Γιώργος Μαυρογιώργος*
Είχαμε προσφάτως στην Κύπρο την κοινή ημερίδα της ΟΕΛΜΕΚ και της ΟΛΜΕ, αφιερωμένη στην «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και του εκπαιδευτικού». Η ευκαιρία προσφέρεται για να δούμε τι μας λένε τα «μαθήματα» από την άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής.
Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου έχει δώσει -ένα χρόνο τώρα- σχέδιο πρότασης για «νέο σύστημα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών λειτουργών». Δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται το θέμα. Το ισχύον σύστημα αξιολόγησης στην Κύπρο θεσμοθετήθηκε το 1976 και με ελάχιστες αλλαγές συμπληρώνει 35 χρόνια εφαρμογής. Έχει δεχτεί πολλές έγκυρες και θεμελιωμένες κριτικές, κατά καιρούς. Οι εκπαιδευτικοί, χρόνια τώρα, έχουν ζητήσει την κατάργηση αυτού του συστήματος. Η επιτροπή Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης το έχει χαρακτηρίσει «απαρχαιωμένο». Στο πρόγραμμα διακυβέρνησης έχει ρητά διατυπωθεί η δέσμευση για «κατάργηση του μονοδιάστατου μοντέλου του" επιθεωρητισμού"». Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ανθεκτικότητα του συστήματος στην Κύπρο, παρά το γεγονός ότι φέρεται να έχει εκφυλιστεί στη συνείδηση των εκπαιδευτικών, με τις πρακτικές «πληθωρισμού και ισοπέδωσης των βαθμολογιών», τη σύνδεσή της με την προαγωγή και τη μισθολογική ανέλιξη και την «αρχαιότητα».
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις που θα σημειωθούν στη συνέχεια των διαβουλεύσεων με βάση την πρόταση του υπ. Παιδείας που φαίνεται ότι εμπεριέχει σημαντικές καινοτομίες με μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό. Αν κρίνουμε από την καθυστέρηση που έχει σημειωθεί στη διαμόρφωση των θέσεων των εκπαιδευτικών οργανώσεων, μπορούμε να μιλήσουμε για ένα είδος «αμηχανίας». Πώς και δε βιάζονται οι εκπαιδευτικοί να απαλλαγούν, όσο το δυνατόν νωρίτερα, από τους επιθεωρητές;΄Εχουν συμμάχους οι επιθεωρητές στη διατήρηση της θέσης τους στην εκπαίδευση; Πόσο εύκολη υπόθεση είναι η διαβούλευση για το νέο σύστημα αξιολόγησης, με τους επιθεωρητές στη θέση τους; Μπορούμε, μήπως, να μάθουμε κάτι ενδιαφέρον από την Ελλάδα για το ζήτημα της αξιολόγησης;
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα, μετά την κατάργηση του επιθεωρητή, το 1982, και την καθιέρωση του σχολικού συμβούλου, για 28 χρόνια τώρα έχουμε μια διελκυστίνδα διαβουλεύσεων, αναβολών και διαπραγματεύσεων, νόμων και αναστολών. Τα κείμενα προτάσεων, νόμων και προεδρικών διαταγμάτων που είχαν προκύψει, κατά καιρούς, είναι πάρα πολλά, αν και ο πολιτικοϊδεολογικός τους προσανατολισμός, με τις όποιες διαφορές, παραμένει, κατά βάση, κοινός. Η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επανέφερε πρόσφατα το θέμα. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, για 28 χρόνια, οι εκπαιδευτικοί στο ελληνικό σχολείο εργάζονται χωρίς επιθεωρητές και χωρίς σύστημα αξιολόγησης. Οι όποιες απόπειρες για καθιέρωση νέων διαδικασιών και κριτηρίων αξιολόγησης προσέκρουσαν στις πολύ έντονες αντιδράσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών.
Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια σαφή ένδειξη που μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι:
(1)Η εκπαιδευτική πολιτική δεν είναι υπόθεση νόμων. Η εισβολή του κοινωνικού και της δυναμικής του, κάτω από προϋποθέσεις, καθιστά ανενεργό το κανονιστικό πλαίσιο άσκησης της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής. Οι φορείς άσκησης της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας κάτω από προϋποθέσεις έντονων κοινωνικών αντιδράσεων, αναστέλλουν ή ακυρώνουν νομοθετικές ρυθμίσεις.
(2) Η συνεχιζόμενη εκκρεμότητα πιστώνεται στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Οι εκπαιδευτικοί απορρίπτουν προσωποπαγείς, αυταρχικές και γραφειοκρατικές εκδοχές αξιολόγησης και ιεραρχικής επιτήρησης «από τα έξω» και «από τα πάνω». Η επιλογή τους αυτή επιστημονικά και πολιτικά θεμελιώνεται για το λόγο ότι αρνούνται να υπονομεύουν το ίδιο τους το έργο και προστατεύουν τα όρια της σχετικής αυτονομίας κατά την άσκηση του έργου τους.
(3) Όσο διαρκούσε η εκκρεμότητα, άλλο τόσο πιο συντηρητικά και αυταρχικά ήταν τα επόμενα σχέδια και νόμοι (π.χ. το σώμα των 300 μονίμων αξιολογητών ).Αυτό πυροδοτούσε νέο κύκλο αντιπαραθέσεων και αναβολών, με αποτέλεσμα το θέμα να επανέρχεται, κατά καιρούς. Ίσως, η ανυπαρξία συστήματος αξιολόγησης και η άρνηση των εκπαιδευτικών προσφερόταν για μια ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον των εκπαιδευτικών και για πιο συντηρητικές προτάσεις.
(4) Οι εκπαιδευτικοί, τα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1982 μέχρι σήμερα, δεν είχαν ποτέ την πρωτοβουλία των κινήσεων. Το υπουργείο έδινε τις προτάσεις των «ειδικών» και οι οργανώσεις των εκπαιδευτικών «αντιδρούσαν». Υπάρχει ένα ενδιαφέρον πολιτικό ερώτημα: Εάν οι εκπαιδευτικοί, τόσα χρόνια τώρα, χωρίς επιθεωρητές, είχαν αναπτύξει στις σχολικές μονάδες με συλλογικές διαδικασίες εσωτερική εκπαιδευτική πολιτική, αξιοποιώντας το πλαίσιο σχετικής αυτονομίας που διαθέτουν, πειστικές και συγκροτημένες εναλλακτικές μορφές προγραμματισμού και απολογισμού του εκπαιδευτικού τους έργου, θα ήταν εύκολη η απόπειρα επιβολής αυταρχικών μορφών αξιολόγησης από την πλευρά των εξουσιαστικών μηχανισμών του υπουργείου;
Υπάρχουν, βέβαια, και άλλα «μαθήματα». Το σημαντικότερο, ίσως, είναι ότι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού δεν προσφέρεται για αποσπασματικές ρυθμίσεις και πρακτικές κατακερματισμού του εκπαιδευτικού ζητήματος. Η αξιολόγηση συνδέεται με το σύνολο των πολιτικών που ασκούνται για τον εκπαιδευτικό (βασική εκπαίδευση, επιμόρφωση, επιλογή, πρόσληψη, συνθήκες και όροι εργασίας, κ. ά.). Αυτά, σε τελευταία ανάλυση, προσδιορίζουν τη συμβολή των εκπαιδευτικών στην αναπαραγωγική λειτουργία της εκπαίδευσης. Από αυτή την άποψη η εκπαιδευτική πολιτική για τον εκπαιδευτικό εμπίπτει στην «κοινωνική αρένα» ιδεολογικών συγκρούσεων και βρίσκεται στην καρδιά μιας ριζοσπαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Τα ερωτήματα «ποιον εκπαιδευτικό έχουμε» και σε «ποιον εκπαιδευτικό προσβλέπουμε» για ένα σχολείο πιο δημοκρατικό, είναι ανοικτά. Πάντως, ο δάσκαλος που έχουμε δεν είναι προϊόν «τσελεμεντέ» όσο υπόθεση μιας μακράς ιστορικοβιογραφικής διαδικασίας που αρχίζει από το νηπιαγωγείο και τελειώνει με την αφυπηρέτηση. Σε τελευταία ανάλυση, το σχολείο που έχουμε ετοιμάζει και τους εκπαιδευτικούς του.
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του υπ. Παιδείας Κύπρου
Πηγή: Πολίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου