23/10/10

Από το «κουπόνι» στα δίδακτρα και τα ιδιωτικά ΑΕΙ

 Παναγιώτη Σωτήρη
Μια από τις εξαγγελίες της Υπουργού κ. Διαμαντοπούλου στη «συνάντηση εργασίας» των Δελφών για την ανώτατη εκπαίδευση αφορούσε την «κάρτα ή το κουπόνι του φοιτητή» που θα του εξασφαλίζει όλες τις υπηρεσίες των ΑΕΙ.
Εάν θεσπιστεί κάτι τέτοιο, τότε αντί να παίρνουν τα ΑΕΙ μια συνολική χρηματοδότηση με βάση τις ανάγκες τους, θα τους αναλογεί ένα ποσό κρατικής επιχορήγησης που θα συνοδεύει κάθε φοιτητή. Αυτό θα είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη εξέλιξη.
Καταρχάς, η σύνδεση της επιχορήγησης με κάθε φοιτητή διακυβεύει τη χρηματοδότηση πολλών ιδρυμάτων. Ειδικά στα περιφερειακά πανεπιστήμια, όπου η απουσία – με ευθύνη της πολιτικής εξουσίας – επαρκούς φοιτητικής μέριμνας σημαίνει μεγάλο αριθμό μετεγγραφών και μετακινήσεων σε άλλα ΑΕΙ, η εφαρμογή του «κουπονιού» θα σημαίνει πραγματική χρηματοδοτική ασφυξία.

Έπειτα, ανοίγει ο δρόμος για την επιβολή διδάκτρων στις προπτυχιακές σπουδές και την τυπική κατάργηση της δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης. Από τη στιγμή που το ίδιο το Υπουργείο δεν θα χρηματοδοτεί πλήρως κάθε ΑΕΙ, αλλά απλώς θα επιμερίζει σημαντικό μέρος της κρατικής δαπάνης ανά φοιτητή, η απόσταση μέχρι την επιβολή διδάκτρων είναι μικρή. Άλλωστε, σε χώρες όπου ισχύουν δίδακτρα η κρατική επιχορήγηση δίνεται ως κάλυψη του συνόλου ή μέρους των διδάκτρων. Επομένως και στην Ελλάδα θα μπορούσε κάθε ΑΕΙ να εισπράττει το αντίστοιχο ποσό ως δίδακτρα και όχι ως επιχορήγηση. Σε πρώτη φάση η επιβολή διδάκτρων μπορεί να επιβληθεί με την επίκληση της ανάγκης να πληρώνουν οι «έχοντες» για να ενισχυθούν οι «μη έχοντες», με τον τρόπο που μπαίνουν κοινωνικά κριτήρια στη φοιτητική μέριμνα. Σε δεύτερη φάση η επιβολή διδάκτρων θα γενικευτεί και όσοι έχουν οικονομικό πρόβλημα θα προσφεύγουν στα φοιτητικά δάνεια, για να ζήσουμε και εμείς το πρόβλημα της φοιτητικής υπερχρέωσης, που σε χώρες όπως οι ΗΠΑ έχει πάρει χαρακτηριστικά κοινωνικής πληγής.
Όμως, υπάρχει και ένας τρίτος κίνδυνος. Η έννοια του «κουπονιού» που χρησιμοποίησε η κ. Υπουργός κάθε άλλο παρά αθώα είναι. Τα «κουπόνια» (vouchers) αποτέλεσαν μία από τις βασικές πλευρές του εκπαιδευτικού νεοφιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, αντί το κράτος να χρηματοδοτεί τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα και τα ιδιωτικά σχολεία να στηρίζονται αποκλειστικά στα δίδακτρα, θα μπορούσε κάθε οικογένεια να παίρνει για κάθε παιδί ένα ποσό κάθε χρόνο, το οποίο θα ξοδεύει για τη μόρφωσή του επιλέγοντας εάν θα το ξοδέψει σε ένα δημόσιο ή σε ένα ιδιωτικό σχολείο. Πρόκειται για αγοραία αντίληψη που θέλει το κράτος να επιχορηγεί τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα δημόσια σχολεία να ανταγωνίζονται με άνισους όρους τα ιδιωτικά, αντιμετωπίζοντας εναλλακτικά το φάσμα του μαρασμού. Στην περίπτωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ο κίνδυνος έρχεται από τη νομιμοποίηση των ιδιωτικών «κολεγίων» που ήδη έχει θεσπιστεί και την προοπτική διαμόρφωσης μιας ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή οποία μέσω των «κουπονιών» θα διεκδικεί σημαντικό μερίδιο της κρατικής επιχορήγησης.
Σε κάθε περίπτωση η λογική του κουπονιού εμπεδώνει την αντίληψη ότι οι φοιτητές είναι «καταναλωτές» εκπαιδευτικών υπηρεσιών και όχι ενεργοί ακαδημαϊκοί πολίτες και εθίζει στην αντίληψη ότι πλέον τα δημόσια ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν έχουν αυτονόητο δικαίωμα στην ούτως ή άλλως περιορισμένη δημόσια χρηματοδότηση, αλλά θα πρέπει είτε να ανταγωνίζονται μεταξύ τους γι’ αυτήν,  είτε να διαγκωνίζονται με τον ιδιωτικό τομέα. Να ένας ακόμη λόγος που καθιστά μονόδρομο την σύγκρουση με τις προτεινόμενες «μεταρρυθμίσεις».  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου