19/1/10

Ποια ιστορία διδάσκεται στο Δημοτικό;

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ*

ΕΛΕΝΗ ΜΠΟΥΝΤΑ, Ιστορική γνώση-σκέψη. Έρευνα στα αναλυτικά προγράμματα του Δημοτικού Σχολείου, εκδόσεις Opportuna, Πάτρα 2009, σελ. 222

Στο βιβλίο αυτό αναπτύσσεται μια προβληματική σχετικά με τη διδασκαλία της ιστορίας και την ιστορική σκέψη που καλλιεργείται στο Δημοτικό Σχολείο. Θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του επίκαιρα ζητήματα, αναφορικά με τα αναλυτικά προγράμματα και τον ιδεολογικό ρόλο του μαθήματος, την παιδαγωγική και διδακτική αναπλαισίωση του επιστημονικού-ιστορικού λόγου και τη διερεύνηση των προσληπτικών μηχανισμών των μαθητών.
Έως πρόσφατα, στην Ελλάδα, η διδακτική της ιστορίας αποτελούσε αποκλειστική ενασχόληση των παιδαγωγών και όχι των ιστορικών. Ως εκ τούτου, η σχολική ιστορία εμφανίζεται ιδεολογικά φορτισμένη, με αποτέλεσμα να παραβλέπεται ότι η διδασκαλία της συνιστά πρωτίστως ένα γνωστικό αντικείμενο. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η συγγραφέας διερευνά τα δύο κεφαλαιώδη ζητήματα της ιστορικής εκπαίδευσης: αφενός ποια ιστορία διδάσκεται (και γιατί) και αφ' ετέρου πώς διδάσκεται (και γιατί).

Η ιστορία αποτελούσε ανέκαθεν πεδίο αντιπαραθέσεων στο σχολικό αναλυτικό πρόγραμμα. Κατά τη διδασκαλία της, επιλέγεται κάποιο συγκεκριμένο περιεχόμενο και αποκλείεται κάποιο άλλο, προκρίνονται κάποια εγχειρίδια που υιοθετούν κάποια συγκεκριμένη προοπτική και παραβλέπονται άλλα. Στις δυτικές κοινωνίες και στη χώρα μας, πρόσφατα, πολλές από τις διαμάχες για τη διδασκαλία της ιστορίας υπήρξαν ταυτόχρονα διαμάχες που αφορούσαν τη φύση της εθνικής «κουλτούρας» και του «πολιτισμού». Αυτές οι διαμάχες αφορούν επίσης και το τι λογίζεται ως «σημαντική» γνώση του παρελθόντος, το πώς επιλέγεται ένα συγκεκριμένο είδος γνώσης και ποια γεγονότα είναι σημαντικά, τόσο για τη δική μας όσο και για τις επόμενες γενιές.
Ωστόσο, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, είναι γεγονός ότι το παρελθόν υπήρξε κάποτε και, όπως επισημαίνει ο Κούντερα, «το παρελθόν υπάρχει για να εκνευρίσει, να προκαλέσει, να μας βάλει σε πειρασμό να το καταστρέψουμε ή να το βάψουμε ξανά από την αρχή. Ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι θέλουν να είναι κύριοι του μέλλοντος είναι για να αλλάξουν το παρελθόν». Εκπαιδευτικοί και μαθητές καλούνται να θεμελιώσουν μια σχέση με το παρελθόν και να νοηματοδοτήσουν βιώματα άλλων ανθρώπων, οι οποίοι έζησαν σε διαφορετικά πλαίσια. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να εγκαθιδρυθεί μια λιγότερο «απολυταρχική» κατανόηση του τρόπου με τον οποίο παράγεται η γνώση, μια γνώση που αναπτύσσεται στη διαδικασία της έρευνας μέσα στην τάξη, η οποία δεν πρέπει ούτε να αποκόπτεται από την προσωπική εμπειρία ούτε να περιορίζεται σε αυτήν. Θεωρείται σημαντικό οι μαθητές να είναι σε θέση να οικοδομούν ιδέες και γνώση σχετικά με το παρελθόν.
Η πορεία όμως ανάπτυξης των ιδεών, της κατανόησης και της γνώσης απέχει πολύ από την γραμμική και παρατακτική προσέγγιση του παρελθόντος. Σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη και ολοένα πιο πολύπλοκη κοινωνία, με τα μέλη της να βρίσκονται σε κατάσταση αέναου αυτοπροσδιορισμού, είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί συναίνεση για τους σκοπούς, το γνωστικό περιεχόμενο, το αξιακό υπόβαθρο και τη μεθοδολογία της σχολικής ιστορίας.
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, υπογραμμίζεται στο βιβλίο ότι η κατανόηση και η γνώση του ανθρώπινου παρελθόντος απαιτεί ορισμένες δεξιότητες οι οποίες σχετίζονται με την καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης, γεννώντας ταυτόχρονα πολλά ερωτήματα σχετικά με την ηλικία που είναι σε θέση τα παιδιά να τις αναπτύξουν και να κατανοήσουν βασικές ιστορικές έννοιες. Και παραπέρα. Ποια ιστορία χρειαζόμαστε; Μια ιστορία ανθρωποκεντρική ή εθνοκεντρική, μια ιστορία κοινωνική ή γεγονοτολογική, ανεκτική σε πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες ή μονοσήμαντη, που έλκει ή που απωθεί; Χρειαζόμαστε μια ιστορία που εισάγει τα παιδιά στον γοητευτικό κόσμο της ιστορικής σκέψης ή τα οδηγεί στη στείρα απομνημόνευση;
Καταδεικνύεται όμως, μέσα από τη βιβλιογραφική έρευνα της συγγραφέως, ότι παρ' όλο που υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις της σχολικής ιστορίας, οι περισσότεροι σήμερα συμφωνούν ότι η σχολική ιστορία γίνεται ενδιαφέρουσα και χρήσιμη στους μαθητές όταν καλλιεργεί την ιστορική γνώση-σκέψη, μια σύνθετη διανοητική δεξιότητα η οποία τους βοηθά να κατανοήσουν τον εαυτό τους μέσα στο κοινωνικό, πολιτισμικό και εθνικό περιβάλλον τους αλλά και στο πλαίσιο της παγκόσμιας κοινότητας, με την ταυτόχρονη διασύνδεση του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος. Για να διατυπώσει η συγγραφέας οποιαδήποτε άποψη για την ιστορική εκπαίδευση στη χώρα μας, προσπαθεί να διερευνήσει αφενός μεν σε θεωρητικό επίπεδο τι είναι ιστορική σκέψη, αφ' ετέρου δε, με την ανάλυση περιεχομένου (μέθοδο έρευνας με εφαρμογές από την ανάλυση λόγου) των σύγχρονων αναλυτικών προγραμμάτων (από τη Μεταπολίτευση έως και το 2003), βάσει των οποίων συνεγράφησαν τα σχολικά εγχειρίδια, τι είδους ιστορική σκέψη καλλιεργείται στους Έλληνες μαθητές του Δημοτικού σχολείου.
Σύμφωνα με τα ευρήματα αυτής της ανάλυσης περιεχομένου διαπιστώνεται ότι το πλέγμα των στόχων, των διδακτικών πρακτικών και του θεματικού περιεχομένου του μαθήματος της ιστορίας βρίσκεται στον αντίποδα του θεωρητικού προβληματισμού της σύγχρονης διδακτικής της ιστορίας. Καθίσταται εμφανές ότι η διδασκαλία της ιστορίας στα παιδιά του δημοτικού είναι παραδοσιακά συνυφασμένη με την εθνική διαπαιδαγώγηση και περιορίζεται στις διδακτικές τεχνικές της απομνημόνευσης - αφήγησης ιστορικών γεγονότων και της πλαισίωσής της με υποστηρικτικές ιστορικές πηγές. Με αυτόν τον τρόπο δεν δίνεται η δυνατότητα στους μικρούς μαθητές να δοκιμάσουν σταδιακά συνθετότερα ερμηνευτικά σχήματα σε δεδομένα που οι ίδιοι έχουν διακρίνει σε μικρές ιστορικές έρευνες με αποτέλεσμα το μάθημα της ιστορίας να καταντά για αυτούς βαρετό και ανούσιο.

*Ο Γιάννης Παπαγιαννόπουλος είναι φιλόλογος

Πηγή: Αυγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου