Κατά το Διεθνές Δίκαιο ανταλλαγή πληθυσμών νοείται η δια «συμβάσεως» υποχρεωτική ή ελεύθερη (εκούσια ή ακούσια) μετανάστευσηυπηκόων, που ανήκουν σε φυλετικές (εθνικές), θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες από το ένα κράτος σε άλλο (ως επί το πλείστον όμορο).
Η μεγαλύτερη ανταλλαγή πληθυσμών που έχει γίνει, και κατ’ επανάληψη, τουλάχιστον στην Ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία είναι στη Βαλκανική χερσόνησο.
Ανταλλαγές πληθυσμών στα Βαλκάνια
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους πολλοί εκ των κατοίκων της «τέως» Ευρωπαϊκής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια της Τουρκίας, μη θέλοντας να γίνουν υπήκοοι των χωρών που περιήλθαν τα εδάφη τους, με τις Συνθήκες Κωνσταντινούπολης, Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών, μετανάστευσαν αμοιβαία στις χώρες που πίστευαν ότι ανήκουν κατά παραπάνω ορισμό. Έτσι Μουσουλμάνοι από Ελλάδα Βουλγαρία και Σερβία μετοίκησαν προς μόνιμη εγκατάσταση στη Τουρκία, Βούλγαροι από Ελλάδα και Σερβία στη Βουλγαρία και Έλληνες από Βουλγαρία και Σερβία στην Ελλάδα. Το αυτό και οι Σέρβοι. Από τις παραπάνω χώρες γεγονός ήταν ότι η Τουρκία αντιμετώπιζε τον μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών που έπρεπε να βοηθήσει στη νέα τους εγκατάσταση, όπως επίσης γεγονός είναι ότι για λόγους εθνικής της σκοπιμότητας εφήρμοσε ταυτόχρονα πιεστικά μέτρα εναντίον άλλων φυλετικών, θρησκευτικών υπηκόων μειονοτήτων της, προς εξαναγκασμό σε εκπατρισμό.
Συνθήκη του 1913
Μπρος σ’ αυτό το οδυνηρό μέτρο του βίαιου ή εκούσιου εκπατρισμού τα ίδια τα εμπλεκόμενα κράτη συνάψανε συνθήκες προς μείωση των εξ αυτού δεινών. Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1913 συνάπτεται η πρώτη συνθήκη μεταξύ Τουρκίας Βουλγαρίας. Κατά το Βαλκανικό όμως πόλεμο η συνθήκη αυτή ήρθε να νομιμοποιήσει τις όποιες βίαιες ενέργειες (των Βουλγάρων κατά των Τούρκων και των Τούρκων κατά των Βουλγάρων της Θράκης).
Η Συνθήκη όμως αυτή είναι που έδωσε τη πρώτη διεθνή νομική υπόσταση του μέτρου της «ανταλλαγής πληθυσμών» η οποία ανταλλαγή ακόμη και όταν εμφανίζεται ως εκούσια κατά βάθος δεν είναι παρά ένας καθ’ όλα «ωραιοποιημένος» βίαιος εκπατρισμός.
Στο με αριθ. 1 πρωτόκολλο της Συνθήκης Ειρήνης του Σεπτεμβρίου 1913 αναφέρονται τα εξής (στη δημοτική):
«Οι δύο Κυβερνήσεις είναι σύμφωνες όπως διευκολύνουν την αμοιβαία ανταλλαγή των Βουλγάρων και Μουσουλμάνων κατοίκων καθώς και των κτημάτων αυτών σε ζώνη 15 χλμ. το ανώτερο, κατά μήκος των κοινών συνόρων. Η ανταλλαγή θα γίνει σε ολόκληρα χωριά. Η δε των αστικών και αγροτικών κτημάτων θα γίνει με την αιγίδα των δύο Κυβερνήσεων που θα προβούν σε ανταλλαγή και αποζημίωση, από τα προερχόμενα από την ανταλλαγή, κτημάτων χωρίων και ιδιωτών.»
Συνθήκη του 1914
Κατ’ αυτή τη Συμφωνία:
«Οι πληθυσμοί των ελληνικών χωρίων Θράκης και νομού Σμύρνης μέχρι των Στενών ανταλλαχθήσονται έναντι Μουσουλμάνων χωρικώνΜακεδονίας και Ηπείρου, η δε ανταλλαγή γενήσεται ταυτοχρόνως και μετά πιστοποίησιν της αυθορμήτου αυτών επιθυμίας προς μετανάστευσιν. Η ανταλλαγή γενήσεται υπό την προστασίαν των δύο κυβερνήσεων μετά πλήρη συνεννόησιν κλπ.».
Συνέπεια αυτής της Συμφωνίας ήταν ο βίαιος εκπατρισμός στην Ελλάδα άνω των 250.000 Ελλήνων από Μικρά Ασία και Θράκη.
Πολλές χιλιάδες Ελλήνων βρήκαν το θάνατο συνέπεια διωγμών και ταλαιπωριών από 1915 – 1918. Στο κύμα αυτό των πρώτων από Βουλγαρία και δεύτερο από Τουρκία εκπατρισθέντων Ελλήνων ήρθαν να προστεθούν και οι εκδιωχθέντες μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Όλοι αυτοί είχαν ανάγκη κάποιας προστασίας και βοήθειας αυτή που προτίθετο να τους εξασφαλίσει η Συνθήκη του Νεϊγύ.
Συνθήκη Νεϊγύ, 1919
Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919), η Βουλγαρία υποχρεωνόταν να αναγνωρίσει τα μέτρα εκείνα με τα οποία οι προέχουσες και συνασπισμένες Σύμμαχοι Δυνάμεις ήθελαν κρίνουν πρόσφορα σε σχέση προς την αμοιβαία και εθελουσία μετανάστευση των φυλετικών μειονοτήτων. Σ’ αυτή τη Συνθήκη διατυπωνόταν η απόφαση των Συμμάχων όπως «η αμοιβαία και εθελουσία μετανάστευση των φυλετικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών μειονοτήτων εις Ελλάδα και Βουλγαρία κανονισθεί δια συμβάσεως μεταξύ των δύο τούτων κρατών, συνομολογούμενης επί τη βάσει των όρων που αποφασίσθηκαν κατά την ως άνω ημέρα».
Σε εκτέλεση της Σύμβασης αυτής ψηφίσθηκε ο νόμος 2680/1922 και ο από 6 Μαρτίου 1922 σχετικός Κανονισμός που κυρώθηκε με το από 18 Ιουνίου 1922 Βασιλικό Διάταγμα.
Αμφότερες οι Πράξεις αυτές που αντίστοιχα ρύθμιζαν υποχρεώσεις του Βουλγαρικού Κράτους ψηφίσθηκαν και δημοσιεύθηκαν ταυτόχρονα και στη Βουλγαρία.
Κατά τις διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης, των κυρωτικών αυτής Νόμων και Κανονισμών, στις γενικές τους γραμμές αναγνωρίζονταν στους υπηκόους, του ενός κράτους που άνηκαν σε φυλετικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες το δικαίωμα της ελεύθερης μετανάστευσης στη χώρα του άλλου, με το δικαίωμα να συναποκομίσουν ή μεταφέρουν τη κινητή τους περιουσία. Η δε ακίνητος περιουσία τους καθώς και εκείνη των Εκκλησιών, Μονών, νοσοκομείων και οποιασδήποτε φύσεως ιδρυμάτων θα πωλείτο ή θα εκκαθαρίζονταν με το δικαίωμα των δικαιούχων επί της αξίας της. Μικτή τετραμελής επιτροπή (τα δύο μέλη διόρισε η Κοινωνία των Εθνών) εξασφάλιζε την εκτέλεση της Σύμβασης και την ελεύθερη άσκηση των εξ αυτής δικαιωμάτων.
Βάσει της παραπάνω Σύμβασης περί τους 50.000 Έλληνες περίπου μετανάστευσαν από Βουλγαρία στην Ελλάδα και 90.000 Βούλγαροι από Ελλάδα στη Βουλγαρία. Κατά δε τις επίσημες στατιστικές παρέμειναν στην Ελλάδα 41.017 σλαβόφωνοι που δεν επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν.
Συνθήκη της Λωζάνης, 1923
Μετά τη γενοκτονία των Ποντίων και τη μικρασιατική καταστροφή το αποκορύφωμα του μέτρου της «ανταλλαγής πληθυσμών» αποτέλεσε το Σύμφωνο για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας που υπογράφθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923, το οποίο στη συνέχεια κατέστη μέρος της Συνθήκης της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου του ίδιου έτους δυνάμει του άρθρου 142 της τελευταίας.
Κατά τη Σύμβαση αυτή η ανταλλαγή δεν ήταν πλέον εκούσια και ελεύθερη αλλά υποχρεωτική και αποτέλεσμα όρου πολεμικής ήττας. Στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης η Ελλάδα, μολονότι αντιτίθονταν στη άποψη και της εκούσιας ανταλλαγής (καταστροφική για τον ευημερούντα Ελληνισμό της Μικράς Ασίας), εντούτοις πιεζόμενη από το ατυχές αποτέλεσμα του πολέμου, δήλωσε να συζητήσει εκούσια και αμοιβαία ανταλλαγή. Η Τουρκία όμως δεν δέχθηκε ούτε εκούσια ούτε αμοιβαία αλλά υποχρεωτική. Μάταια το Οικουμενικό Πατριαρχείο διαμαρτυρήθηκε για κήρυξη της Εκκλησίας «εν διωγμώ». Αλλά και οι διαμαρτυρίες της τότε ελληνικής κυβέρνησης προς τη Τουρκία και τις Μεγάλες Δυνάμεις υπήρξαν ατελέσφορες.
Τελικά η Συνδιάσκεψη απεφάνθη ότι αν και μισητό αυτό καθ΄ αυτό το μέτρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής ήταν το μόνο ενδεδειγμένο στη περίπτωση και συνέστησε την αποδοχή αυτής με τον όρο να εξαιρεθούν οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Τότε η Ελλάδα που είχε εγκαταλειφθεί απ’ όλους τους Συμμάχους αναγκάσθηκε να υποκύψει και να υπογράψει την παραπάνω Σύμβαση της υποχρεωτικής ανταλλαγής με την οποία χιλιάδες Έλληνες τηςΜικράς Ασίας , μεταξύ αυτών και ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ΄, εξαναγκάσθηκαν σε εκπατρισμό.
Στην εν λόγω Σύμβαση καθορίζονταν τα εις την υποχρεωτική ανταλλαγή υποκείμενα πρόσωπα, η ιθαγένειά τους, ο χρόνος της ανταλλαγής, η εκκαθάριση των περιουσιών τους, καθώς και η τύχη των εξαιρουμένων της ανταλλαγής προσώπων. Στη συνθήκη δε αυτή υπάχθηκαν και οι μετά την 12 Οκτωβρίου 1912 αποχωρήσαντες εκ των εδαφών που χαρακτηρίστηκαν «ανταλλάξιμοι». Οι κινητές και ακίνητες περιουσίες των ευαγών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων που ανήκαν σε ανταλλάξιμους ή εις πρόσωπα που κατοικούσαν εκτός των εδαφών τους, υπάχθηκαν επίσης σε ανταλλαγή. Σε μικτή επιτροπή εκ της συμβάσεως ανετέθη η εκτίμηση και εκκαθάριση των περιουσιών που εγκαταλείφθηκε. Η αξία τους μετά την εκτίμηση περιέρχεται στο κράτος όσο παραμένουν – ανταλλάξιμη περιουσία – και αυτό (το κράτος) καθίσταται οφειλέτης των δικαιούχων. Οι αξίες τέλος θα συνοψίζονταν και όση προέκυπτε διαφορά αυτή θα καταβάλλονταν από το οφειλόμενο κράτος στο έτερο.
Η Σύμβαση αυτή άρχισε να εφαρμόζεται από τον Αύγουστο του 1923, η δε μικτή επιτροπή περάτωσε το έργο της κατά το έτος 1925. Για δε την εκτέλεσή της εκδόθηκε σωρεία νόμων, διαταγμάτων, αποφάσεων κλπ ενώ πλείστες Υπηρεσίες δημιουργήθηκαν για τη περαίωση του όγκου της εργασίας προς εγκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων ομοεθνών προσφύγων, την εκκαθάριση των περιουσιών τους και την τακτοποίηση των αξιώσεών τους.
Χωρισμός Ινδίας και Πακιστάν
Κατά το χωρισμό Ινδίας και Πακιστάν περίπου 20.000.000 άνθρωποι άλλαξαν διαμονή.
Πολωνία
Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επίσης, έγιναν μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις στα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας. Τουλάχιστον 6.000.000 Γερμανοί υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν προς τα δυτικά λόγω της αλλαγής των συνόρων, και ανάλογοι πληθυσμοί Πολωνών, Λευκορώσων κ.λπ
Σημειώσεις
Την πατρότητα του όρου υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών που είχε επικυρώσει η Συνθήκη της Λωζάνης ως ανυποχώρητο αίτημα των Τούρκων πολλοί την αποδίδουν στον Νορβηγό αντιπρόσωπο της Κ.τ.Ε. Δρ Φρίντχοφ Νάνσεν που ως απεσταλμένος των συμμαχικών κυβερνήσεων είχε αναλάβει να μελετήσει το ζήτημα των εθνικών μειονοτήτων και ιδιαίτερα των Ελλήνων στο νεοσύστατο τουρκικό κράτος και ο οποίος είχε δεχθεί πως μοναδική λύση του προβλήματος ήταν ο οριστικός διαχωρισμός των πληθυσμών. Παρά ταύτα η πατρότητα του όρου δεν έχει διερευνηθεί πλήρως. Ο Τούρκος αντιπρόσωπος στη Λωζάνη Ριζά Νούρ Μπεη υπήρξε εκείνος ο αδιάλλακτος υποστηρικτής της "υποχρεωτικής ανταλλαγής" δηλώνοντας και επιχειρηματολογώντας ότι μόνο με αυτήν θα τερματίζονταν ο ελληνικός αλυτρωτισμός, (L' irrédentisme grec)].
Θέση του Ο.Η.Ε. σήμερα
Από τη διεθνή κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα του δικαιώματος της ελεύθερης μετακίνησης και εγκατάστασης και της απαγόρευσης της συλλογικής απέλασης (Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δ΄ Πρωτόκολλο) η «ανταλλαγή πληθυσμών» σήμερα αποτελεί παραβίαση κανόνων Διεθνούς Δικαίου και έχει τεθεί εκτός πραγματικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου