοινωνιακό πλαίσιο –το οποίο για τους μικρούς μαθητές μπορεί να είναι ένα παιχνίδι ρόλων , ένα επιτραπέζιο παιχνίδι ή η δραματοποίηση μιας ιστοριούλας.
Δεν έχουμε δηλαδή διδασκαλία γραφής και γραμμάτων της αλφαβήτου ένα προς ένα αλλά ακουστική και οπτική επαφή με ολόκληρες λέξεις-φράσεις που σκοπό έχουν την ανάπτυξη της φωνολογικής ενημερότητας των μαθητών , της ικανότητάς τους να αντιλαμβάνονται τους ήχους που αποτελούν μια αγγλική λέξη ,τους οποίους να μπορούν να συσχετίζουν με την αντίστοιχη γραπτή τους αναπαράσταση αλλά και μεταξύ τους , ώστε να καταστούν αργότερα ικανοί αναγνώστες. Συνεπώς , δεν διδάσκουμε γραφήματα αλλά φωνήματα. Ανάγκη που γίνεται ακόμη πιο επιτακτική στην αγγλική γλώσσα , καθώς ως γλώσσα με βαθύ, ασύμμετρο και αδιαφανές ορθογραφικό σύστημα δεν έχει συνεπείς αντιστοιχίες γραφήματος –φωνήματος(πχ το c άλλοτε προφέρεται /κ/ και άλλοτε /s/)
Με άλλα λόγια , η διδασκαλία της αγγλικής δεν μπορεί να παρέμβει στην εκμάθηση και κατάκτηση της ελληνικής γλώσσας καθώς , η διδασκαλία της πρώτης έχει το χαρακτήρα εξοικείωσης με φωνολογικά , ακουστικά ,οπτικά και παραγλωσσικά χαρακτηριστικά της γλώσσας μέσα απο το παιχνίδι , που ανοίγουν το δρόμο για μια πιο αβίαστη μετάβαση του μαθητή στον ξενόγλωσσο γραμματισμό. Τα αγγλικά δεν μπορεί να θεωρούνται ως γνωστικό αντικείμενο σε αυτές κυρίως τις τάξεις μιας και δεν στοχεύουν στη μετάδοση γνώσης αλλά στη διερευνητική ανακάλυψη της γνώσης από τους μαθητές
Αναφορικά τώρα με την άποψη ότι η αγγλική γλώσσα αποτελεί ξεχωριστό γνωστικό αντικείμενο διευρύνοντας έτσι τη γνωστική βάση που οι μαθητές καλούνται να κατακτήσουν, θα ήθελα να επαναλάβω πως δεν υπάρχει «ύλη» διδασκαλίας-ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να υπάρχει- (ιδιαίτερα σε τόσο μικρές τάξεις).Μιλούμε για λειτουργική χρήση της γλώσσας μέσα σε όσο το δυνατόν πιο αυθεντικές περιστάσεις επικοινωνίας βάση θεματικών που μεταφέρουν νόημα και όχι μεμονωμένων γλωσσικών δομών. Οι δεύτερες λειτουργούν επικουρικά και όχι επιβαρυντικά προς την μαθησιακή διαδικασία .
Θα ήθελα επίσης να τονίσω πως η συγκεκριμένη γλώσσα αποτελεί αδιαμφισβήτητα πρόσφορο έδαφος για την εφαρμογή διαθεματικών δραστηριοτήτων (πχ συνδυασμός με γυμναστική, πληροφορική , μουσική), που είναι τόσο σημαντικές για την ανάπτυξη της αυτενέργειας και της υπευθυνότητας του μαθητή κατά τη μαθησιακή διαδικασία αλλά και για την ολόπλευρη ανάπτυξη του σωματικά και πνευματικά.
Κλείνοντας θα ήθελα επίσης να διευκρινίσω ότι διδάσκω αγγλικά δε σημαίνει «παραδίδω το κεφάλαιο του βιβλίου» σε μαθητές που κοιτούν αμίλητοι και απαθείς. Στις μικρές ηλικίες κυρίως είναι εξαιρετικής σημασίας οι κιναισθητικές δραστηριότητες , όπως χορός, τραγούδι , δραματοποίηση μέσα από τις οποίες οι μαθητές ασκούνται δημιουργικά στη χρήση της γλώσσας και αφομοιώνουν αβίαστα τα χαρακτηριστικά της με τρόπο ευχάριστο , ενεργητικό και συνεργατικό.
Όλα αυτά βέβαια για να μετενσαρκωθούν σε πετυχημένη διδακτική πράξη και να μη μείνουν εγκλωβισμένα στη σφαίρα μιας θεωρητικής μόνο πραγματικότητας απαιτούν αφενός πλήρη ενημέρωση, άρτια διδακτική κατάρτιση και προετοιμασία από μέρους μας ως εκπαιδευτικοί και αφετέρου προσεκτικό σχεδιασμό , συστηματική προσπάθεια αλλά και απόλυτη επίγνωση της φύσης της διδασκαλίας μιας ξένης γλώσσας σε τόσο μικρές τάξεις από πλευράς υπουργείου. Η δυνατότητα λοιπόν υπάρχει. Εναπόκειται πλέον στην υπευθυνότητα του υπουργείου-και ημών- να προβούμε στην αξιοποίησή της.
Ευχαριστώ
Με εκτίμηση
Τσιαντούλα Γεωργία,
Εκπαιδευτικός ΠΕ06- Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στη Διδακτική της Γλώσσας(ΑΠΘ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου