3/12/10

Νόμος 4000 περί… «τεντι-τιτσερ-ισμού»!


Γιάννη Στρούμπα

Το υπουργείο Παιδείας εξέδωσε στις 9/11/2010 εγκύκλιο σχετική με τη διαδικασία που χρειάζεται να ακολουθείται προτού επιβληθεί από ένα σχολείο σε μαθητή η ποινή της αλλαγής σχολικού περιβάλλοντος. Πέρα από τις διαδοχικές ενέργειες που θα πρέπει να γίνονται σε αντίστοιχες περιπτώσεις από τους συλλόγους διδασκόντων, τονίζεται ιδιαιτέρως η αναγκαιότητα της έγκαιρης ενημέρωσης των κηδεμόνων και της απολογίας του εμπλεκόμενου μαθητή, της εξάντλησης των παιδαγωγικών μεθόδων πριν από την επιβολή ποινής, καθώς και της επαρκούς αιτιολόγησης από τους συλλόγους διδασκόντων οποιασδήποτε κύρωσης.
Αν και το υπουργείο με τη συγκεκριμένη εγκύκλιο αυτοσυστήθηκε καινοτόμο, δεν προσκόμισε τίποτε το νέο σε σχέση με όσα ήδη ισχύουν. Είναι ενδεικτική εξάλλου η φρασεολογία της εγκυκλίου, η οποία μιλά για «υπενθύμιση»: «Με αφορμή ζητήματα που έχουν προκύψει […] σαςυπενθυμίζουμε τα εξής […]» (η υπογράμμιση με πλάγια στοιχεία δική μου). Το υπουργείο διέρρηξε απλώς ορθάνοιχτες θύρες, αφού όλες οι υποδείξεις του ήταν ήδη γνωστές στους συλλόγους των διδασκόντων. Οι διδασκαλικοί σύλλογοι όχι μόνο προσέχουν ιδιαιτέρως την τήρηση των κανονισμών, τόσο για λόγους παιδαγωγικούς όσο και για να μη βρεθούν εκτεθειμένοι διοικητικώς, μα επιδεικνύουν επιπροσθέτως υπομονή, κατανόηση κι ανεκτικότητα σε βαθμό που κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη και παρεξηγήσιμος. Ενώ όμως η πραγματικότητα στους σχολικούς χώρους επιβεβαιώνει συντριπτικώς τα παραπάνω, το υπουργείο, διακινώντας δημοσίως την εγκύκλιό του κι όχι επιδίδοντάς την διά της υπηρεσιακής οδού στις διευθύνσεις των σχολείων, δημιουργεί εντυπώσεις αμφισβητώντας την ορθότητα των κινήσεων από την πλευρά των συλλόγων διδασκόντων, καθώς επίσης και την αξιοπιστία των σχολικών μονάδων. 
Εν προκειμένω, βέβαια, φαίνεται πως η ανακίνηση του θέματος οφείλεται σε συγκεκριμένο περιστατικό, μάλλον υπερβολικό: «Το υπουργείο Παιδείας προχώρησε στην έκδοση εγκυκλίου μετά το περιστατικό αποβολής τριών μαθητών λυκείου στα Τρίκαλα, επειδή αγόραζαν τυρόπιτες από το κυλικείο του γυμνασίου και όχι του λυκείου», σημειώνεται στο ρεπορτάζ του «in.gr» (10/11/2010,http://news.in.gr/greece/article/?aid=1231066861). Αν αληθεύει το συμβάν, η κύρωση ήταν αναμφίβολα αψυχολόγητη. Επειδή ωστόσο δεν είναι καθόλου σίγουρο πως τα πράγματα εκτυλίχτηκαν σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν θα ’ταν άστοχο να κρατηθεί μια επιφύλαξη. Άλλωστε, ο αντίλογος δεν ακούστηκε ποτέ, ούτε και διευκρινίστηκαν οι συνθήκες υπό τις οποίες επιβλήθηκε η ποινή, κι αν πράγματι οφείλεται στον προαναφερθέντα λόγο ή σε κάποιον άλλο. Όταν λοιπόν το υπουργείο καλεί –ορθότατα– τους συλλόγους διδασκόντων να μην επιβάλουν κυρώσεις προτού αξιολογήσουν την απολογία των μαθητών στους οποίους χρεώνεται κάποιο παράπτωμα, θα ’πρεπε να ’χει τη στοιχειώδη συνέπεια και διακριτικότητα να μην επιπλήττει έναν σύλλογο διδασκόντων δημοσίως, τη στιγμή που δεν του παρέχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει κι εκείνος δημοσίως τη δική του οπτική.
Η επιλογή του υπουργείου να δημοσιοποιήσει την υπόθεση χρεώνοντάς την, μέσα από τη γενίκευση που επιχειρεί, στο σύνολο των συλλόγων διδασκόντων είναι πολιτικάντικη, αισχρή, ανήθικη. Ακόμη κι αν υποθέσουμε πως στη συγκεκριμένη περίπτωση η κύρωση που επέβαλε το σχολείο στους μαθητές ήταν όντως υπερβολική κι άδικη, δεν είναι δυνατόν η ατυχής ενέργεια ενός μόνο συλλόγου να χρησιμοποιείται σαν μέσο για να στιγματιστούν οι διδασκαλικοί σύλλογοι στο σύνολό τους. Μα, θα αντέτασσε κανείς, το υπουργείο απλώς προέβη στις αυτονόητες συστάσεις. Κι όμως, δεν είναι τόσο αθώα η υπουργική παρέμβαση. Δεν είναι μόνο η επιλογή της δημοσιοποίησης μιας μεμονωμένης υπόθεσης, της οποίας ο χειρισμός θα μπορούσε να περιοριστεί στο εσωτερικό διοικητικό επίπεδο· είναι το επιτιμητικό ύφος με το οποίο η ηγεσία του υπουργείου διαχειρίστηκε την υπόθεση, όπως αυτό αποτυπώνεται στα ρεπορτάζ του τύπου: «Αυστηρές οδηγίες στους εκπαιδευτικούς δίνει το υπουργείο Παιδείας», σημειώνει το ηλεκτρονικό «Έθνος» (10/11/2010,http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11424&subid=2&pubid=41242993), και συνεχίζει: «Στόχος της εγκυκλίου είναι οι αποφάσεις για την αποβολή των παιδιών να μη λαμβάνονται αυθαίρετα και να μην υπάρχει διαπόμπευση των μαθητών και στιγματισμός.» Κι όλα αυτά υπό τον εύγλωττο τίτλο «“Μάθημα” σε καθηγητές για τις αποβολές των μαθητών από το σχολείο»! Με χαρακτηριστική ελαφρόνοια η ηγεσία του υπουργείου «τραβάει το αφτί» των εκπαιδευτικών, τους εγκαλεί για «αυθαιρεσία» και «διαπόμπευση»(!) των μαθητών, τους «παραδίδει μάθημα»(!) αφ’ υψηλού, από την ουράνια έδρα της και τους εκθέτει. Κι ενώ μεριμνά, υποτίθεται, ώστε να μη διαπομπεύονται και να μη στιγματίζονται οι μαθητές, φροντίζει την ίδια στιγμή να διαπομπεύει και να στιγματίζει εκείνη τους εκπαιδευτικούς ακυρώνοντάς τους!
Η παραπάνω δεν είναι η μοναδική αντίφαση στην οποία υποπίπτει η ηγεσία του υπουργείου επί του συγκεκριμένου θέματος. Στην ενημέρωση που διακίνησε το υπουργείο, με παραπομπή σε σχετικό έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη, και την οποία αναπαρήγαγαν πανομοιότυπα στα ρεπορτάζ τους τα μέσα ενημέρωσης
(π.χ. http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathbreak_1_10/11/2010_363876  και
http://www.real.gr/DefaultArthro.aspx?page=arthro&id=21999&catId=3 ), σημειώνεται ότι συνηθισμένοι λόγοι που επισύρουν την αποβολή ενός μαθητή είναι η χρήση απρεπών εκφράσεων προς τους καθηγητές, οι βίαιες εκδηλώσεις εναντίον άλλων μαθητών και καθηγητών, η μαγνητοσκόπηση αυτών με τη χρήση κινητού τηλεφώνου και η ανάρτηση του μαγνητοσκοπημένου υλικού στο διαδίκτυο, η χρήση του κινητού κατά την ώρα του μαθήματος ή το κάπνισμα στον χώρο του σχολείου. Όλες οι περιπτώσεις θεωρούνται σημαντικά παραπτώματα των μαθητών και, ειδικά για τα θέματα της χρήσης του κινητού και του καπνίσματος, υπάρχουν αντίστοιχες εγκύκλιοι που δηλώνουν ρητά πως οι συγκεκριμένες παρεκκλίσεις είναι τιμωρητέες. Ενώ όμως το υπουργείο σαφέστατα ορίζει τη γραμμή των ενεργειών προς επιβολή ποινής για τα προαναφερθέντα παραπτώματα, επιλέγει ταυτόχρονα να τα εντάξει στο κείμενο της εγκυκλίου του που συστήνει ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα των κυρώσεων, καθώς και την επιβολή τους με «φειδώ» in.gr»,http://news.in.gr/greece/article/?aid=1231066861, 10/11/2010). Η ένταξη των προαναφερθεισών περιπτώσεων στο κείμενο που αφορμάται από την καταδίκη μιας κύρωσης αψυχολόγητης, τοποθετεί αυτοστιγμεί στην ίδια κατηγορία την περίπτωση της αποβολής για αγορά αγαθού από το κυλικείο μιας άλλης σχολικής μονάδας, με τις περιπτώσεις των απρεπών και βίαιων εκδηλώσεων ή της εισβολής στον προσωπικό βίο μέσω της βιντεοσκόπησης με κινητό τηλέφωνο. Όλες οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές πολτοποιούνται, και σοβαρότατες περιπτώσεις αντικοινωνικής συμπεριφοράς υποτιμούνται, καθώς προτείνεται η αντιμετώπισή τους με ελαφρότητα.
 Φαίνεται άκρως λογικό να υποστηρίζεται ότι η επιβολή ποινής θα πρέπει να είναι το τελευταίο στάδιο πριν από την απόφαση για μια τιμωρία. Η διαπίστωσή αυτή όμως αποκρύπτει πως στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τα στάδια των επανειλημμένων νουθετήσεων και των επιπλήξεων εξαντλούνται από τις σχολικές μονάδες σαν μέθοδοι διαπαιδαγώγησης και συμμόρφωσης προτού επιβληθεί η οποιαδήποτε ποινή σε μαθητές. Ένα σχόλιο, συνεπώς, από την πλευρά του υπουργείου ή του συνηγόρου του πολίτη, το οποίο αποσιωπά τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, αποδέχεται προκατειλημμένα πως οι ποινές επιβάλλονται ασυλλόγιστα, και με την αβάσιμη γενίκευσή του μειώνει τους εκπαιδευτικούς και ακυρώνει τις προσπάθειές τους προς την κατεύθυνση της σφυρηλάτησης ήθους.
 Η ιδεολογική τρομοκρατία που ελέγχει τους εκπαιδευτικούς σε κάθε απόπειρά τους να συνετίσουν όσους παρεκτρέπονται συστηματικά και να αποδώσουν δίκιο στις πλευρές που υφίστανται τις αδικίες, παραγνωρίζει πως όσο παιδαγωγικό ή όσο «ρομαντικό» κι αν ακούγεται ότι στόχος επιβάλλεται να είναι η νουθεσία κι όχι η τιμωρία, άλλο τόσο εκτός πραγματικότητας κινείται, όταν ο ελεγχόμενος μαθητής δεν εκδηλώνει καμία διάθεση μεταμέλειας. Η στοιχειώδης επαφή με τον πραγματικό κι όχι τον εξιδανικευμένο κόσμο καταδεικνύει πως, στις περισσότερες περιπτώσεις, η επιείκεια από την πλευρά του σχολείου εκλαμβάνεται από τους παρεκκλίνοντες μαθητές όχι σαν ευκαιρία και μεγαθυμία, μα σαν αδυναμία. Το αποτέλεσμα είναι η παγίωση των παρεκκλινουσών συμπεριφορών, συχνά μάλιστα με αντιδράσεις που εκδηλώνονται με αυξανόμενη θρασύτητα κι εκτροχιάζονται σε ακρότητες.
 Ο βαθμός αναποτελεσματικότητας της νουθεσίας στις προηγούμενες περιπτώσεις καθίσταται ευκολότερα αντιληπτός μέσω μιας αναγωγής των παραβατικών συμπεριφορών από τον χώρο των ανηλίκων στον χώρο των ενηλίκων, και μάλιστα όχι ομάδων ευάλωτων, που λόγω δυσμενών βιοτικών συγκυριών κινούνται στο κοινωνικό περιθώριο, μα ομάδων μορφωμένων κι εύπορων. Η υπόθεση εργασίας αφορά την τάξη του πολιτικού κόσμου. Εκλαμβάνεται λοιπόν σαν δεδομένο ότι μέλη μιας κυβέρνησης εμπλέκονται σε απάτη διασπάθισης του δημόσιου χρήματος. Η απάτη κάποτε αποκαλύπτεται. Η μεγάθυμη και διαπνεόμενη από παιδαγωγικές αρχές κοινωνία αποφασίζει να μην τιμωρήσει όσους εμπλέκονται στην απάτη (δεν θα ’χε νόημα άλλωστε, λόγω βουλευτικής ασυλίας!), παρά μόνο να τους νουθετήσει μητρικά! Τότε –ω του θαύματος!– οι παραβάτες κατανοούν το σφάλμα τους και συμμορφώνονται! Εξαίσια προοπτική, η οποία ωστόσο κινείται στη σφαίρα της εξιδανίκευσης κι όχι της ωμής πραγματικότητας. Επιπρόσθετα, η πρόταση να εξαντλούνται προηγουμένως όλες οι βαθμίδες των ποινών προτού επιβληθεί η εσχάτη τους είναι ανεδαφική, γιατί δεν συνυπολογίζει το μέγεθος του παραπτώματος. Θα ήταν αδιανόητο, για παράδειγμα, να επέβαλλε ένα δικαστήριο απλό χρηματικό πρόστιμο σε πρόσωπο που για πρώτη φορά διέπραξε προμελετημένο φόνο, μόνο και μόνο επειδή οι ποινές θα πρέπει να επιβάλλονται κλιμακωτά.
 Η ηγεσία του υπουργείου επέλεξε ελεεινό παιχνίδι. Είναι ανεπίτρεπτο να προωθεί τη δική της «ατσαλάκωτη», «προοδευτική» κι «ανεκτική» εικόνα, σε αντιπαράθεση με τους συλλόγους διδασκόντων και σε βάρος τους. Η νοοτροπία της χαλαρότητας και της ασυδοσίας δεν ωφελεί τις κοινωνίες· αντιθέτως τις διαλύει, ενισχύοντας τόσο τις πρακτικές τραμπουκισμού που μεταχειρίζονται εκείνοι που αισθάνονται ασφαλείς στο απυρόβλητο, όσο και το αίσθημα αδικίας των υπολοίπων που νιώθουν ότι μένουν απροστάτευτοι από τις αντικοινωνικές συμπεριφορές. Το υπουργείο θα ’πρεπε να ’χε πάρει το μάθημά του και να εκφραστεί προσεκτικότερα, ύστερα από τη γελοιοποίηση της πρόθεσής του να μειώσει τον αριθμό των απουσιών, και την αναγκαστική υπαναχώρησή του εξαιτίας του φόβου των καταλήψεων. Η βίαιη, αβάσιμη, διαλυτική προοπτική των καταλήψεων εμπόδισε την εφαρμογή ενός μέτρου συνετού. Αν όμως το υπουργείο, «χαϊδεύοντας» την ευκολία μαθητών και γονέων στο πλαίσιο του μικροπολιτικού «ψαρέματος» ψηφοφόρων, πήρε την απόφαση να αυτοεξευτελιστεί, δεν δικαιούται σε καμία περίπτωση να εξευτελίζει τους εκπαιδευτικούς, περιφέροντάς τους διασυρμένους στα μέσα ενημέρωσης με την ταμπέλα του… «τέντι-τίτσερ» και την αντίστροφη αναβίωση του νόμου 4000 εν έτει 2010 μετά Χριστόν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου