18/5/10

Παράγοντας και καταναλώνοντας τους «Μινωίτες»

Μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις του 21ου αιώνα ο συλλογικός τόμος Αρχαιολογία και ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Παράγοντας και καταναλώνοντας τους «Μινωίτες» (επιμέλεια: Γ. Χαμηλάκης, N. Momigliano, κείμενα: Φ. Κάραμποτ, J. Whitley, C.E. Morris, Ph. Duke, K. Lapatin, A. Sherratt, L. Sjögren, Γ. Χαμηλάκης, Ε. Σολομών, R. Beaton, D. Roessel, C. Gere, F. Blakolmer, V. La Rosa, P. Militello, Ά. Σημανδηράκη, μετ. Ν. Κούτρας).
Ο τόμος, εντασσόμενος στη σχετικά πρόσφατη προσπάθεια της αρχαιολογίας να εξετάσει κριτικά τη γνωστική κληρονομιά της, εστιάζεται στη μινωική Κρήτη, «σημείο συνάντησης τριών ηπείρων, επίκεντρο ατέρμονων ανταγωνισμών και αναζητήσεων, τόπο που έχει χαιρετιστεί ως η “κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού”». Όπως εξηγούν οι επιμελητές, «εξαιτίας των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών στις οποίες η εκ νέου ανακάλυψη της “μινωικής” Κρήτης έλαβε χώρα και των σύνθετων δεσμών της με την ύστερη ελληνική αρχαιότητα (έναν άλλο ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής Νεωτερικότητας), το νησί φαίνεται ότι προσφέρεται ως μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα παραδειγματική μελέτη». Έτσι, συζητιούνται ερωτήματα όπως πώς διαμορφώθηκε το «μινωικό» παρελθόν από την ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα, πώς χρησιμοποιείται στη διαπραγμάτευση τοπικών, εθνικών και υπερεθνικών ταυτοτήτων ή τη νομιμοποίηση σημερινών επιδιώξεων και πώς η παραγωγή της «μινωικής» αρχαιολογίας επηρεάζει αλλά και επηρεάζεται από την τουριστική βιομηχανία και τα media. Δημοσιεύουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από την εισαγωγή των επιμελητών, τα οποία δίνουν το στίγμα αυτού του σημαντικού κριτικού και αναστοχαστικού εγχειρήματος.

Του Γιαννη Χαμηλακη και της Νικολετα Μομιλιανο

Ο Phiroze Vasunia μας υπενθύμισε πρόσφατα ότι οποιοσδήποτε στοχασμός πάνω στην αρχαιογνωστική επιστημοσύνη και τις κλασικές σπουδές που δεν λαμβάνει υπόψη του το κοινωνικό πλαίσιο της ανάπτυξής τους, δηλαδή την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό του 18ου, 19ου και 20ού αιώνα, είναι αναπόφευκτα οικτρά ελλιπής και παραπλανητικός.
Η «μινωική» κληρονομιά και η πρόκληση της μετα-αποικιοκρατίας
Η επιστημονική παρα­γωγή του «μινωικού» φαινομένου αναπτύχθηκε μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των κλασικών σπουδών, αν και πάντα διατηρούσε αμφίθυμες σχέσεις με αυτές, και πάντα επικοινωνούσε με άλλους κλάδους. Μολαταύτα, η καίρια παρατήρηση του Vasunia αφορά άμεσα το παρόν έργο, όχι μόνο ως προς το ευρύτερο πλαίσιό του, αλλά και με ένα πιο συγκεκριμένο τρόπο: όπως διαφαίνεται σε πολλά κεφάλαια που παρόντος τόμου, η «αρχαιολογική εποίκιση» της Κρήτης συμβάδιζε με την πολιτική της μετατροπή σε αποικία στις αρχές του 20ού αιώνα. Ένας κεντρικός ιδρυτικός μύθος της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, που άπτεται άμεσα του θέματός μας, είναι ο οριενταλισμός, ο οποίος ορίζεται από τον γνωστότερο αναλυτή του, τον Edward Said, ως εξής: «είναι ένας δυτικός τρόπος για την κυριάρχηση, την ανασυγκρότηση και την άσκηση εξουσίας επί της Ανατολής». Η νεωτερική αρχαιολογία, εργαζόμενη στις αρχές του 20ού αιώνα σε ένα νησί που ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και διέθετε έναν εθνοτικά και θρησκευτικά ανομοιογενή πληθυσμό, έκανε σημαντικές προσπάθειες να αποδείξει ότι η Κρήτη ήταν «ευρωπαϊκή» από την Εποχή του Χαλκού, και ότι είχε πράγματι αναπτύξει τον «πρώτο ευρωπαϊκό πολιτισμό».
Οι αδιαμφισβήτητοι δεσμοί με τους πολιτισμούς της Ανατολικής Μεσογείου δεν ήταν δυνατόν, φυσικά, να αποσιωπηθούν εντελώς. Αντί γιʼ αυτό αναπλά­στηκαν ως η διαδικασία μέσα από την οποία το ex oriente lux μεταμορφώθηκε από τους δραστήριους «Μινωίτες» στο ελεύθερο ευρωπαϊκό πνεύμα του κεφα­λαίου, του εμπορίου και των ανταλλαγών. Ο Evans διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην ανάπτυξη αυτών των ιδεών, και ένας από τους μαθητές του, που δεν ήταν άλλος από τον Gordon Childe, συνέβαλε καίρια στην ευρύτερη διάδοσή τους (στη δική του, περισσότερο επαμφοτερίζουσα εκδοχή) και ενσωμάτωσή τους στις βασικές παραδοχές της ευρωπαϊκής αρχαιολογίας.
Οι ιδέες αυτές δεν συνιστούν απλώς την οριενταλιστική επίκριση της «δεσπο­τικής» Ανατολής και την αποθέωση της ελεύθερης, ατομικιστικής Δύσης. Λει­τούργησαν επίσης ως μέσο ακαδημαϊκής νομιμοποίησης της ισχυρότερης ίσως δύναμης της δυτικής Νεωτερικότητας: του καπιταλισμού.
Ο αποικιακός και ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός στις αρχές του 20ού αι­ώνα αναγνώρισε στους «Μινωίτες» ένα κατοπτρικό είδωλο του εαυτού του: ελεύθερα άτομα, εκτεταμένο εμπόριο, ναυτική ισχύς, η επιθυμία αποικισμού και απόκτησης πόρων και αντικειμένων από μακρινά μέρη. Πρόκειται για μια μυθολογία που έχει πρόσφατα ενσαρκωθεί στις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα τέλη του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα να αναπαραστήσει την Εποχή του Χαλκού ως την πρώτη «Χρυσή Εποχή της Ευρώπης», μια περίοδο εκτεταμένων διασυνδέσεων και επιχειρηματικής ελευθερίας. Επιπλέον, δεν είναι τυχαίο ότι οι λόγοι που αρθρώθηκαν πάνω στο «μινωικό» φαινόμενο ανέπτυξαν στενούς δεσμούς με ανάλογες πραγματεύσεις άλλων αυτοκρατορικών και ως εκ τούτου διαχειρίσιμων παρελθόντων, με προεξάρχον το παράδειγμα της αρχαίας Ρώμης: θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον, για παράδειγμα, να εξε­τάσει κανείς την παράλληλη ανάπτυξη των ιδεών του «εκρωμαϊσμού» και του «εκμινωισμού» (της υποτιθέμενης δηλαδή εξάπλωσης της «μινωικής» κουλτού­ρας --αποικιοκρατικής ή όχι-- στον υπόλοιπο χώρο του Αιγαίου και πέρα από αυτόν, κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και να διερευνήσει τις αντίστοιχες και αλληλοενισχυό­μενες διασυνδέσεις τους με τα νεωτερικά αποικιοκρατικά και ιμπεριαλιστικά προγράμματα. Θα ήταν εξίσου ενδιαφέρον να εξεταστούν οι διασυνδέσεις ανά­μεσα σε αυτές τις νεωτερικές (αρχαιολογικές, αποικιακές και αυτοκρατορικές) αφηγήσεις και τα τρέχοντα, ευρύτερα νεο-αποικιοκρατικά και νεο-αυτοκρατο­ρικά προγράμματα.
Η χρήση που επεφύλαξαν στο μινωικό παρελθόν αυτές οι νεωτερικές αφη­γήσεις δεν συντελέστηκε χωρίς αμφισβητήσεις, ούτε και εστερείτο λεπτών εννοιολογικών αποχρώσεων και αμφισημιών. Εν μέρει εξαιτίας της ιδιαίτερης υλικότητας του «μινωικού» φαινομένου, και εν μέρει εξαιτίας των συγκεκρι­μένων κοινωνικοπολιτικών περιστάσεων στις οποίες το φαινόμενο αυτό πα­ράχθηκε και καταναλώθηκε τα τελευταία 125 χρόνια, το «μινωικό» παρελθόν έγινε αντικείμενο επίκλησης ως προάγγελος, όχι μόνο του Κεφαλαίου και της Αυτοκρατορίας, αλλά και πληθώρας άλλων διεργασιών. Όπως πολλά κεφάλαια σε αυτό τον τόμο καταδεικνύουν, ενώ για ορισμένους οι «Μινωίτες» αποτελού­σαν πρόδρομους του σύγχρονου καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού, για άλλους ήταν ηδονιστές λάτρεις της φύσης και της τέχνης, αφιερωμένοι στις σαρκικές ανησυχίες ή οι απόγονοι μιας «ανώτερης» μεσογειακής «φυλής», ενάντια στον ισχυροποιούμενο ινδογερμανικό μύθο. Για άλλους πάλι, οι αποικιοκρατικές, ευρωπαϊστικές και οριενταλιστικές αφηγήσεις, συχνά τρο­ποποιημένες και αναπλασμένες, συνέβαλαν στην εθνική αφύπνιση και στην ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, υπενθυμίζοντάς μας τους στενούς δεσμούς ανάμεσα στην αποικιοκρατία και τον εθνικισμό. (…)
Ιστορίες από τα σύνορα
Το κοινωνικό και πολιτικό οικοδόμημα που σήμερα αποκαλούμε «Ευρώπη» αυτή την περίοδο αλλάζει δραματικά• πάρα πολλοί από τους τωρινούς κατοί­κους της είναι πρόσφατοι (ή σχετικά πρόσφατοι) μετανάστες από την Αφρική, την Ασία και πιο μακριά, και πολλοί από αυτούς πιστεύουν σε μια θρησκεία διαφορετική από τον έως πρόσφατα κυρίαρχο χριστιανισμό. Η επερχόμενη είσοδος της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα εμπεδώσει περαιτέρω αυτήν την τάση. Από την άλλη, αυτές οι ευπρόσδεκτες αλλαγές ήδη υποσκάπτουν την κυριαρχία των παραδοσιακών ευρωκεντρικών ιδεών και των νεο-αποικιοκρα­τικών μετενσαρκώσεων, και έτσι ενδέχεται να συμβάλουν σε έναν αναπροσ­διορισμό της ευρωπαϊκής ταυτότητας χωρίς αποκλεισμούς. Από την άλλη, οι ξενοφοβικές και ρατσιστικές στάσεις αυξάνονται, και είμαστε αντιμέτωποι με την πλάνη (ή τον εφιάλτη) της «Ευρώπης-Φρουρίου» η οποία προσπαθεί να οριοθετήσει, να οχυρώσει και να αστυνομεύσει τα διευρυμένα της πλέον σύνο­ρα, αφήνοντας τους «Άλλους» έξω. Αυτή η έννοια του «πολιτισμού» έχει ανα­δυθεί εκ νέου στην τρέχουσα πολιτική αφήγηση, και συχνά προσλαμβάνει τα ιεραποστολικά χαρακτηριστικά μιας νέας σταυροφορίας για τη διάδοση (συχνά μέσα από αποικιοκρατικούς και ιμπεριαλιστικούς πολέμους) της «δημοκρατίας», στη νεοφιλελεύθερη και καπιταλιστική της εκδοχή, μια εκδοχή που νοείται ως ουσιαστικά ευρωπαϊκή και δυτική, καθώς χρονολογείται από την Ελληνική Αρχαιότητα ή ακόμα κι από την Εποχή του Χαλκού.
Εν όψει αυτών των εξελίξεων, η προσπάθεια να αποδείξουμε την ιστορικά σχετική και κοινωνικά παραγόμενη (μέσα από αρχαιολογικές και άλλες μεθό­δους) φύση των σημερινών πραγματικοτήτων, και ταυτοτήτων και ορίων στο παρελθόν και το παρόν, αποκτά αμεσότητα, επιτακτικότητα και ενδιαφέρον για την κοινωνία. Το βιβλίο αυτό, μέσα από την εξέταση ενός συγκεκριμένου αρχαιολογικού προγράμματος της ευρωπαϊκής Νεωτερι­κότητας, συνεισφέρει σε αυτή την προσπάθεια. Επιπλέον, δείχνει πόσο διαφο­ρετικές έχουν υπάρξει οι επενδύσεις και οι αξιώσεις των διαφόρων ευρωπαϊκών νεωτερικοτήτων πάνω σε αυτό το παρελθόν --από τον πρώτο υψηλό ευρωπαϊκό πολιτισμό ως μια σύγχρονη στην όψη, ναυτική αποικιοκρατική δύναμη μέχρι μια ειδυλλιακή, ουτοπική, φιλειρηνική θεοκρατία ή σοσιαλιστική μητριαρχία, και από έναν βαρβαρικό «Άλλο» μέχρι ένα πολιτισμένο πρόγονο των Ελλήνων. Τέλος, έχει καταδείξει την εγγενώς πολιτική και κοινωνική φύση της πανεπι­στημιακής έρευνας, καθώς και την αμοιβαία συγκρότηση των ερευνητικών, καλλιτεχνικών και λαϊκών κατασκευών και αναπαραστάσεων του υλικού παρελθόντος.

Ο Γιάννης Χαμηλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον και η Nicoletta Momigliano αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ.

Για τις ανάγκες της παρούσας δημοσίευσης έχουν απαλειφθεί οι βιβλιογραφικές αναφορές.

Πηγή: Αυγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου