To γιοφύρι της Άρτας είναι γέφυρα του ποταμού Αράχθου, κοντά στην πόλη τηςΆρτας, που έγινε πασίγνωστη από το ομώνυμο θρυλικό δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στην εξ ανθρωποθυσίας θεμελίωσή του. Ο ίδιος όρος αποτελεί επίσης σύγχρονη έκφραση όταν αναφέρονται έργα τα οποία αργούν να ολοκληρωθούν όπως και στο θρύλο του τραγουδιού ("Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν").
Η γέφυρα και ο θρύλος
Η γέφυρα αυτή κατά τον Χρονογράφο της Ηπείρου είναι κτίσμα των προ Χριστού Ρωμαϊκών χρόνων. Σύμφωνα όμως με μερικές παραδόσεις κτίσθηκε όταν η Άρτα έγινε πρωτεύουσα πόλη στο Δεσποτάτο της Ηπείρου ίσως και επί Δεσπότη Μιχαήλ Β' Δούκα. Χρονολογίες οικοδόμησης φέρονται κατ΄ άλλους το 1602 κατ΄ άλλους το 1606.
Ο Μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος έχει σημειώσει ότι αυτή κτίσθηκε κατά μία παράδοση από κάποιον Αρταίο ορθόδοξο παντοπώλη.
Κατά το δημοτικό τραγούδι που ανήκει στα άσματα του ακριτικού κύκλου, 1300 κτίστες, 60 μαθητές, 45 μάστοροι (μηχανικοί) υπό τον Αρχιμάστορα προσπαθούσαν να κτίσουν τη γέφυρα της οποίας τα θεμέλια κάθε πρωί ήταν καταστραμένα. Μέχρι που πτηνό με ανθρώπινη φωνή γνωστοποίησε πως για να στεριώσει η γέφυρα απαιτείται η ανθρωποθυσία της συζύγου του Πρωτομάστορα. Το οποίο και έγινε με κατάρες που καταλήγουν σε ευχές.
Το τραγούδι αυτό είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο (πολιτικό στίχο).
Ιστορία του Θρύλου
Η ιστορική έρευνα διατυπώνει ότι ο θρύλος αυτός έκρυβε πολλά χρόνια μια ιστορική αλήθεια για την περιοχή της Άρτας και γενικότερα της Ηπείρου. Όταν χρειάστηκε να περάσει από τη περιοχή μεγάλη δύναμη τουρκικού στρατού ζητήθηκε η βοήθεια των κατοίκων για τη δημιουργία μιας γέφυρας. Τότε προστρέξανε πάρα πολλοί δηλώνοντας ότι γνωρίζουν να κτίζουν, προκειμένου να κερδίσουν κάποια εύνοια. Όταν όμως έμαθαν οι κάτοικοι το σκοπό για τον οποίο θα πέρναγε το τουρκικό ασκέρι πήγαιναν τη νύκτα και γκρέμιζαν ότι την προηγούμενη οι ίδιοι είχαν φτιάξει. Όταν οι Τούρκοι ζήτησαν να μάθουν γιατί αργεί τόσο πολύ το έργο εκείνοι απάντησαν ότι τελικά είναι στοιχειωμένο το μέρος πιστεύοντας ότι οι Τούρκοι ή δεν θα πέρναγαν ή ότι θα επέστρεφαν. Τότε ο τούρκος διοικητής (πουλάκι) διέταξε τη σύλληψη του Πρωτομάστορα και της γυναίκας του και τη θανάτωσή τους. Τότε φοβούμενοι όλοι οι άλλοι εμπλεκόμενοι στο έργο της ανέγερσης Έλληνες για τη τύχη που θα τους περίμενε έσπευσαν και ολοκλήρωσαν το γεφύρι συνοδεύοντας με κατάρες το τουρκικό ασκέρι αναπολώντας την αλλοτινή δόξα της φυλής που επί Μ. Αλεξάνδου έφθασαν από Δούναβη μέχρι Ευφράτη. Μετά όμως την εθνεγερσία του 1821 και αναμένοντας την απελευθέρωσή τους από τον ελληνικό στρατό (αδελφό στη ξενιτιά) οι προηγούμενες κατάρες έγιναν ευχές.
Σημειώσεις
- Μια άλλη παραλλαγή, πιο ήπια, στο επίμαχο σημείο της «βίαιης» ανθρωποθυσίας του θρύλου λέει πως μόλις έφθασε στο γεφύρι η γυναίκα του Πρωτομάστορα εκείνος:
«Ευθύς τον ίσκιο άρπαξε και παίρν΄ και τη στοιχειώνει»
Και αφού πήρε το ανάστημά της από τον ίσκιο, της λέγει:
«Σύρε, Κυρά μου, στο καλό και στη καλή την ώρα
κι όσο να πά΄ στο σπίτι της πέφτει και αποθαίνει»
(Δηλαδή το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα αφού η γυναίκα του μένει σαν οπτασία, χωρίς πλέον ίσκιο, δεν ακούγεται όμως τόσο μακάβριο)
- Ο συγκινησιακός φόρτος του ποιήματος με τα ανάμικτα συναισθήματα της υποταγής αλλά και της ελπίδας της ανεξαρτησίας όχι μόνο είχε ξεπεράσει τον ελλαδικό χώρο αλλά ακριβώς μέσα από τα μεγάλα «έργα» της εποχής πέρναγε και ως μήνυμα. Έτσι παραλλαγές του πέρασαν και σε άλλους βαλκανικούς λαούς ακόμη και σε ποντιακή διάλεκτο σε ανάλογες παραδόσεις. Την ελληνικότητα όμως του ποιήματος απέδειξε ο Κ. Ντίντεριχ (ή Ντίντρηχ) από τα στοιχεία που παρέχει αυτό το ίδιο το ποίημα.
- Αξιοπρόσεκτα ακόμη λαογραφικά σημεία στο δημοτικό αυτό τραγούδι είναι η αξία του δακτυλιδιού, της βέρας, ως πετυχημένο εύρημα του ποιητή που εκτός από τα στέφανα του γάμου, δίπλα στα εικονίσματα, κανένα άλλο σύμβολο δεν θα μπορούσε να σημειώσει μεγαλύτερη επιρροή στη τότε εποχή. Επίσης το στοιχείο της πιστής συζυγικής αγάπης, αλλά και η σημασία του ξενιτεμένου και μονάκριβου αδελφού που αποτελεί πανηγυρική επανάληψη της βεβαίωσης του Ευριπίδη "Στύλοι δε οίκων παίδες άρσενες" ή όπως η αρχαία Αντιγόνη ομολογεί "Άνδρα μπορεί να πάρω οποιονδήποτε, όμως αδελφό δεν μπορώ να ξανάβρω".
Σύγχρονη χρήση / Παρομοίωση
Στην καθομιλουμένη η φράση "Το γιοφύρι της Άρτας" χρησιμοποιείται για έργα τα οποία αργούν πολύ να τελειώσουν.
Παραδείγματα:
- σαν της Άρτας το γιοφύρι...
- ούτε της... Αρτας το γιοφύρι να ήταν!
- ...κάτι σαν γιοφύρι της Αρτας, αν συλλογιστούμε πόσες φορές σχεδιάστηκε, κτίστηκε, γκρεμίστηκε, ξανασχεδιάστηκε...
- Σε σύγχρονο «γιοφύρι της Αρτας» εξελίσσεται το σχέδιο...
Επίσης έτσι είχαν χαρακτηριστεί, κατά καιρούς, από τον ελληνικό ημερήσιο τύπο διάφορα δημόσια έργα όπως οι διαμορφώσεις των πλατειών Ομόνοιας και Συντάγματος της Αθήνας, η έναρξη λειτουργίας δύο Νοσοκομείων (Θεσσαλονίκης και Ελευσίνας), το αεροδρόμιο των Σπάτων και ο σχεδιασμός του Μετρό της Αθήνας που κράτησε 30 χρόνια όσο δηλαδή η ανέγερση της μεγαλύτερης πυραμίδας της Αιγύπτου.
Επιρροές
Το Γεφύρι της Άρτας έχει γίνει πηγή έμπνευσης για πολλούς και με βάση αυτό έχουν γραφεί αρκετά έργα,
- «Το γιοφύρι της Άρτας» του Ηλία Βουτιερίδη, περιοδικό «Νουμάς», 1905
- «Το ανεχτίμητο» του Παντελή Χορν δημοσιευμένο σε ανεξάρτητο τόμο μαζί με το μονόπραχτό του «Ο ξένος», 1906
- «Ο Πρωτομάστορας», τραγωδία που έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης το 1909, μελοποίησε ο Μανώλης Καλομοίρης και παίχτηκε στην Αθήνα το 1916
- «Θυσία της Άρτας» του Στέλιου Σεφεριάδη
- «Της Τρίχας το γεφύρι» του Παν. Φωτιάδη, 1927
- «Τη Τρίχας το Γεφύρ'» του Θόδωρου Κανονίδη, 1930
- «Γεφύρι της Άρτας» του Γ. Θεοτοκά, 1942
- «Η Γυναίκα του Πρωτομάστορα», του Φίλωνος Κτενίδη, στην ποντιακή γλώσσα, 1950
- «Το Γεφύρι της Άρτας» του Γιάννη Ανδρίτσου, 1960
- «Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες» του Αλβανού συγγραφέα Ισμαήλ Κανταρέ, 1989
Πηγή: Βικιπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου