24/10/10

Η δική τους Σπιναλόγκα είναι ακόμα ανοικτή...

Η Αμπού Τζααμπάλ φιλοξενεί ασθενείς και θεραπευμένους οι οποίοι αρνούνται να την εγκαταλείψουν, αφού στον «έξω κόσμο» υπάρχει ο φόβος της απόρριψης

Τη δική τους... Σπιναλόγκα έχουν οι λεπροί της Αιγύπτου, τη μοναδική πλέον αποικία λεπρών στη χώρα και τη μεγαλύτερη στον αραβικό κόσμο. Αλλοτε απομονωμένη κοινότητα, χωμένη στην έρημο της Αιγύπτου, η Αμπού Τζααμπάλ αποτελεί σήμερα κυριολεκτική όαση για τους εξοστρακισμένους κατοίκους της, οι οποίοι αρνούνται να την εγκαταλείψουν, φοβούμενοι το κοινωνικό στίγμα που φέρει η ασθένειά τους.
Οι συνθήκες διαβίωσής τους, όμως, δεν ήταν πάντα ρόδινες. Δημιουργήθηκε το 1933 και οι ασθενείς μεταφέρονταν εκεί με τη βία από αστυνομικούς, ενώ τις εγκαταστάσεις τις περιφρουρούσαν μέρα και νύχτα έφιπποι αστυνομικοί, καθώς εκείνη την εποχή η απομόνωση ήταν ο μόνος ουσιαστικά τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζαν τη λέπρα. Αν και τα κτίρια περιβάλλονταν από μεγάλη έκταση, μέρος της οποίας καλλιεργούνταν ώστε οι ασθενείς να είναι αυτάρκεις, στην πραγματικότητα ήταν εγκαταλελειμμένα στη μοίρα τους, σαν μια «ανοιχτή φυλακή».
Οπως περιγράφουν πολλές καλόγριες -ξένες στην πλειονότητά τους, καθώς καμία ντόπια δεν ήθελε να δουλέψει εκεί- οι συνθήκες ήταν άθλιες: τα ποντίκια ήταν παντού κι έγλειφαν τις πληγές των ασθενών, το φαγητό ελάχιστο και η ιατρική φροντίδα υποτυπώδης.

Οι... ζωντανοί νεκροί
Οσοι έμεναν στα γύρω χωριά από την Αμπού Τζααμπάλ φοβούνταν να πλησιάσουν και τα παιδιά έλεγαν τρομακτικές ιστορίες για? ζωντανούς νεκρούς που ζούσαν εκεί.
Αν και από το 1981 η λέπρα άρχισε να αντιμετωπίζεται επιτυχώς με αντιβίωση, οι συνθήκες διαβίωσης στην Αμπού Τζααμπάλ δεν βελτιώθηκαν αμέσως. Χρειάστηκαν ακόμα δύο δεκαετίες, προκειμένου να αισθανθούν οι ασθενείς, πρώην και νυν, δημιουργικοί και χρήσιμοι.Πλέον η αποικία έχει εξελιχθεί κι εκτός τειχών σε ένα ζωντανό χωριό 6.000 ανθρώπων, τα τρία τέταρτα του οποίου αποτελείται από θεραπευμένους πλέον ασθενείς, οι οποίοι προμηθεύονται από το νοσοκομείο της Αμπού Τζααμπάλ τα φάρμακά τους, ενώ έχουν δημιουργήσει τις οικογένειές τους και τις δουλειές τους.
Μόλις 200 από τους πρώην ασθενείς επέλεξαν να φύγουν από την περιοχή, ενώ στο χωριό έφτασαν κι άλλοι πολλοί, υγιείς άνθρωποι για να βρουν δουλειά, καθώς υπάρχουν αρκετές. Στο νηπιαγωγείο το 75% των παιδιών προέρχεται από οικογένειες λεπρών και το 25% από άλλες και στόχος της εκπαίδευσης που προσφέρουν, όπως εξηγεί ο Μαγκντί Γκαράς, διευθυντής της Caritas (διεθνής οργάνωση της Καθολικής Εκκλησίας) που λειτουργεί το σχολείο, είναι να βοηθήσουν τα παιδιά να ενταχθούν στην κοινωνία.
Τι λένε οι ίδιοι
«Εξω, δεν υπάρχει κανείς να με θυμάται...»
Η ζωή των αρρώστων είναι πολύ οργανωμένη: όσοι είναι δυνατοί, αναλαμβάνουν το πλύσιμο, το καθάρισμα και το μαγείρεμα, ενώ βοηθούν τους αδύναμους. Υπάρχουν ξεχωριστοί θάλαμοι για άνδρες και γυναίκες, όπου ο κάθε ασθενής έχει το κρεβάτι του και το ντουλάπι του.
Η ιατρική περίθαλψη ακολουθεί όλες τις σύγχρονες μεθόδους, παρέχονται πρόσθετα μέλη σε εκείνους τους ασθενείς που χάνουν κάποιο άκρο τους εξαιτίας της αρρώστιας, ενώ τους μαθαίνουν να τα χρησιμοποιούν. Βέβαια ο φόβος που ακολουθεί τη λέπρα δεν έχει εξαλειφθεί εντελώς και πολλοί στα γειτονικά χωριά αποφεύγουν να πλησιάζουν. Για τον λόγο αυτό διστάζουν οι πρώην ασθενείς να εγκαταλείψουν την Αμπού Τζααμπάλ. «Είμαι εδώ σχεδόν 20 χρόνια», λέει ο Οσάμα Αλί Σάοουι. «Αν φύγω, ποιος θα με θυμάται και ποιους θα ξέρω;», αναρωτιέται.
Στην αποικία αισθάνονται επίσης ασφαλείς, ότι ανήκουν κάπου, όπως εξηγεί ο υδραυλικός Γιασίν Αλί. «Οταν οι υγιείς άνθρωποι βλέπουν τα παραμορφωμένα χέρια μου, ντρέπομαι», λέει. «Εδώ όμως όλοι είμαστε ίδιοι».
Πολλοί, επίσης, έχουν ζήσει σχεδόν όλη τους τη ζωή στην Αμπού Τζααμπάλ, όπως ο Μοχάμεντ αλ Σαρκάουι. «Ημουν 16 ετών όταν έφτασα εδώ. Σήμερα είμαι 64, έχω σύζυγο και πέντε υγιή παιδιά». Η γυναίκα του ήταν επίσης ασθενής, η οποία γέννησε και τα πέντε παιδιά φυσιολογικά, χωρίς επιπλοκές.
§                          750 ασθενείς ζουν σήμερα εντός των τειχών της Αμπού Τζααμπάλ.
§                          200 είναι μόνο οι πρώην ασθενείς που έφυγαν από την περιοχή
Πηγή: Έθνος (Χρυσούλα Κατσαρού)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου