13/7/10

94.000 “λευκές κόλλες” στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, του Χρήστου Κάτσικα

ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΥΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ «ΑΛΛΟΙ»: ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ 


 94.000 “λευκές κόλλες” στις Πανελλαδικές Εξετάσεις


 Χρήστου Κάτσικα


Η ανακοίνωση των βαθμολογιών των φετινών υποψηφίων ανέδειξε ανάμεσα σε άλλα και ορισμένες πλευρές που μένουν στο περιθώριο των δημοσίων συζητήσεων.
Φέτος υπήρξαν περίπου 94.000 γραπτά (δηλαδή το 1 στα 6 γραπτά των πανελλαδικών εξετάσεων) που βαθμολογήθηκαν 0-5, δηλαδή μιλάμε ουσιαστικά για 94.000 λευκές κόλλες. Μαζί τους άλλα περίπου 116.000 γραπτά (δηλαδή περισσότερο από 1 στα 5) βαθμολογήθηκαν με βαθμολογία μικρότερη του 10. Με άλλα λόγια ένας στους τρεις υποψήφιους έγραψε φέτος κάτω από τη βάση και από αυτούς περίπου οι μισοί έδωσαν σχεδόν λευκή κόλλα!
            Την ίδια ώρα, στην αντίπερα όχθη, 88.000 περίπου γραπτά βαθμολογήθηκαν με άριστα (18-20).
            Μιλάμε για ένα μεγάλο αγεφύρωτο χάσμα. Χάσμα στις βαθμολογίες (10.000 αριστούχοι από τη μια και 210.000 υποψήφιοι κάτω από τη βάση από την άλλη), στους υποψήφιους και στις βάσεις (από 4.500 μέχρι 19.500), χάσμα στις προσδοκίες! Άλογα κούρσας και ουραγοί!
            Παράδοξο και πρωτότυπο; Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια αυτή η κατάσταση παγιώνεται.
            Τι συμβαίνει;
            Σα να αντανακλά η ίδια η κοινωνία πάνω στην κίνηση των βάσεων. Μια κοινωνία όπου οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Και στη μέση σμπαραλιασμένα τα μεσαία στρώματα. 

            Από την άλλη φαίνεται καθαρά ότι έχει συντελεστεί αθέατα αλλά σταθερά μια σημαντική αλλαγή στους υποψήφιους. Δίπλα στα «άλογα κούρσας» με τα 18άρια και τα 19άρια που τινάζουν τις βάσεις στον αέρα διαμορφώνονται οι ουραγοί, μια μεγάλη ομάδα (ίσως η μεγαλύτερη μετά τη μεταπολίτευση) παιδιών, κυρίως από τα λαϊκά στρώματα (γόνοι αγροτών, εργατών, μικρουπαλλήλων κλπ) οι οποίοι έχουν γυρίσει την πλάτη στην σχολική εκπαίδευση σαν απάντηση στο γεγονός ότι η τελευταία δεν έχει έχει πλέον να τους προσφέρει αυτό που απλόχερα, στο πεδίο των επαγγελματικών προοπτικών,  πρόσφερε στο παρελθόν. 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΒΗΝΕΙ ΤΙΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

            Πριν από περίπου 30 χρόνια, την Ακαδημαϊκή χρονιά 1981/82, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των φοιτητών - τριών που απάντησαν στην ερώτηση «νομίζετε ότι στη σημερινή ελληνική κοινωνία τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να μεταπηδούν σε μια κοινωνική τάξη ανώτερη από αυτή στην οποία βρίσκονται οι γονείς τους;» η καταφατική απάντηση συγκέντρωσε συνολικά το 95% των φοιτητών/τριών.
            Διαπιστώθηκε μάλιστα ότι δεν υπήρχε στην απάντηση αυτή σχέση ανάμεσα στην κοινωνική προέλευση των φοιτητών και στην αντίληψή τους για τις πιθανότητες κοινωνικής ανόδου. Στην ίδια έρευνα, η οποία διεξήχθη την περίοδο εκείνη από την πανεπιστημιακό Ιωάννα Λαμπίρη - Δημάκη, τονίζεται κι ένα άλλο εξ ίσου σημαντικό εύρημα. Στην ερώτηση «με ποιους τρόπους επιτυγχάνεται η κοινωνική άνοδος στη σημερινή ελληνική κοινωνία;» φοιτητές και φοιτήτριες θεωρούσαν την περίοδο αυτή, την  μόρφωση κύριο μέσο κοινωνικής ανόδου, εννοώντας, βέβαια ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές, ειδικότερα, συντελούν στην κοινωνική άνοδο.
            Πρόκειται, βέβαια, για πεποίθηση που «χρώσταγε» τα οικοδομικά υλικά του σχηματισμού της σε εκείνη την περίοδο (και ακόμη προγενέστερα) στην οποία, πράγματι, η εκπαίδευση διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην ένταξη εκατοντάδων χιλιάδων νέων από όλα τα κοινωνικά στρώματα στις πολλαπλές νέες θέσεις εργασίας που «αναφύονταν» κατά χιλιάδες.  Γιατί ως γνωστόν στη χώρα μας, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, μέχρι και τις αρχές περίπου της δεκαετίας του ΄80, η αναδιάρθρωση της Ελληνικής οικονομίας, το «άνοιγμα» του δημόσιου τομέα και η διόγκωση του τριτογενούς τομέα, των υπηρεσιών κ.λπ. έδωσαν την ευκαιρία στον εκπαιδευτικό μηχανισμό να διαδραματίσει κυριαρχικό ρόλο στην ένταξη χιλιάδων νέων παιδιών εργατών και φτωχών αγροτών, της βασανισμένης ελληνικής υπαίθρου, στις νέες θέσεις του καταμερισμού εργασίας. Οι πανεπιστημιακοί τίτλοι και τα διπλώματα αποκτούν την ίδια περίοδο τη λειτουργία που είχαν παλαιότερα οι «τίτλοι ευγενείας» για την κατάληψη μιας ευνοημένης επαγγελματικής θέσης και φυσικά μαγνητίζουν, ιδιαίτερα, εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που προσπαθούν να «σπρώξουν» τα παιδιά τους - μέσω της εκπαίδευσης - στην «άλλη» πλευρά του λόφου, εκεί όπου απουσιάζει η χειρωνακτική εργασία, η ανασφάλεια και τα χαμηλά εισοδήματα.
            Η εκπαίδευση για τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες της εποχής ήταν μια επένδυση για τα παιδιά τους προστατευμένη από τον πληθωρισμό που φλόγιζε την ελπίδα να τα δουν να περάσουν στην άλλη όχθη, στα μεσαία και ανώτερα στρώματα. «Να φύγει», «να σπουδάσει», «να γίνει δάσκαλος, γιατρός, καθηγητής, δημόσιος υπάλληλος», «χορτάρι να βοσκήσω, αλλά να σπουδάσει». Η ιδεολογία της κοινωνικής ανόδου αποκτά αυτή την περίοδο μια άνευ προηγουμένου εμβέλεια.
            Εικοσιοκτώ χρόνια αργότερα, σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά. Μιλάμε για ανατροπή στις καταστάσεις, στα δεδομένα και στις πεποιθήσεις. Το «κλειδί του παραδείσου», το Πανεπιστήμιο, που την προηγούμενη περίοδο πρόβαλε σαν το σκαλοπάτι που έπρεπε ν' ανέβουν τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών για να "αποκατασταθούν - εξασφαλιστούν", δεν υπάρχει πια. Τα πτυχία έχουν χάσει την αποτελεσματικότητα που είχαν στο παρελθόν ως μέσα επαγγελματικής προώθησης καθώς η ολοένα και αυξανόμενη ανεργία «σαρώνει» όλων των ειδών τους τίτλους, ιδιαίτερα όταν δεν συνοδεύονται από υψηλή καταγωγή, «δίκτυο σχέσεων - γνωριμιών» και «κληρονομικά δικαιώματα».
            Ακόμη παραπέρα. Σε αντίθεση με το παρελθόν όχι μόνο το παιδί μιας εργατικής ή αγροτικής οικογένειας με το πτυχίο της φιλολογίας ή κάποιου τμήματος του Παντείου ή της Νομικής δεν έχει εγγυημένη επαγγελματική προοπτική αλλά και το παιδί μιας οικογένειας εκπαιδευτικών ή δημοσίων υπαλλήλων ή μικροεμπόρων με το πτυχίο στο χέρι είναι πιθανόν να έχει καθοδική κοινωνική κινητικότητα, να βρεθεί, δηλαδή, σε χειρότερη θέση επαγγελματικά, κοινωνικά, οικονομικά από τους γονείς του οι οποίοι είχαν πετύχει ανοδική κοινωνική τροχιά στην προηγούμενη γενιά.
            Είναι απαραίτητο να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η πραγματικότητα σημαίνει και την αναίρεση οποιασδήποτε εγγυημένης δυνατότητας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας μέσα από την πρόσβαση στον εκπαιδευτικό μηχανισμό, γεγονός που οδηγεί στη σταδιακή διάλυση των παραδοσιακών αντιλήψεων που συγκροτούνταν γύρω από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Ακυρώνεται έτσι ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών προσδοκιών, συγκροτημένο εδώ και αρκετές δεκαετίες για τη δυνατότητα εργασιακής απασχόλησης μέσα από την πρόσβαση στην εκπαίδευση και τα διαπιστευτήριά της. Οι προσδοκίες, βέβαια, αυτές την τελευταία 15ετία δέχθηκαν απανωτά χτυπήματα από την εργασιακή αβεβαιότητα, την ετεροαπασχόληση, υποαπασχόληση, μισθολογική υποβάθμιση.
            Κάτι για το τέλος για να μην ξεχνιόμαστε. Η μπαταρία που φόρτιζε την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία τη σχέση με το σχολείο και τη γνώση των παιδιών από τα λαϊκά στρώματα είχε δυο πόλους: Ο ένας πόλος συνδέονταν με το γεγονός ότι η αριστερά είχε διεισδύσει βαθειά στη νεολαία και μαζί είχε διεισδύσει και η καλή της σχέση με τα «γράμματα». Ένα μεγάλο τμήμα των μαθητών της περιόδου εκείνης, όσοι κατάφερναν και ξέφευγαν από τους φανερούς και ενισχυμένους ταξικούς φραγμούς, θεωρούσαν τη γνώση δύναμη ανατροπής που συνδέονταν με ένα νήμα με τα «πληθωριστικά» όνειρα για αλλαγή του κόσμου. Γι αυτό ένα μεγάλο τμήμα τους θριάμβευε σχολικά.
            Ο άλλος πόλος συνδέονταν με το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί τίτλοι οδηγούσαν κατευθείαν σε εργασία. Αυτό πριμοδοτούσε τις προσδοκίες καθώς «άναβε» το πράσινο φως για «επαγγελματική αποκατάσταση» σε ένα τοπίο κοινωνικής κινητικότητας.
            Σήμερα; Οι αριστερές ιδέες εδώ και χρόνια είναι ακόμη αδύναμες μέσα στη νεολαία και μαζί η εμπιστοσύνη για τη γνώση. Την ίδια στιγμή η διευρυμένη ανεργία των πτυχιούχων και οι το «βάθος» των μισθών αφοπλίζουν τις διαθέσεις και σβήνουν τις προσδοκίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου