Tης Hilary Mantel* / The Guardian
Είδα τον Χανς Χολμπάιν στον ύπνο μου. Τον αναγνώρισα αμέσως από το παράξενο φαρδύ καπέλο που φοράει στην αυτοπροσωπογραφία του. Μου έδωσε καλές συμβουλές για το επόμενο μυθιστόρημά μου, αλλά όταν καταπιάστηκα να το γράψω, κάτι σκοτεινά ανθρωπάκια έκλεψαν τα χαρτιά μου. Τριγύριζα με αγωνία στον ονειρικό κόσμο ψάχνοντας για σημειωματάρια, αλλά μου τα ’παιρναν μόλις άρχιζα να γράφω. Πονήρεψα και πήρα λίγο χαρτί κουζίνας, αλλά τελικά, αφού πάλεψα με ένα φαντασματικό χέρι πάνω στο τραπέζι, υποχώρησα και ξύπνησα.
Δεν χρειάζεται ν’ αναρωτηθώ αν το υποσυνείδητό μου παλεύει με την ιδέα ότι κάποιοι δικαιούνται να μου υπαγορεύουν τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γράφω. Η λίστα υποψηφίων για το φετινό βραβείο Booker δεν ήταν τέτοια που να προκαλέσει αντιρρήσεις, κάτι όμως έπρεπε να βρεθεί - κι έτσι αναστήθηκε η παλιά συζήτηση για την αξία της ιστορικής λογοτεχνίας. Οι συγγραφείς έχουν κουραστεί να λένε «κάθε βιβλίο είναι ιστορικό από τη στιγμή που πάει στο τυπογραφείο». Η καυτή επικαιρότητα γρήγορα γίνεται χλιαρή και τίποτα δεν παλιώνει τόσο γρήγορα όσο ένα μυθιστόρημα για το μέλλον. Οι μελαγχολικές προβλέψεις της δυστοπικής μυθοπλασίας σχεδόν πάντα ξεπερνιούνται από τις άσχημες εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει η πραγματικότητα. Οπως και να ’ναι, δεν αποτελεί καθήκον μιας μυθιστοριογράφου να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Εχουμε ανθρώπους πολύ ικανούς να επεξεργάζονται το παρόν: αποκαλούνται δημοσιογράφοι και δεν πρέπει να χάσουν τη δουλειά τους.
Τα σύνορα του όρου «ιστορική λογοτεχνία» είναι τώρα τόσο πλατιά που έχουν χάσει πλέον το νόημά τους, έτσι η χρήση του όρου αρχίζει να φαίνεται σαν επίκριση. Η κατηγορία είναι ότι οι «ιστορικοί» συγγραφείς παρατάνε τα καυτά θέματα του παρόντος για να ασχοληθούν με κοστούμια εποχής. Υπάρχει ένα είδος ιστορικής μυθοπλασίας για την οποία ισχύει αυτό: νουβέλες τύπου άρλεκιν με κρινολίνο. Ομως δεν είναι αυτό το είδος που δέχεται την επίθεση. Θα ήταν πολύ εύκολος στόχος. Η γκρίνια απευθύνεται στη λογοτεχνική μυθοπλασία που τοποθετείται στο παρελθόν και που κατηγορείται ότι είναι, από τη φύση της, λογοτεχνία φυγής. Σάμπως το παρελθόν να είναι κάποιο φτερωτό καταφύγιο, μια φωλιά προφυλαγμένη από τον θόρυβο της αμφισβήτησης και της συζήτησης. Δεν είναι αυτός όμως ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι πεζογράφοι το θέμα τους. Στην πράξη, συμβαίνει το αντίθετο. Η αφήγηση ιστοριών του παρελθόντος σε φέρνει μπροστά σε γεγονότα και νοοτροπίες που, αν θελήσεις να τα περιγράψεις, θα σε οδηγήσουν στα όρια αυτού που μπορούν να αντέξουν οι αναγνώστες σου. Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζεις δεν είναι η σεμνοτυφία του παρελθόντος - είναι η αισχρότητά του.
Εκείνο που βρίσκεται πίσω από αυτές τις αντιρρήσεις, πιστεύω, δεν είναι η παρανόηση της ίδιας της ιστορίας, αλλά η περιφρόνηση για τις χρήσεις της. Είναι αλήθεια πως ο τρόπος που έμαθαν ιστορία οι πολιτικοί και οι στρατηγοί δεν τους βοήθησε να μην επαναλάβουν τα λάθη των προκατόχων τους. Η παρατήρηση του Χένρι Φορντ ότι «η ιστορία είναι μπούρδες» ίσως να μην είναι τόσο άξεστη όσο φαίνεται, γιατί μεγάλο μέρος από όσα νομίζουμε πως ξέρουμε για το παρελθόν είναι μη επαληθευμένη παράδοση και ανεξέταστες προκαταλήψεις. Αυτό πρέπει να γίνει κίνητρο για καλύτερη ιστορία και όχι για λιγότερη ιστορία.
Η ιστορία μάς προσφέρει έμμεση εμπειρία. Επιτρέπει στον νεότερο μελετητή να κατέχει το έδαφος επί ίσοις όροις με τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Δίχως μια γνώση της ιστορίας που θα του δώσει το πλαίσιο για τα σημερινά γεγονότα, βρίσκεται στο έλεος κάθε κοινωνικής παρερμηνείας που θα του δοθεί. Οι παλιοί πάντα πιστεύουν ότι ο κόσμος γίνεται χειρότερος• είναι στο χέρι των νέων, εξοπλισμένων με ιστορική γνώση, να αποδείξουν ότι, σε σύγκριση με το 1509, ή ακόμα και το 1939, η ζωή το 2009 είναι γλυκιά σαν μέλι. Η καταβύθιση στην ιστορία δεν σε κάνει οπισθοδρομικό• σε κάνει να θέλεις να τρέξεις σαν τρελός προς το μέλλον.
Ο 18ος αιώνας ήταν πράγματι κομψός, αλλά μόνο ώς τη στιγμή που θα έσκαγε η σκωληκοειδίτιδά σου ή θα κολλούσες φυματίωση. Οι άνθρωποι που «νοσταλγούν» το παρελθόν πρέπει να λάβουν υπόψη τις ιατρικές ανάγκες τους και να προσδιορίσουν την κοινωνική τους τάξη. «Αριστοκράτης» είναι καλή επιλογή, όχι όμως στη Γαλλία το 1793.
Το παρελθόν δεν είναι νεκρό έδαφος και το να το διασχίζεις δεν είναι μια στείρα άσκηση. Η ιστορία πάντα αλλάζει πίσω μας και το παρελθόν μεταβάλλεται λίγο κάθε φορά που το εξιστορούμε. Και ο πιο σχολαστικός ιστορικός είναι αναξιόπιστος αφηγητής: κουβαλάει μαζί στο εγχείρημά του τις μεροληψίες της εκπαίδευσής του και τις ιδιοτροπίες του ταμπεραμέντου του, ενώ συχνά είναι υποχρεωμένος, για να προβάλει το όνομά του, να δολοφονήσει τους προκατόχους του προτείνοντας μια διαφορετική εκδοχή των γεγονότων από εκείνη που επικρατούσε όταν σπούδαζε. Πρέπει να κάνει το παλιό καινούργιο, γιατί η ακαδημαϊκή του πρόοδος εξαρτάται από αυτό.
Από τη στιγμή που το καταλαβαίνουμε αυτό, η δουλειά του ιστορικού λογοτέχνη δεν φαίνεται τόσο αμφισβητήσιμη• το μόνο προαπαιτούμενο είναι η μυθοπλασία του να είναι εύλογη και στηριγμένη όσο το δυνατόν καλύτερα στα γεγονότα της εποχής. Σε κάθε περίπτωση, είναι λάθος των κριτικών να προδιαγράφουν τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γράφει η κάθε γενιά συγγραφέων. Οι περισσότερες συνταγές τους βγαίνουν μέσα από τη βαθιά τους άγνοια για το πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα. Ενας μυθιστοριογράφος δεν κάθεται μπροστά στο πληκτρολόγιο βυζαίνοντας το δάχτυλό του και σκεπτόμενος «τώρα τι θα γράψω;». Το μυθιστόρημα έρχεται είτε το θέλεις είτε όχι. Επειτα από μήνες ή χρόνια σιωπηλού ταξιδιού, φτάνει και κατασκηνώνει εκεί δίπλα σου σαν παράνομος μετανάστης, προσπαθώντας να μηχανευτεί χίλιους τρόπους για να κερδίσει λίγο ζωτικό χώρο. Πριν προφτάσεις να δεις το πρόσωπό του, έχει ανοίξει μαγαζί κι έχει αγοράσει σπίτι.
Εκείνο που πραγματικά ανησυχεί τους επικριτές είναι, υποψιάζομαι, πως όταν διαβάζουν ιστορική μυθοπλασία αισθάνονται ότι η δική τους έλλειψη μόρφωσης μπορεί να εκτεθεί• πανικοβάλλονται, γιατί δεν ξέρουν τι από αυτά που διαβάζουν είναι αλήθεια και τι όχι. Να λοιπόν ένας μικρός οδηγός τσέπης. Κάθε φορά που ο συγγραφέας γράφει για τον ήρωα ή την ηρωίδα του «Σκέφτηκε ότι...» ή «Ενιωσε ότι...» αυτά που γράφει είναι της φαντασίας του. Ποτέ δεν ξέρουμε τι σκέφτηκαν ή τι ένιωσαν οι άνθρωποι, εκτός κι αν κρατούν ειλικρινές και πλήρες ημερολόγιο. Και ο κόσμος είναι γεμάτος ανθρώπους που λένε ψέματα και στο ίδιο τους το ημερολόγιο.
* Η Αγγλίδα συγγραφέας Χίλαρι Μαντέλ κέρδισε το βραβείο Booker 2009 για το ιστορικό της μυθιστόρημα «Wolf Hall».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου