Συναντάται μόνο στη Μήλο (όπου βρίσκονται και οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί), τη Σίφνο, την Κίμωλο, καθώς και την Πολύαιγο. Μέχρι πρόσφατα περιλαμβανόταν στο είδος Vipera lebetina, το οποίο έχει ευρεία εξάπλωση στη Βόρεια Αφρική και στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, από την Τουρκία και την Κύπρο μέχρι το Κασμίρ. Η γεωγραφική απομόνωση των ελληνικών πληθυσμών πιστεύεται ότι φτάνει τα 5 εκατ. χρόνια, οπότε οι διαφορές που αναπτύχθηκαν μεταξύ αυτών των πληθυσμών οδήγησαν τους επιστήμονες στο να την κατατάξουν σε ξεχωριστό είδος. Η οχιά της Μήλου φέρει 23 σειρές ραχιαίων φολίδων στο μέσον του σώματος και είναι μικρών διαστάσεων• τα ενήλικα άτομα δεν ξεπερνούν το 1 μ. και συνήθως έχουν μήκος που σπάνια ξεπερνάει τα 85 εκ. Χαρακτηριστικό του είδους αυτού είναι ότι παρουσιάζει ποικιλοχρωμία. Συνήθως έχουν γκριζοκαφετί ή γκριζοκίτρινο χρώμα, με ανοιχτόχρωμα σχέδια σε καφετιά ή κιτρινωπή απόχρωση, αλλά στη Μήλο συναντώνται και μονόχρωμα άτομα με κόκκινο χρωματισμό, ο οποίος μπορεί να είναι από πορτοκαλί μέχρι κεραμιδί. Ζευγαρώνει την άνοιξη και γεννά από 4-13 αυγά, συνήθως 7-11. Τα νεαρά άτομα τρέφονται κυρίως με σαύρες και ασπόνδυλα, ενώ τα ενήλικα με πουλιά, τρωκτικά και σαύρες. Δυστυχώς η οχιά της Μήλου απειλείται με εξαφάνιση και οι λόγοι είναι πολλοί. Η υποβάθμιση και καταστροφή του βιοτόπου της όμως αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για το είδος. Στη μείωση του πληθυσμού έχουν συμβάλλει οι συλλέκτες, που λόγω της σπανιότητας του είδους συνέρρευσαν από όλο τον κόσμο. Τέλος, η αύξηση των τροχοφόρων έχει σαν αποτέλεσμα το θάνατο πολλών εκπροσώπων του είδους.
Η οχιά της Μήλου είναι προστατευόμενο είδος σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (Π.Δ. 67/1980 Φ.Ε.Κ. 23/30.1.1981) και απαγορεύεται η σύλληψη, η κατοχή, η θανάτωσή της καθώς και το εμπόριο ζωντανών ή νεκρών ατόμων. Προστατεύεται επίσης με βάση τις Συμβάσεις Ουάσιγκτον και Βέρνης. Στην Κοινοτική Οδηγία 92/43, αναφέρεται στο Παράρτημα ΙΙ ως είδος πρώτης προτεραιότητας που απαιτεί αυστηρή προστασία, δηλαδή περιλαμβάνεται στην ίδια κατηγορία ειδών, από άποψη προστασίας, με την αρκούδα, τη μεσογειακή φώκια και τη θαλάσσια χελώνα καρέτα-καρέτα.
Αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο φυσικής κληρονομιάς, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το περιβάλλον και τα οικοσυστήματα του νησιού. Παρουσιάζει μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον, λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης αυτών των νησιωτικών πληθυσμών από τους κοντινότερους συγγενείς τους στη Μικρά Ασία και στην Κύπρο.
Πηγή: ΙΜΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου