16/4/09

"Άγομαι και φέρομαι"

Αρχαία φράση: παρασύρομαι και κάνω ό,τι θέλουν οι άλλοι, δεν έχω ισχυρή θέληση.
ἄγω: Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. οδηγώ 2. φέρνω, μεταφέρω |παίρνω κτ. ή κπ. μαζί μου, μεταφέρω 3. κυβερνώ, διευθύνω, καθοδηγώ 4. βαδίζω, προχωρώ 5. γιορτάζω 6. τηρώ, φυλάγω, διατηρώ, παρατηρώ |περνώ τον χρόνο μου, τη ζωή μου 7. νομίζω, θεωρώ, εκτιμώ Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. οδηγούμαι, φέρομαι 2. μεταφέρομαι, παρασύρομαι, σέρνομαι στη σκλαβιά 3. ανατρέφομαι, εκπαιδεύομαι 4. προχωρώ, εισχωρώ 5. θεωρούμαι
φέρω: Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. κρατώ επάνω μου, σηκώνω 2. έχω επάνω μου κάτι μόνιμα 3. οδηγώ σε αποτέλεσμα Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι, μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου, κινούμαι, περιπλανιέμαι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου