Η σύγκρουση Κινέζων και Ιαπώνων λείανε τον δρόμο προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ο πόλεμος της Σαγκάης ήταν ένας βραχύς πόλεμος μεταξύ της Δημοκρατίας της Κίνας και της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας. Στην πολυεθνική Σαγκάη, τον Ιανουάριο του 1932, ξέσπασαν συμπλοκές ανάμεσα στους Κινέζους της πόλης και την ιαπωνική κοινότητα. Μέχρι τις 27 του μηνός ο ιαπωνικός στρατός είχε συγκεντρώσει περίπου 30 πλοία, 40 αεροσκάφη και 7.000 στρατιώτες έξω από τη Σαγκάη. Η κινεζική 19η στρατιά, η οποία βρισκόταν έξω από την πόλη, προκαλούσε ανησυχία τόσο στην κινεζική διοίκηση της Σαγκάης όσο και στο δημοτικό συμβούλιο των ξένων κατοίκων της, οι οποίοι τη θεωρούσαν εξίσου επικίνδυνη με τον ιαπωνικό στρατό. Στο τέλος, δωροδόκησαν με μεγάλο ποσό τη 19η στρατιά για να φύγει και να μην προκαλέσει ιαπωνική επίθεση. Ομως, η ιαπωνική επίθεση ήρθε απρόκλητη τα μεσάνυχτα της 28ης Ιανουαρίου και, σε έκπληξη πολλών, η 19η στρατιά παρέμεινε στη Σαγκάη και προέβαλε σκληρή αντίσταση στους Ιάπωνες. Μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου οι δυνάμεις και των δύο πλευρών είχαν ενισχυθεί στο δεκαπλάσιο. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι την εκεχειρία στις 5 Μαΐου, με όρους ταπεινωτικούς για την Κίνα. Ο πόλεμος της Σαγκάης μπορεί να μην κράτησε πολύ, ωστόσο επρόκειτο να έχει σοβαρές επιπτώσεις για τη διεθνή ασφάλεια τη δεκαετία του '30 και οπωσδήποτε λείανε το δρόμο προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο λίγες κρίσεις του μεσοπολέμου.
Βαρύ πλήγμα στους Δυτικούς
Του Antony Best*
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Σαγκάη ήταν ήδη το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι και μία από τις μεγαλύτερες πόλεις στην Απω Ανατολή. Στην καρδιά της πόλης βρισκόταν ο Διεθνής Οικισμός, στον οποίον ζούσε μια ακμάζουσα κοινότητα Βρετανών, Ιαπώνων, Αμερικανών και μύριων άλλων εθνικοτήτων που τις διοικούσε το πολυεθνικό δημοτικό συμβούλιο της Σαγκάης. Ωστόσο, κατά τους πρώτους μήνες του 1932, αυτή η ατμομηχανή της οικονομίας ακινητοποιήθηκε προσωρινά από τον πόλεμο ανάμεσα στην Ιαπωνία και την Κίνα, τον οποίο ορισμένοι θεωρούν ως ένα από τα πρώτα σκαλοπάτια προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η κρίση της Σαγκάης προέκυψε από μια γενικευμένη κλιμάκωση των εντάσεων στην ανατολική Ασία, η οποία είχε αρχίσει τον Σεπτέμβριο του 1931 με την εκστρατεία του ιαπωνικού ηπειρωτικού στρατού της Γκουαντόνγκ, που σκοπό είχε να θέσει υπό έλεγχο τη Μαντζουρία. Κατόπιν, αυτή η εκστρατεία οδήγησε σε κινεζικό μποϊκοτάζ των ιαπωνικών προϊόντων και επιχειρήσεων, πράγμα που επηρέασε άσχημα την ιαπωνική εμπορική κοινότητα της Σαγκάης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, τον Ιανουάριο του 1932, μια σειρά συμπλοκών ανάμεσα σε Κινέζους και Ιάπωνες πολίτες έλαβε χώρα στην πόλη. Οι συμπλοκές αυτές, με τη σειρά τους, έκαναν τον τοπικό Ιάπωνα αντιπλοίαρχο να δηλώσει επισήμως στις 28 Ιανουαρίου ότι οι δυνάμεις του δεν θα αστυνόμευαν μόνο την ιαπωνική συνοικία του Διεθνούς Οικισμού, αλλά ότι θα αστυνόμευαν και εντός της εφαπτόμενης κινεζικής περιοχής της Τσαπέι. Επιπλέον, απαίτησε να αποσυρθεί από την Τσαπέι η τοπική κινεζική στρατιωτική φρουρά, η 19η στρατιά. Οπως ήταν αναμενόμενο, αντί να ηρεμήσει τα πράγματα, αυτό έριξε λάδι στη φωτιά και τα μεσάνυχτα της 28ης Ιανουαρίου ξέσπασαν μάχες.
Για το γόητρο
Για την ιαπωνική κυβέρνηση στο Τόκιο, το ξέσπασμα πολέμου στη Σαγκάη ήταν ένας εντελώς ανεπιθύμητος περισπασμός από τις εξελίξεις στη Μαντζουρία. Δυστυχώς, όμως, οι επιδόσεις των Ιαπώνων πεζοναυτών –των οποίων υπερείχαν αριθμητικώς οι Κινέζοι– ήταν σχετικά κακές και γι’ αυτό έπρεπε να ενισχυθούν. Υπό κρίσιν δεν ήταν μόνο η ασφάλεια της ιαπωνικής κοινότητας της πόλης, αλλά και το γόητρο της Ιαπωνίας ως μεγάλης δύναμης. Παρομοίως, και από την πλευρά των Κινέζων, η εθνικιστική κυβέρνηση του Τσιανγκ Κάι Σεκ δεν καλωσόρισε τις εχθροπραξίες, αλλά βρήκε ότι ήταν πολύ δύσκολο να ελέγξει τις δραστηριότητες της 19ης στρατιάς χωρίς η ίδια να φανεί πατριωτικά ανεπαρκής. Ετσι οι μάχες γρήγορα κλιμακώθηκαν. Για τους Βρετανούς, τους Αμερικανούς και τους Γάλλους, η κρίση απέβη καταστροφική, καθώς επηρέασε άμεσα τα εκτεταμένα εμπορικά τους συμφέροντα στην πόλη. Τον Φεβρουάριο, οι τοπικοί διπλωματικοί και ναυτικοί τους αντιπρόσωποι κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να φέρουν τους εμπόλεμους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εν τούτοις, οι Ιάπωνες δεν ήταν πρόθυμοι να διαπραγματευτούν σοβαρά μέχρις ότου αποκτήσουν το επιχειρησιακό πλεονέκτημα και γι’ αυτό οι συνομιλίες άρχισαν ουσιαστικά μόνο τον Μάρτιο, αφού πρώτα η Ιαπωνία είχε επιτύχει μια τοπική νίκη, οδηγώντας τελικά σε μια σινο-ιαπωνική εκεχειρία στις 5 Μαΐου 1932.
Στη Δύση, εκείνη την εποχή, η κρίση έτυχε μεγάλης προσοχής. Ενα από τα πλέον αξιοσημείωτα στοιχεία της σύρραξης ήταν ότι, προκειμένου να εκφοβίσει τον κινεζικό στρατό και τους πολίτες, η Ιαπωνία κατέφυγε σε βομβαρδισμούς. Από την αρχή της σύγκρουσης έως και την αποκλιμάκωσή της στις αρχές Μαρτίου, ιαπωνικά αεροσκάφη βομβάρδιζαν τακτικά στόχους στην Τσαπέι, μεταξύ των οποίων και ένα στρατόπεδο προσφύγων, στο οποίο σκοτώθηκαν 50 άμαχοι.
Αυτές οι επιθέσεις επηρέασαν σε βάθος τις δυτικές αντιλήψεις για την Ιαπωνία. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για τη Μαντζουρία, το φθινόπωρο του 1931, πολλοί σχολιαστές στη Δύση έδειχναν να συμμερίζονται την έκδηλη αγανάκτηση της Ιαπωνίας με τις κινεζικές αρχές στη Μαντζουρία. Η προσφυγή της Ιαπωνίας στο βομβαρδισμό αμάχων διέβρωσε σημαντικά αυτήν τη συμπάθεια. Ηδη στις 2 Φεβρουαρίου 1932 οι Times επεσήμαιναν ότι οι «άγριοι ιαπωνικοί βομβαρδισμοί» είχαν «αποξενώσει σε μεγάλο βαθμό τη διεθνή κοινή γνώμη» και στις 6 Φεβρουαρίου, στο κύριο άρθρο του, ο Spectator αποφαινόταν ότι οι ενέργειες της Ιαπωνίας «είχαν προξενήσει φρίκη στον κόσμο, διότι οι πιλότοι της είχαν σταλεί σκόπιμα να ρίξουν χωρίς προειδοποίηση ισχυρά εκρηκτικά σε μια ανοχύρωτη, ανυπεράσπιστη πόλη». Τη φρίκη αύξησε το γεγονός ότι αυτά συνέβαιναν τον ίδιο καιρό που η πολυαναμενόμενη Συνδιάσκεψη Αφοπλισμού της Κοινωνίας των Εθνών συνεδρίαζε στη Γενεύη.
Ρήγμα στις σχέσεις ΗΠΑ - Βρετανίας
Με τις ενέργειες της Ιαπωνίας να προκαλούν αποστροφή σε πολλούς, το προφανές ερώτημα είναι γιατί οι Mεγάλες Δυνάμεις της Δύσης δεν ενώθηκαν για να επιβάλουν από κοινού την ειρήνη. Εδώ πρέπει κανείς να θυμηθεί ότι όλα αυτά δυστυχώς διαδραματίζονταν με σκηνικό τη Μεγάλη Υφεση, η οποία απομυζούσε την πολιτική βούληση. Επιπρόσθετα, η Δύση αντιμετώπιζε το πρόβλημα του πώς να προβάλει την ισχύ της στην ανατολική Ασία, όπου κυριαρχούσε το ιαπωνικό πολεμικό ναυτικό. Αλλη μία δυσκολία πρέπει επίσης να αναφερθεί, καθώς επρόκειτο να έχει ατυχείς συνέπειες για ολόκληρη τη δεκαετία. Ο Χένρι Στίμσον, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, ήθελε πολύ να δει τη χώρα του να συνεργάζεται με τη Βρετανία, αν και ήταν ασαφής σχετικά με το τι θα συνεπαγόταν μια τέτοια συνεργασία. Η Βρετανία, ωστόσο, ως το ηγετικό μέλος της Κοινωνίας των Εθνών, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν το 1919, έκρινε ότι σε όποιες ενέργειες και να προέβαινε, αυτές έπρεπε να συντελεστούν υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, άρα υπεξέφευγε μπροστά στην προτροπή του Στίμσον για συνεργασία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Στίμσον ένιωθε περιφρονημένος από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, σερ Τζον Σάιμον. Ετσι η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν να συνεργαστούν αποτελεσματικά, ενώ η Κοινωνία των Εθνών αποδείχθηκε ανίκανη να καταλήξει στο οποιοδήποτε αναγκαστικό μέτρο. Ωστόσο, ίσως ακόμη σημαντικότερο ήταν το γεγονός ότι ο Στίμσον, κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν, βοήθησε να διαδοθεί η εντύπωση ότι είχε όλη την καλή διάθεση να πάρει σκληρά μέτρα το 1932 αλλά ότι οι Βρετανοί τον απογοήτευσαν. Η επονομαζόμενη «αντιπαράθεση μεταξύ Σάιμον και Στίμσον» θα κυνηγούσε τις αγγλοαμερικανικές σχέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 και θα εμπόδιζε τις δύο χώρες να αναλάβουν κοινή ή παράλληλη δράση κατά των ρεβιζιονιστικών δυνάμεων.
Οπότε, όταν η ειρήνη επέστρεψε στη Σαγκάη τον Μάιο του 1932, ο κόσμος ήταν διαφορετικός. Η Ιαπωνία είχε αρχίσει τη μεταμόρφωσή της σε ένα κράτος παρία• η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αποξενωθεί• η Κοινωνία των Εθνών απεκαλύφθη ότι δεν είχε δόντια• και ο φόβος ότι η επόμενη παγκόσμια σύρραξη θα συνοδευόταν από βομβαρδισμούς, αδιακρίτως, εναντίον αθώων πολιτών, είχε ενισχυθεί. Αρα, από πολιτικής και από συμβολικής απόψεως, η κρίση της Σαγκάης έσπρωξε τον κόσμο στην τρομερή, ασυγκράτητη διολίσθηση προς τη μεγαλύτερη και πιο φοβερή σύγκρουση της ανθρώπινης ιστορίας.
* Ο Dr Anthony Best είναι λέκτορας στο Τμήμα Διεθνούς Ιστορίας του London School of Economics.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου