Αφησαν πίσω τους μεγάλες νεκροπόλεις με παράξενες πυραμίδες και μεγαλοπρεπείς ναούς που δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν απ΄ αυτούς της περιόδου των βασιλικών δυναστειών της Αιγύπτου. Έχτισαν πόλεις και έδωσαν στην «αιώνια χώρα» μια σειρά από μονάρχες: τους «μαύρους φαραώ» αναφέρουν Τα Νέα σε αναδημοσίευση άρθρου τηςLe Monde (8/4/2010). Βασίλεψαν από τον 8ο έως τον 7ο π.Χ. αιώνα στην κοιλάδα του Νείλου. Ποιοι είναι άραγε οι λαοί αυτοί, στους οποίους το Μουσείο του Λούβρου αφιερώνει μια έκθεση με τίτλο «Μερόη, μια αυτοκρατορία στον Νείλο», η οποία θα διαρκέσει ώς τις 6 Σεπτεμβρίου; Μας είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό άγνωστοι. Διότι η γλώσσα των κατοίκων της χώρας του Κους- έτσι ονόμαζαν οι Αιγύπτιοι τα εδάφη του σημερινού Σουδάν- αντιστέκεται σθεναρά στις απόπειρες των γλωσσολόγων να διεισδύσουν στα μυστικά της. Μπορεί ο Φράνσις Λιουέλιν Γκρίφιθ να αποκρυπτογράφησε το σύστημα γραφής της πριν από έναν αιώνα, όμως αυτά που διαβάζουμε στα περίπου χίλια κείμενα που έφτασαν ώς εμάς παραμένουν ακατανόητα.
Η αντίστασή της όμως φαίνεται πως αρχίζει να υποχωρεί. Σε μια μονογραφία που δημοσιεύθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου, ο αιγυπτιολόγος και γλωσσολόγος Κλοντ Ριγί, διευθυντής της γαλλικής αρχαιολογικής αποστολής στο Σουδάν, συνδέει αυτό το λεγόμενο μεροϊτικό ιδίωμα με μια οικογένεια γλωσσών που έχουν τη ρίζα τους στην καρδιά της αφρικανικής ηπείρου. Η μεροϊτική δεν είναι συνεπώς, όπως είχαν πιστέψει ορισμένοι, μια απομονωμένη γλώσσα ή ένα αφροασιατικό ιδίωμα συγγενικό με την αραβική, την εβραϊκή, την βερβέρικη ή την κοπτική. Αποτελεί καθαρά αφρικανική γλώσσα, την πρώτη σε γραπτή μορφή. Πρόκειται για μια υπόθεση αδιανόητη για τους πρώτους ερευνητές που μελέτησαν προπολεμικά το θέμα. Και αυτό επειδή, βάσει των ρατσιστικών προκαταλήψεων, οι αρχιτέκτονες της Μερόης δεν θα μπορούσαν να ομιλούν μια «νεγροειδή» γλώσσα, σύμφωνα με την τότε διατύπωση. «Πίστευαν πως η μεροϊτική γλώσσα είχε αρχίσει να διαμορφώνεται γύρω στο 1500 π.Χ.», εξηγεί ο Ριγί. «Από την πλευρά μου πιστεύω ότι εμφανίσθηκε πολύ νωρίτερα, αναμφίβολα γύρω στο 2500 π.Χ.».
Το βασίλειο της Μερόης- από το οποίο πήρε το όνομά της η γλώσσα- εδραιώθηκε περί τον 3ο π.Χ. αιώνα γύρω από την ομώνυμη πόλη, όχι μακριά από τον έκτο καταρράκτη του Νείλου, σε απόσταση 200 χλμ. από την πρωτεύουσα του Σουδάν, το Χαρτούμ και κατέρρευσε γύρω στο 350 μ.Χ. Η μεροϊτική έγινε γραπτή γλώσσα μόνον όταν αναδύθηκε αυτή η νέα πολιτική οντότητα, χάρη σ΄ ένα σύστημα γραφής εμπνευσμένο από τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά.
Έως σήμερα, οι απόπειρες μετάφρασης της μεροϊτικής βασίζονταν κυρίως στην ανάλυση βάσει των συμφραζομένων. «Είναι σπάνιο να μη γνωρίζουμε τίποτε απολύτως σε μια φράση», λέει ο Ριγί. «Προσπαθούμε λοιπόν να “βουλώσουμε τις τρύπες”, υποθέτοντας για παράδειγμα ότι αυτή η λέξη είναι ένα επίθετο, που είναι δοξαστικό, κ.λπ. Ομως είναι μια πολύ μακροχρόνια μέθοδος που απαιτεί να επιβεβαιώνονται οι υποθέσεις με μεγάλο αριθμό κειμένων». Ετσι είναι πλέον γνωστοί μερικές δεκάδες όροι. Ομως η αποτελεσματικότερη μέθοδος για να γνωρίσεις μια νεκρή γλώσσα της οποίας γνωρίζεις τη γραφή είναι η σύγκρισή της με συγγενικές της. Ο Κλοντ Ριγί συνέκρινε μερικούς γνωστούς μεροϊτικούς όρους με τέσσερις σουδανικές γλώσσες:
τη ναρά, τη νουβική, τη νγίμα και την ταμάν. Οι συγκρίσεις δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για συγγενικές καταβολές και πλέον είναι δυνατό να εμπλουτιστεί το μεροϊτικό λεξικό και να επιλυθούν δυσεξιχνίαστα αρχαιολογικά αινίγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου