Την οικονομική αδυναμία της χώρας μας εκμεταλλεύονταν ξένοι δανειστές ακόμα και από τα χρόνια της Επανάστασης του 1821
Το τελευταίο διάστημα στις καθημερινές συζητήσεις έχει εισβάλει, εκτός των άλλων οικονομικών «γρίφων», και το spread. Η άγνωστη στους μη ειδικούς ορολογία, που εκφράζει τις διαφορές στις αποδόσεις των ομολόγων και τα επιτόκια δανεισμού, δεν είναι τόσο κακόηχη, όσο, ας πούμε, η τοκογλυφία. Περί συνωνύμου, όμως, πρόκειται...
Ετσι κι αλλιώς, οι καταστάσεις που σηματοδοτεί o ξενικός όρος, έχουν την ηλικία του νεοελληνικού κράτους. Αφού είναι συνυφασμένες με τη χρέωση και υπερχρέωση της Ελλάδας από τα χρόνια ακόμη της Επανάστασης του 1821.
Ισως φαίνεται περίεργο σε μερικούς, αλλά η φύση των διεθνών χρηματαγορών, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, δεν άλλαζε ουσιαστικά. Λίγο-πολύ διατηρήθηκε η ίδια ολόκληρο τον 20ό αιώνα και τα χρόνια της παγκοσμιοποίησης. Οπως η επιδίωξη των κεφαλαιούχων-δανειστών κάθε εποχής για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος.
Στο πλαίσιο αυτό καταγράφεται ένα ελληνικό ιστορικό παράδοξο. Παρά τις στάσεις πληρωμών της Ελλάδας, κατά καιρούς, οι ξένοι δανειστές έτρεφαν ιδιαίτερη προτίμηση στα «ελληνικά χαρτιά». Αυτός... ο φιλελληνισμός των ξένων δανειστών οφείλεται, βεβαίως, στις μεγαλύτερες αποδόσεις κεφαλαίων. Στην Ελλάδα ήταν συνήθως υψηλότερες από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Το φαινόμενο έχει τεκμηριωθεί στατιστικά από τους εγκυρότερους Ελληνες οικονομολόγους του περασμένου αιώνα, όπως ο Α. Ανδρεάδης και ο Α. Αγγελόπουλος.
Πτώχευση
Το «παράδοξο» έχει φυσικά τις εξηγήσεις του, τόσο στη σφαίρα της πολιτικής όσο και της οικονομίας.
Ανασκοπώντας τα κάθε είδους εξωτερικά δάνεια από συστάσεως του ελληνικού κράτους μέχρι και την πτώχευση του 1932 ο Α. Αγγελόπουλος, στο κλασικό έργο του «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδος», συμπεραίνει: «Η εκ μέρους των ξένων κεφαλαιούχων τακτική, κατά τα πρώτα ιδία συναφθέντα εξωτερικά δάνεια, εδημιούργησε την αδυναμίαν της χώρας όπως εκπληρώση τας εκ των εξωτερικών δανείων υποχρεώσεις της. Εάν κατεβάλλετο ολόκληρον το προϊόν των πρώτων δανείων, διαφορετική θα ήτο η οικονομική και δημοσιονομική κατάστασις και αλλοία θα απέβαινεν η όλη εξέλιξις της πολιτικής ζωής της χώρας...»
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν όλα σχεδόν τα δάνεια πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά και την κατοπινή περίοδο έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Εάν η έκδοσις των μεταπολεμικών δανείων ήτο ανάλογος προς τας αντιστοίχους εκδόσεις των αγγλικών και γαλλικών δανείων, ιδία εάν οι τόκοι ήσαν χαμηλότεροι και αι τιμαί εκδόσεως ανώτεραι, η δε απόσβεσις βραδυτέρα, το Ελληνικόν κράτος δεν θα περιήρχετο τόσον ταχώς εις την δυσχερή θέσιν...» προσθέτει ο Αγγελόπουλος.
Ισως, θεωρήσει κάποιος ότι τούτες οι διαπιστώσεις ισχύουν αποκλειστικά για ένα μακρινό παρελθόν. Λάθος! Ο καθηγητής Γ. Β. Δερτιλής στην πρόσφατη «Ιστορία του ελληνικού κράτους» διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν και μεγάλες διαφορές μεταξύ των αιώνων στη λογική των αγορών: «Αυτό δεν είναι περίεργο.
Περίεργο είναι ότι από το 1879 (όταν άρχισε ο μαζικός δανεισμός της Ελλάδας από το εξωτερικό) έως το 2000, παρά τις εν τω μεταξύ παύσεις πληρωμών του ελληνικού Δημοσίου, η επενδυτική διάθεση των αλλοδαπών κεφαλαιούχων για ελληνικά κρατικά χρεόγραφα ανανεωνόταν κάθε φορά αμείωτη. Τα αίτια αυτής της σταθεράς ευμένειας ήταν πολλά...»
Πρόθυμοι δανειστές για να εκμεταλλευτούν τις ανάγκες πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν. Οσο, τουλάχιστον, υπάρχουν διεθνείς χρηματαγορές και κερδοσκοπικά κεφάλαια. Το ζήτημα είναι οι όροι των δανείων, πώς διαμορφώνονται και ο προορισμός των δανείων.
Στάσεις πληρωμών και διακανονισμοί
Σε κάθε μεγάλη διεθνή οικονομική κρίση η Ελλάδα βιώνει παρόμοιες καταστάσεις. Βρίσκεται υπερχρεωμένη, περιέρχεται στις παγκόσμιες χρηματαγορές και δανείζεται πανάκριβα. Μερικές φορές... χτυπάει και κανόνι!
Από την άποψη αυτή έχουν τη σημασία τους τα οικονομικά βιώματα στις αρχές των δεκαετιών του 1890, του 1930 και του 1970. Στην πρώτη περίπτωση, η Ευρώπη και ο κόσμος διένυε την τελευταία φάση της Μεγάλης Υφεσης του 1873-1896. Στη δεύτερη, τα χρόνια της κρίσης, που ακολούθησαν το κραχ του 1929. Στην τρίτη, την περίοδο της «πετρελαϊκής κρίσης». Στις δύο πρώτες περιόδους, προς το τέλος των κρίσεων, η Ελλάδα κήρυξε χρεοκοπία και στάση πληρωμών. Στην τρίτη, υλοποιήθηκαν προγράμματα οδυνηρής λιτότητας για τους πολλούς.
Φυσικά, οι εποχές διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους. Ακόμη ριζικότερα το σήμερα με όλες τις άλλες περιόδους. Δεν υπάρχει, πια, η μοναχική και ανάδελφη δραχμή, αλλά το «πολύτεκνο» ευρώ. Η υπερχρέωση, όμως, είναι κοινός παρονομαστής. Το ίδιο ο επαχθέστατος δανεισμός, σε σχέση με άλλες χώρες, αλλά και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια σε βάρος της ελληνικής οικονομίας.
Χρεωκοπίες και στάσεις πληρωμών:
1827 και 1843: Παύση πληρωμών στους κάθε φορά ξένους δανειστές της χώρας (δάνεια ανεξαρτησίας και της πρώτης οθωνικής περιόδου).
1827-1878: Διεθνής (άτυπος) οικονομικός έλεγχος και ουσιαστικός αποκλεισμός από τις διεθνείς χρηματαγορές λόγω των παλαιών χρεών.
1878-1879: Συμβιβασμός ελληνικού δημοσίου με δανειστές και έναρξη νέας δανειακής περιόδου.
1893: Παύση πληρωμών («Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»).
1898: Συμβιβασμός μετά την ήττα στον «ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο» του 1897.
1898-1926: Επιβολή διεθνούς οικονομικού ελέγχου (ΔΟΕ).
1898-1920: Επανάληψη πληρωμών.
1921: Παύση πληρωμών (μερική).
1928-1932: Συμβιβασμοί με δανειστές.
1932: Παύση πληρωμών (χρεοστάσιο).
1932-1933: Επανάληψη πληρωμών και διακανονισμός.
Τα υψηλότερα επιτόκια
Από τη μελέτη των ελληνικών δανείων μέχρι την πτώχευση του 1893, μεταξύ των άλλων, προκύπτουν μερικά αποκαλυπτικά. Ο εξωτερικός δανεισμός κατά την οθωνική περίοδο «έτρεχε» όλον τον 19ο αιώνα και για την αποπληρωμή του απαιτήθηκε ποσό τριπλάσιο της πραγματικής αξίας του. Οταν η Ελλάδα κατέβαλλε κανονικά τα τοκοχρεολύσια αυτών των δανείων, χρειαζόταν για την αποπληρωμή τους να δαπανά περίπου το 40% των πάσης φύσεως κρατικών εσόδων. Ολο τον αιώνα τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έχει υπολογιστεί ότι αποδίδανε στους δανειστές συνολικά τόκο 9-12%. Υπέρογκος και, σε κάθε περίπτωση, πολύ μεγαλύτερος, από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Η πορεία της οικονομίας ήταν προδιαγεγραμμένη
Μοντέλο χρεοκοπίας
Στην Ελλάδα διαχρονικά ο δανεισμός από εργαλείο ανάπτυξης, όπως είναι η φυσιολογική κατάσταση, μετατρεπόταν σε μέσο επιβίωσης και, τελικά, σε μηχανισμό εξάρτησης. Είναι σωστή η διαπίστωση ότι το «μοντέλο» του ελληνικού καπιταλισμού συνεπάγεται περιορισμούς στην εθνική ανεξαρτησία της χώρας.
Αφαίμαξη...
Το... spread για τα πρώτα μεγάλα δάνεια της Ελλάδας από τις διεθνείς χρηματαγορές ήταν περίπου διπλάσιο από τον μέσο διεθνή όρο. Εκτός των άλλων επαχθών προϋποθέσεων συνήθως στους δανειστές δινόταν εγγύηση τα έσοδα του Δημοσίου από τελωνεία, φορολογία καπνού, πετρελαίου, αλατιού, σπίρτων...
Η σύγκριση
Μια τετραετία πριν ξεσπάσει η διεθνής οικονομική κρίση του 1929 ο εξωτερικός δανεισμός της Ελλάδας, στις χρηματαγορές Λονδίνου και Ν. Υόρκης, γινόταν με επιτόκια από 7,05% - 9,02 %. Την ίδια περίοδο όλα τα μη ελληνικά δάνεια, στις ίδιες αγορές, είχαν επιτόκια από 3,99 - 4,5ο%.
Από τον «μαύρο» Δεκέμβριο του 1893 στον «μαύρο» Απρίλιο του 1931
Το ίδιο «έργο» σε κάθε μεγάλη κρίση
Η Ελλάδα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1870 ήταν ουσιαστικά αποκλεισμένη από τις διεθνείς χρηματαγορές. Λόγω διεθνών συγκυριών επιτεύχθηκε «συμβιβασμός» προς το τέλος της για τους όρους αποπληρωμής των παλιών δανείων της. Θεωρητικά ο δανεισμός αποσκοπούσε στη χρηματοδότηση της ελληνικής ανάπτυξης, όπως εννοούνταν εκείνη την περίοδο (κρατικός μηχανισμός και ιδιαίτερα ο στρατός, κατασκευή ορισμένων μεγάλων έργων υποδομής κ.ά.) Ο καθηγητής Γ. Β. Δερτιλής συμπεραίνει συνολικά για την περίοδο:
«Οι ελληνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση: απέκτησαν τη δυνατότητα να δανειστούν ποσά πρωτοφανή για την Ελλάδα, σε μια παγκόσμια αγορά κεφαλαίων, της οποίας τους όρους σχεδόν αγνοούσαν.
Παρ’ όλη την άγνοια ίσως και λόγω αυτής, οι διαπραγματεύσεις άρχισαν ταχύτατα μετά τον συμβιβασμό. Και οι ελληνικές κυβερνήσεις ενέδωσαν πρόθυμα στις χρυσοφόρες σειρήνες. Το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας, από περίπου 168.000.000 που ήταν τα 1876, είχε σχεδόν διπλασιαστεί έως τα 1884, είχε τετραπλασιαστεί έως το 1887, είχε επταπλασιαστεί έως το 1893...»
Φορολόγηση
Επειδή το τελευταίο διάστημα συνηθίζεται η «μετάφραση» του δημόσιου χρέους σε κατά κεφαλήν ετήσιο χρέος, αυτά τα νούμερα σημαίνουν: από 5 δραχμές για κάθε Ελληνα το χρέος έφτασε στις 30. Για να καλυφθούν οι δαπάνες του δημόσιου χρέους ακολουθήθηκε ο εύκολος δρόμος της φορολόγησης. Υπερδιπλασιάστηκε ανάμεσα στα 1875 και 1890. Από 18 δραχμές έφθασε περίπου στις 30 τον χρόνο για κάθε πολίτη!
Μοιραία στις αρχές της δεκαετίας του 1890 τα φορολογικά έσοδα είχαν σχεδόν εξαντληθεί, τουλάχιστον ως προς τους έμμεσους φόρους. Τα έσοδα δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Η χώρα μπήκε σ΄ έναν ατέρμονα φαύλο κύκλο δανεισμού. Τα τοκοχρεολύσια πληρώνονταν με νέα δάνεια κ.ο.κ.
Επιπλέον, στο πλαίσιο νέων εξάρσεων της διεθνούς οικονομικής κρίσης επιδεινώθηκαν δραματικά οι όροι του δανεισμού. Ολα αυτά σε συνδυασμό με μια ακόμη σταφιδική κρίση γύρω στο 1892, που ήταν η βάση του εξαγωγικού εμπορίου, τις συνεχείς μειώσεις ισοτιμίας της δραχμής και την απροθυμία δανειστών έφεραν το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χ. Τρικούπη τον «μαύρο» Δεκέμβριο του 1893.
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας έχει αρκετές ομοιότητες. Ο Ελ. Βενιζέλος «έπαθε» περίπου ό,τι και ο Τρικούπης. Μόνο που τότε «μαύρος» ήταν ο Απρίλιος του 1932 κι όχι ο Δεκέμβριος. Ολη την προηγούμενη δεκαετία η Ελλάδα είχε συνάψει από εξωτερικό δανεισμό ονομαστικής αξίας 15,5 εκατ. δραχμές. Το πραγματικό ποσό που εισπράχτηκε ήταν 13,5 εκατ. και το μέσο πραγματικό επιτόκιο έφτανε το 8% για 33 χρόνια (μέσος χρόνος). Οι όροι ήταν από τους χειρότερους που ίσχυαν παγκοσμίως για κυρίαρχα κράτη.
Ενας από τους βασικούς λόγους του χρεοστασίου της εποχής ήταν ακριβώς αυτός...
Το ελληνικό... χρυσωρυχείο
Εχει υπολογιστεί από οικονομολόγους και ιστορικούς της οικονομίας ότι οι αποδόσεις των ελληνικών χρεογράφων-ομολόγων μέχρι το 1932 ήταν πάντα υψηλότερες μέχρι πολύ υψηλότερες από αντίστοιχες άλλων χωρών. Η φύση του ελληνικού δανεισμού (συνήθως για κάλυψη δαπανών κι όχι για ανάπτυξη), οι πιεστικές και επείγουσες πάντα ανάγκες του ελληνικού δημοσίου και οι πολιτικές εξάρτησης της χώρας την έκαναν ελκυστική για κεφαλαιούχους και κερδοσκόπους. Τη στιγμή που οι αποδόσεις στ’ άλλα ευρωπαϊκά κράτη κυμαίνονταν στο 1-6% και οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρόσφεραν τόκο 1,5-2,5%, η Ελλάδα πλήρωνε, τελικά, μέχρι και 15%!
Πηγή: Έθνος (Τ. Κατσιμάρδος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου