19/10/10

Γνώσεις ατάκτως ερριμμένες

Παύλου Χαραμή*

Οι ανεπίσημες διαρροές των τελευταίων ημερών σχετικά με το πρόγραμμα των μαθημάτων του Λυκείου και το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έδωσαν εύπεπτη τροφή σε πολλούς παράγοντες της πολιτικής ζωής και της δημοσιογραφίας, που εύκολα μετουσιώθηκε σε αβασάνιστους σχολιασμούς. Αντίθετα, η εκπαιδευτική κοινότητα αντιμετώπισε με έντονη ανησυχία τις προοπτικές που διαφαίνονται για την εκπαίδευσή μας όχι μόνο από τις διαψευδόμενες διαρροές αλλά και από το σύνολο των επίσημων εξαγγελιών για το «νέο σχολείο».
 Η διεθνής εμπειρία εξάλλου (πρέπει να) μας έχει ήδη καταστήσει ιδιαίτερα προσεκτικούς απέναντι σε μια μεταρρυθμιστική ρητορική νεοφιλελεύθερης έμπνευσης στον πυρήνα της, που επιχειρεί να χαϊδέψει τα αυτιά της κοινής γνώμης επισημαίνοντας και υπαρκτά προβλήματα, ενώ ταυτόχρονα απεργάζεται τη συρρίκνωση του κοινωνικού ρόλου του σχολείου και την ευθυγράμμισή του με τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
 Μέσα από τις επίσημες διακηρύξεις για το σχολείο που σχεδιάζει η κυβέρνηση εύκολα διακρίνεται ότι η πολιτική που εξαγγέλλεται ως προς την ουσία της είναι εναρμονισμένη, όπως άλλωστε δηλώνεται και επίσημα, με τους στρατηγικούς στόχους της εκπαιδευτικής πολιτικής που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενδεικτικές είναι οι συχνές διατυπώσεις για άνοιγμα του σχολείου στις δυνάμεις της αγοράς, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της «καινοτομίας» και του επιχειρηματικού πνεύματος κ.ο.κ..

 Και στην περίπτωση του περιεχόμενο σπουδών του Λυκείου η ακολουθούμενη εκπαιδευτική πολιτική δεν φαίνεται να απέχει από αυτές τις κυρίαρχες αντιλήψεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε θέσει την προηγούμενη δεκαετία ως «στρατηγικό στόχο» της ως το 2010 «…να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή».
 Για την επίτευξη του στόχου αυτού «… η εκπαίδευση και η κατάρτιση έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο». Έχει επισημανθεί μάλιστα η στενή σχέση που διαπιστώνεται ανάμεσα στις βασικές αρχές της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής και στις κλασικές θεωρίες του λεγόμενου «ανθρώπινου κεφαλαίου». Στην πραγματικότητα η ίδια η πρόσληψη της μόρφωσης ως παραγωγικής επένδυσης και η θεώρηση της γνώσης ως στοιχείου κοινωνικής αξιολόγησης των μελών μιας κοινωνίας είναι προϊόντα αυτής της θεωρίας.
 Αυτό που κυρίως αμφισβητείται και διακυβεύεται με βάση τα σενάρια που διέρρευσαν τελευταία για το πρόγραμμα σπουδών του Λυκείου είναι η γενική μόρφωση, με την έννοια ενός επαρκούς και συνεκτικού σώματος γνώσεων που θα παρέχει στον σύγχρονο πολίτη τη δυνατότητα να κατανοεί την πολυπλοκότητα των προβλημάτων του φυσικού και του κοινωνικού περιβάλλοντος και να αντιμετωπίζει με θετικό τρόπο τις προκλήσεις του σήμερα θεμελιώνοντας τη δράση του σε υγιείς κοινωνικές αξίες.
 Αυτό το επαρκές και συνεκτικό σώμα γνώσεων φαίνεται πως επιχειρείται να αντικατασταθεί από ένα άθροισμα κατακερματισμένων γνωστικών πεδίων που προσφέρονται στους μαθητές και μαθήτριες προς επιλογή. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι άλλο από την πλήρη διάρρηξη του μορφωτικού ιστού του Λυκείου και τη διαιώνιση της ακύρωσης του κοινωνικού ρόλου του.
 Ένα ακόμα σημείο, τέλος, που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι οι εξαγγελίες της κυβέρνησης σχετικά με το «νέο σχολείο» δημοσιοποιούνται στο πλαίσιο μιας γενικότερης αντιλαϊκής πολιτικής, που αμφισβητεί και υπονομεύει δημόσια και κοινωνικά αγαθά κατακτημένα από τον κόσμο της εργασίας με πολύχρονους αγώνες.
 Ακόμα και κάποιες προτάσεις του εκπαιδευτικού κινήματος που φαίνεται πως εντάσσει η κυβέρνηση στον προγραμματισμό της, όπως είναι οι Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας για την εκπαιδευτική στήριξη των παιδιών στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές ή η επαρκής αρχική εκπαίδευση και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, είναι αδύνατο να εφαρμοστούν, καθώς απαιτούν επαρκείς οικονομικούς πόρους, που δεν προβλέπεται να εξασφαλιστούν όχι μόνο εφέτος αλλά ούτε και τα επόμενα χρόνια, λόγω της εφαρμογής του προγράμματος σταθερότητας.
Η προτεινόμενη δομή του Λυκείου, υπηρετώντας κατά βάση τις απαιτήσεις του συστήματος πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και όχι την πρωταρχικής σημασίας απαίτηση για επαρκή και συνεκτική γενική μόρφωση σε όλα τα παιδιά, θα υπηρετήσει τελικά τη διεύρυνση των μορφωτικών ανισοτήτων σε βάρος των πιο αδικημένων.
 Προκύπτει, συνεπώς, η ανάγκη να μελετηθεί συστηματικά η τρέχουσα εκπαιδευτική πολιτική και να αποτιμηθούν οι συνέπειές της με ακρίβεια και διορατικότητα, αν θέλουμε με την παρέμβασή μας να αμφισβητήσουμε τις αρνητικές επιλογές της εξουσίας και να διεκδικήσουμε μια καλύτερη παιδεία που θα εξασφαλίζει το βέλτιστο για κάθε παιδί.
 * Ο Π. Χαραμής είναι πρόεδρος του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου